Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τέρψω

См. также в других словарях:

  • τέρψω — τέρπω delight aor subj act 1st sg τέρπω delight fut ind act 1st sg τέρπω delight aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τερψιχόρη — Η πέμπτη από τις 9 Μούσες της Πιερίας, προστάτιδα των χορικών και της ορχηστικής τέχνης. Την παριστάνουν πάντα να κρατάει ως σύμβολα πότε λύρα ή τρίγωνο, πότε αυλούς, κιθάρα ή ψαλτήρι. Είχε για ιερό φυτό της τον κισσό, και συνόδευε πάντοτε τον… …   Dictionary of Greek

  • δημούμαι — δημοῡμαι ( όομαι) (Α) [δήμος] 1. αγορεύω δημόσια με σκοπό να ευχαριστήσω ή τέρψω τον δήμο, δημοκοπώ 2. (ως παθητικό) είμαι δημόσια γνωστός 3. τραγουδώ λαϊκό τραγούδι …   Dictionary of Greek

  • τερψάσκηση — η, Ν άσκηση που γίνεται για τέρψη, σε αντιδιαστολή προς αυτήν που έχει αγωνιστικό χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψ τού τέρπω* (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + άσκηση. Η λ., στον λόγιο τ. τερψάσκησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τερψίβιος — α, ο, Ν αυτός που κάνει τη ζωή τερπνή, ευχάριστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + βίος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Αθ. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • τερψίθυμος — η, ο / τερψίθυμος, ον, ΝΜ, και τερψόθυμος, ον, Μ αυτός που τέρπει την ψυχή, ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + θυμός (πρβλ. δηξί θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • τερψίνους — ουν και οος, οον, Α αυτός που τέρπει τον νου («τερψινόου φόρμιγγος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + νοῦς (πρβλ. θελξί νους)] …   Dictionary of Greek

  • τερψίφρων — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που τέρπει την καρδιά και το μυαλό, ευάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θελξί φρων] …   Dictionary of Greek

  • τερψίχορος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + χορος (< χορός), πρβλ. ἀλεξί χορος] …   Dictionary of Greek

  • τερψιεπής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που λέγεται με ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + επής (< έπος), πρβλ. θελξι επής] …   Dictionary of Greek

  • τερψικάρδιος — α, ο, Ν τερψίθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. τλησι κάρδιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικηφ. Γλυκά] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»