-
1 θυμοβόρος
A eating the heart,θυμοβόρῳ ἔριδι Il.19.58
, al.;λύα Alc.Supp.23.10
;Κῆρες A.R.4.1666
; τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης cj. for θυμοφθόρον in A.Ag. 103 (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοβόρος
-
2 θυμοβόρος
θυμο - βόρος ( βιβρώσκω): heartgnawing, ἔρις. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θυμοβόρος
-
3 βιβρώσκω
Grammatical information: v.Meaning: `devour' (Il.).Other forms: The meaning implies not so much a present (for which ἐσθίω is used to a certain extent). βέβρωκα (Il.), βεβρώθοις Δ 35 (s. Chantr. Gramm. hom. 1, 429), βεβρώσεται (Od.), βέβρωμαι (A.), ἔβρων (h. Ap. 122), (hell.), ἐβρώθην (Hdt.). Other forms are late: βρώζω (Herod.), fut. βρώσομαι, βιβρώσκω (Babr.), ἀναβρώσκων (H.), ἔβρωσα, - ξα (Hell.). Desider. βρωσείω `desire to eat' (Call.).Derivatives: Nom. actionis: βρωτύς (Il.) and βρῶσις (Il.) `food' (Chantr., BSL 59, 1964) 11-22); also βρώμη (Od.), βρῶμα (Ion.-Att.); βρωτόν (E.); βρώσιμος `eatable' (A.). - Nom. agentis: βρωτήρ (A.), as `moth' also βρωστήρ (Aq.). βορά `food' (of a predator). - On βούβρωστις s. v.Etymology: Root * gʷerh₃-. The zero grade in the verbal adj. βρωτός, which agrees with Lith. gìrtas `drunk' and Skt. gīrṇá- `devoured'. The aor. in Arm. 3. sg. eker (* e-gʷerh₃-et = Gr. *ἔδερε, *ἔβερε) to pres. utem ; Skt. aor. garat, gārīt; Greek has ἔβρως etc., with zero grade generalized from the plural. Perf. Skt. jagāra (* gʷe-gʷorh₃-e = Gr. *βέβορε). Greek generalized βρω- from the verb. adj. and the plural aor. and perf. Pres. Skt. giráti \< *gʷrh₃-e\/o-, which agrees with OCS. žьrǫ. Lat. vorāre may be denom. - Not here βάραθρον. Cf. δέρη.Page in Frisk: 1,235-236Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βιβρώσκω
-
4 θῡμός
θῡμόςGrammatical information: m.Meaning: `spirit, courage, anger, sense' (Il.); on meaning and use in Hom. etc. Marg Charakter 47ff.; also Magnien REGr. 40, 117ff. (criticism by Wahrmann Glotta 19, 214f.).Compounds: Many compp., e. g. θυμο-βόρος `eating the heart' (Il.), θυμ-ηγερέων `collecting one's spirit, coing to one-self' (η 283; Leumann Hom. Wörter 116 n. 83, Chantraine Gramm. hom. 1, 349), θυμᾱρής, θυμήρης `delighting the heart' (Il.; Bechtel Lex. s. v., Leumann 66); πρό-θυμος (bahuvrihi) `prepared, willing' (IA) with προθυμία, - ίη (Β 588) and - έομαι (IA).Derivatives: Dimin. θυμίδιον (Ar. V. 878); adj. θυμικός and θυμώδης `passionate, vehement' (Arist.); denomin. verbs: 1. θυμιάω `burn producing smoke' (s.v.) with θυμίη `incense'; 2. θυμόομαι `get angry' (IA), rarely - όω `id.' (E. Supp. 581), with θύμωμα `being angry' (A. Eu. 861, epigr.), θύμωσις `id.' (Cic. Tusc. 4, 9, 21); 3. θυμαίνω `be angry' (Hes. Sc. 262, Ar., A. R.).Etymology: Identical with Skt. dhūmá-, Lat. fūmus, Lith. dū́mai (pl.), OCS dymъ `smoke'; the meaning `smoke' preserved in θυμιάω. On the meaning Chantraine Formation 134 with Ernout-Meillet s. fūmus. - A variant with short u seems impossible. Wit IE ou-diphthong one cites OHG toum `steam, vapour'. Cf. 2. θύω. (DELG compares θύω 1 `s'élancer avec fureur', by mistake?)Page in Frisk: 1,693-694Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θῡμός
См. также в других словарях:
ζάβορος — ζάβορος, ον (Α) αυτός που κατατρώει, που καταβροχθίζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + βορος (< βορά), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek
θηρόβορος — θηρόβορος, ον (Α) 1. αυτός που κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία 2. αυτός που γίνεται από θηρία («θηρόβορος θάνατος», Μανέ θ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βορος (< βορά < βι βρώ σκω), πρβλ. θυμο βόρος, σαρκο βόρος] … Dictionary of Greek
θυμοβόρος — ο (Α θυμοβόρος, ον) αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην. β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος) … Dictionary of Greek
ιξοβόρος — ο (Α ἰξοβόρος, ον) νεοελλ. πτηνό τής οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες αρχ. 1. αυτός που τρώει τον καρπό τού ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰξοβόρος είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ … Dictionary of Greek
ιχθυβόρος — ἰχθυβόρος, ον (Α) αυτός που τρώει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek
καπνοβόρος — ο, θηλ. και α 1. αυτός που απορροφά τον καπνό ο οποίος βγαίνει από τη φωτιά ή που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού 2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοβόρος συσκευή ή διάταξη που συντελεί στην τελειότερη καύση τών καύσιμων υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + βόρος … Dictionary of Greek
κουροβόρος — κουροβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, θυμο βόρος] … Dictionary of Greek
νεκροβόρος — ο (Α νεκροβόρος, ον) αυτός που τρώγει πτώματα νεοελλ. ζωολ. γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + βόρος (< βορά), πρβλ. θυμο βόρος, ωμο βόρος] … Dictionary of Greek
χολοιβόρος — ον, Α αυτός που κατατρώγει σαν χολή («φύρσας δὲ πληγῇσι χολοιβόρον ἰόν ἐρύξεις», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + βόρος (< βορά), πρβλ. αἱμο βόρος, θυμο βόρος. Το οι του τ. για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
καταθυμοβορώ — καταθυμοβορῶ, έω (Α) κατατρώω την καρδιά, προκαλώ πολύ μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θυμο βορῶ «κατατρώγω την καρδιά» (< θυμο βόρος)] … Dictionary of Greek