-
1 δακείν
-
2 δακεῖν
-
3 δάκνω
Grammatical information: v.Meaning: `bite', also `sting' (of insects), `wound' (Il.)Other forms: Aor. δακεῖν (Il.), δῆξαι (Luc.); fut. δάξομαι (Hp.), δήξομαι (E.); perf. δέδηγμαι (Ar.), δεδαγμένος (Pi.), δέδηχα (Babr.), δέδακα (AP); aor. pass. δηχθῆναι (S.), δακῆναι (Aret.); vb. adj. ἄ-δηκτος (Hes., Hp.)Derivatives: δάκος n. `bite, stitch', often `biting animal' (Pi.) = δακετόν (Ar., cf. ἑρπετόν), δαγμός `bite, stitch' (Ruf.), δάγμα `id.' (Nic.), δάκια τὰ ἄγρια ὀρνιθάρια H.; - δάξ = ὀδάξ (Opp.) with δαξ-ασμός (Ti. Lokr.; after μαρασμός etc., s. Chantr. Form. 141f.). δῆγμα `bite, stitch' (A.), δηγμός `id.' (Hp.), δῆξις `id.' (Hp.); δήκτης `biter, biting' (E.) with δηκτήριος `id.' (E.) and δηκτικός (Arist.); δήξ, δηκός `worm in wood' (Tz.) after σφήξ. δακνώδης `biting, stinging' (Hp.), δακνηρός `id.' (Phld. cf. ὀδυνηρός), δακνίς ὀρνέου εἶδος H., δακνᾶς `biter' (Phryn.). - Express. δακνάζω (A.), δαγκάνω (Hdn.).Origin: IE [Indo-European] [201] *denḱ- `bite'Etymology: The aorist δακεῖν agrees with Skt. present dáśati `bites'; perf. dadáṃśa (= Gr. *δέδογκα) and nouns like dáṃśa- `bite' show a root denḱ-. So δηκ- in δήξομαι etc.is a secondary grade to δακεῖν after λήψομαι: λαβεῖν. - Germanic has nouns, like OHG zangar `biting, sharp', ONo. tǫng `tongs'; here also Alb. danë `tongs'?Page in Frisk: 1,343-344Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάκνω
-
4 δρυφάζω
δρυφάζω, [tense] aor. inf. δρυφάξαι· δακεῖν, Hsch. [full] δρυφαίνηκα· τὸν οὐ μέγαν ([place name] Elean), Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυφάζω
-
5 θυμός
θῡμός, ὁ,A soul, spirit, as the principle of life, feeling and thought, esp. of strong feeling and passion (rightly derived from θύω (B) by Pl.Cra. 419e ἀπὸ τῆς θύσεως καὶ ζέσεως τῆς ψυχῆς):I in physical sense, breath, life, θ. ἀπηύρα, ἀφελέσθαι, ἐξαίνυσθαι, ὀλέσαι, freq. in Hom., Il.6.17, 5.852, 155, 1.205: c. dupl. acc.,ἄμφω θ. ἀπηύρα 6.17
;ἐπεί κε.. ῥεθέων ἐκ θ. ἕληται 22.68
; λίπε δ' ὀστέα θ. 12.386; ἀπὸ δ' ἔπτατο θ. Od.10.163;ὀλίγος δ' ἔτι θ. ἐνῆεν Il.1.593
;μόγις δ' ἐσαγείρετο θυμόν 21.417
;ἄψορρόν οἱ θ. ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη 4.152
;θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών 11.334
; of animals, 3.294, 12.150, etc.: less freq. in Trag., A. Ag. 1388, E.Ba. 620 (troch.).2 spirit, strength,τείρετο δ' ἀνδρῶν θ. ὑπ' εἰρεσίης Od.10.78
;ἐν δέ τε θ. τείρεθ' ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ Il.17.744
.3 πάτασσε δὲ θ. ἑκάστου each man's heart beat high, 23.370, cf. 7.216.II soul, as shown by the feelings and passions; and so,1 desire or inclination, esp. desire for meat and drink, appetite,πιέειν ὅτε θ. ἀνώγοι Il.4.263
;πλησάμενος.. θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od.17.603
: generally,τά με θ. ἐνὶ στήθεσσι κελεύει Il.7.68
; βαλέειν δέ ἑ ἵετο θ. 8.301;αἲ γάρ με μένος καὶ θ. ἀνείη 22.346
; θ. ἐποτρύνῃ [τινά] Od.9.139; θ. ἐπέσσυταί τινι, ἐφορμᾶται, Il.1.173, 13.73; ἤθελε θυμῷ he wished in his heart or with all his heart, 16.255, 21.65;ἵετο θυμῷ 2.589
; so later θυμῷ βουλόμενοι wishing with all their heart, Hdt. 5.49; [ὄσσα ϝ] οι θ. κε θέλῃ γένεσθαι Sapph.Supp.1.3
;θυμὸς ὥρμα Pi. O.3.25
, cf. 38;θυμὸς ἡδονὴν φέρει S.El. 286
;ὧν ἐρᾷ θυμός Herod.7.61
;τῶν σφι θ. ἦν μάλιστα Hdt.1.1
;ἄλλως σφι θ. ἐγένετο θεήσασθαι τὸν πόλεμον Id.8.116
, etc.: with Verb omitted,σὲ γάρ μοι θῦμος ὔμνην Alc. 5
; ἄρχ' αὐτὸς ὥς σοι θ. S.El. 1319; ὅπου ὑμῖν θ. X.Cyr.3.1.37;βῆξαι θυμός ἐγγίνεται Hp.Prog.8
.2 mind, temper, will, θ. πρόφρων, ἵλαος, Il. 8.39, 9.639; θ. ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής, νηλέα θ. ἔχοντας, σιδήρεος θ., 15.94, 19.229, Od.5.191; ἕνα θ. ἔχειν to be of one mind, Il.15.710, etc.;οὐδὲ λύκοι τε καὶ ἄρνες ὁμόφρονα θ. ἔχουσιν 22.263
;ἕτερος δέ με θ. ἔρυκε Od.9.302
; ἐμὸν θ. ἔπειθεν ib.33;θωπείας κολακικάς, αἳ.. τοὺς θ. ποιοῦσιν κηρίνους Pl.Lg. 633d
.3 spirit, courage, μένος καὶ θ. Il.20.174;θ. ἐνὶ στήθεσσι λαβεῖν Od.10.461
; πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θ. Il.15.280; ψῦχρος ἔγεντο θ., of doves, Sapph.16;θ. ἔχειν ἀγαθόν Hdt.1.120
;θ. οὐκ ἀπώλεσεν S.El.26
;ὁ θυμὸς εὐθὺς ἦν Ἀμυνίας Ar.Eq. 570
; ἴωμεν ῥώμῃ καὶ θυμῷ ἐπί .. X.Cyr.4.2.21; : so in Philos., opp. λόγος, ἐπιθυμία, ib. 440b, al., cf. Arist.Pol. 1328a7, 1327b24, Phld.Mus.p.26K., etc.; personified, Passion, Emotion, opp. Λογισμός, Cleanth.Stoic.1.129.4 the seat of anger,χωόμενον κατὰ θυμόν Il.1.429
;νεμεσιζέσθω ἐνὶ θυμῷ 17.254
;θυμὸν ἐχώσατο 16.616
, etc.: hence, anger, wrath,δάμασον θυμόν 9.496
; εἴξας ᾧ θυμῷ ib. 598;θυμὸς μέγας ἐστὶ.. βασιλήων 2.196
;θ. ὀξύς S.OC 1193
;θ. κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων E.Med. 1079
, etc.; θυμῷ f.l. for θυμοῦ in S.Ant. 718;οἱ τῷ θ. πραχθέντες φόνοι Pl.Lg. 867b
; opp. λογισμός, Th.2.11, etc.; ἐπανάγειν τὸν θ. Hdt.7.160;ἐκτείνειν And.3.31
;καταθέσθαι Ar.V. 567
; ;θυμῷ χρᾶσθαι Hdt.1.137
, al.;ὀργῆς καὶ θυμοῦ μεστοί Isoc.12.81
(so τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θ., i.e. the outward manifestation of ὀ., Phld.Ir.p.90W.); of horses, X.Eq. 9.2: pl. (not earlier than Pl., f.l. in S.Aj. 718 (lyr.)), fits of anger, passions,περὶ φόβων τε καὶ θυμῶν Pl.Phlb. 40e
;οἵ τε θ. καὶ αἱ κολάσεις Id.Prt. 323e
, cf. Arist.Rh. 1390a11.5 the heart, as the seat of the emotions, esp. joy or grief, χαῖρε, γήθησε δὲ θυμῷ, Il.14.156, 7.189;θ. ἐνὶ στήθεσσι γεγήθει 13.494
;μιν ἄχος κραδίην καὶ θ. ἵκανεν 2.171
; ἄχνυτο θ. 14.39, etc.; δόκησε δ' ἄρα σφίσι θ. ὣς ἔμεν ὡς εἰ .. they felt as glad at heart as if.., Od.10.415; μηδ' ὀνίαισι δάμνα.. θ. Sapph.1.4; of fear,δέος ἔμπεσε θυμῷ Il.17.625
, cf. 8.138; of love,τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον 9.343
;ἐκ θυμοῦ στέργοισα Theoc.17.130
; ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ my heart's beloved, Il.5.243; reversely, ἀπὸ θ. μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι wilt be alien from my heart, 1.562; ἐκ θ. πεσέειν, i.e. to lose thy favour, 23.595;ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσα E.Med.8
;ἐκ θ. κλαῦσαι Philet. 11
.6 mind, soul, as the seat of thought, ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θ. Il.1.193, etc.; ᾔδεε γὰρ κατὰ θ. 2.409, cf. 4.163, etc.;φράζετο θυμῷ 16.646
;ἐν θ. ἐβάλοντο ἔπος 15.566
;τοὺς λόγους θυμῷ βάλε A.Pr. 706
;εἰς θ. βαλεῖν τι S.OT 975
; οὐκ ἐς θ. φέρω I bring him not into my mind or thoughts, Id.El. 1347. -
6 μυώδης
μυ-ώδης, ες, -
7 βρακεῖν
Grammatical information: v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Here perhaps also δυσβράκανον δυσχερές,... δυσκατανόητον H. - Since Roth KZ 19, 223 to Skt. mr̥śáti `touch, take, seize' (*mr̥ḱ-). One compares further βράψαι συλλαβεῖν, ἀναλῶσαι, κρύψαι, θηρεῦσαι and βράπτειν ἐσθίειν, κρύπτειν, ἀφανίζειν, τῳ̃ στόματι ἕλκειν, η στενάζειν as either influenced by μάρψαι or related to it (with assimilation of κ to initial μ-, giving π (Schwyzer 302). All uncertain. S. μάρπτω. - Cf. further βράκετον.. πλῆθος and βράττειν πληθύνειν, βαρύνειν H. - S. Belardi, Doxa 3, 200. S. βρόξαι.Page in Frisk: 1,263Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρακεῖν
-
8 δρύφακτοι
Grammatical information: m. pl.Meaning: `railing or latticed partition, balcony, bar (in court)' (Ar.);Other forms: (rarely sg. - ος); also δρύφρακτοι (Lib.) with restored (?) ρ, and τρύφακτοι (hell. u. late inscr., Hdn. Gr.) from regressive assimilation (? cf. Schwyzer 257), and folketymology after τρυφη?Derivatives: Denomin. δρυφάσσω `fence in' (Lyc.), δρυφάξαι ++ δακεῖν H. ( alphabetically at wrong place). Also δρυθακτόω.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Generally taken as a conbination of δρῠ- (in δόρυ) and φράσσω with το-suffix (cf. e. g. ἀκμό-θε-τον). (But the τ- is hard to understand as assimilation.) See on φράσσω.Page in Frisk: 1,422Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δρύφακτοι
-
9 μάρπτω
Grammatical information: v.Meaning: `catch, seize, lay hold off, overtake' (Il.; cf. Ruijgh L'élém. ach. 166);Derivatives: μάρπτις m. `robber' (A. Supp. 826 [lyr.]; Schwyzer 271, 504 w. n. 3); κάμμαρψις μέτρον σιτικόν, τὸ ἡμιμέδιμνον. Αἰολεῖς H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Analogically formed system without cognate outside Greek. Note the H.-glosses βράψαι συλλαβεῖν, ἀναλῶσαι, κρύψαι, θηρεῦσαι and βράπτειν ἐσθίειν, κρύπτειν, ἀφανίζειν, τῳ̃ στόματι ἕλκειν, η στενάζειν (with βρ- \< mr-); besides with deviating auslaut βρακεῖν συνιέναι, βράξαι συλλαβεῖν, δακεῖν, καταπιεῖν, which are compared with Skt. mr̥śáti `touch, take' (cf. s. v.). The variation κ: π is unexplained; on an improbable theory of assimilation (μ -- κ \> μ -- π) s. Schwyzer 302 and on βρακεῖν. Positing varying root-enlargements mer-ḱ-: mer-kʷ- (s. WP. 2, 283) does not help much. -- Older lit. in Bq. Cf. μαπέειν. - For the variation one thinks of Pre-Greek * mr(a)kʷ-, which became βραπ- or βρακ-, with developments differring from the IE labio-velars.Page in Frisk: 2,178Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάρπτω
См. также в других словарях:
δακεῖν — δάκνω bite aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάγμα — δόγμα, το (Α) δήγμα, δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω)] … Dictionary of Greek
δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει … Dictionary of Greek
δαγμός — δαγμός, ο (Μ) το δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν (απαρέμφ. αορ. τού δάκνω)] … Dictionary of Greek
δακέθυμος — δακέθυμος, ον (Α) 1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός II. μσν. επίρρ. δακεθύμως με τρόπο ενοχλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακε < (θ.) δακ , τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν ε τής λέξης πρβλ … Dictionary of Greek
δακετόν — και δάκετον, το (Α) θηρίο που δαγκώνει, άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δάκος, το. Παράγεται (θ.) δακ , τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω, + (επίθημα) ετο (πρβλ. αιρ ετός, επαιν ετός, ερπ ετόν)] … Dictionary of Greek
δαξ — δὰξ επίρρ. (Α) οδάξ*, με τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω για τον σχηματισμό πρβλ. και αρχ. επιρρήματα πυξ «με τις πυγμές», λαξ «με λακτίσματα, κλοτσιές» κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
μυρμηκώδης — μυρμηκώδης, ῶδες (Α) [μύρμηξ] 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με μυρμήγκι («τὸ δ ἐμφῡναι καὶ δακεῑν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», Πλούτ.) 2. αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις τού δέρματος … Dictionary of Greek
μυώδης — ες (Α μυώδης, ῶδες) [μυς] αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, που είναι γεμάτος με μυώνες, ρωμαλέος νεοελλ. σχετικός με τους μυς αρχ. 1. όμοιος με το ποντίκι 2. αυτός που ταιριάζει σε ποντικό ή είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τού ποντικού («τὸ δ… … Dictionary of Greek