Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φρασί

См. также в других словарях:

  • φρασί — φρήν midriff fem dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράσις — φράσῑς , φράσις speech fem acc pl (epic doric ionic aeolic) φράσις speech fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκάς — ἀγκάς επίρρ. (Α) στην αγκαλιά, αγκαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να προέρχεται από τη δοτ. πληθ. ἀγκάσι (πρβλ. φρασί) τής λ. ἀγκών ή από επίρρ. *ἀγκάσε, με έκθλιψη] …   Dictionary of Greek

  • ευφρασία — εὐφρασία, ἡ (Α) ευφροσύνη, χαρά, καλή διάθεση, φαιδρότητα «ἡ ἐν τῇ ψυχῇ εὐφρασία», Επίκτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραίνω το μόρφημα φρα είναι συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας φρεν (πρβλ. και δοτ. πληθ. φρασί)] …   Dictionary of Greek

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

  • φρασίζωον — Α (κατά τον Ησύχ.) «διασκεπτόμενος εἰς ζωήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φρασι τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φράσις) + ζωος (< ζωή), πρβλ. ἐρί ζωος] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»