Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δακεῖν

См. также в других словарях:

  • δακεῖν — δάκνω bite aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάγμα — δόγμα, το (Α) δήγμα, δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω)] …   Dictionary of Greek

  • δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει …   Dictionary of Greek

  • δαγμός — δαγμός, ο (Μ) το δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν (απαρέμφ. αορ. τού δάκνω)] …   Dictionary of Greek

  • δακέθυμος — δακέθυμος, ον (Α) 1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός II. μσν. επίρρ. δακεθύμως με τρόπο ενοχλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακε < (θ.) δακ , τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν ε τής λέξης πρβλ …   Dictionary of Greek

  • δακετόν — και δάκετον, το (Α) θηρίο που δαγκώνει, άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δάκος, το. Παράγεται (θ.) δακ , τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω, + (επίθημα) ετο (πρβλ. αιρ ετός, επαιν ετός, ερπ ετόν)] …   Dictionary of Greek

  • δαξ — δὰξ επίρρ. (Α) οδάξ*, με τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω για τον σχηματισμό πρβλ. και αρχ. επιρρήματα πυξ «με τις πυγμές», λαξ «με λακτίσματα, κλοτσιές» κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκώδης — μυρμηκώδης, ῶδες (Α) [μύρμηξ] 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με μυρμήγκι («τὸ δ ἐμφῡναι καὶ δακεῑν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», Πλούτ.) 2. αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις τού δέρματος …   Dictionary of Greek

  • μυώδης — ες (Α μυώδης, ῶδες) [μυς] αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, που είναι γεμάτος με μυώνες, ρωμαλέος νεοελλ. σχετικός με τους μυς αρχ. 1. όμοιος με το ποντίκι 2. αυτός που ταιριάζει σε ποντικό ή είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τού ποντικού («τὸ δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»