Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βίβλους

См. также в других словарях:

  • βίβλους — βίβλος fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LAICI — vide supra, in voce Clerici. Item infra, Narthex, Navis. Sed et Laici, in Monasteriis dicuntur, qui vulgo Conversi, Oblati, Donati; de quibus vide Haeften. Disquisttion. Monasticar. l. 3. tract. 1. disquis. 8. et Menard. ad Concardiam Regular. p …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ветхий Завет — «Ветхий Завет», он же «Еврейская Библия» (Танах),  общее Священное Писание иудаизма и христианства. В данной статье рассматривается его изложение в христианской традиции. Подход еврейской традиции см. в статье «Танах» Библия …   Википедия

  • Alexandre Polyhistor — Lucius Cornelius Alexander Polyhistor, ou Alexandre Polyhistor (en grec ancien Ἀλέξανδρος ὁ Πολυΐστωρ, le surnom polyhistôr signifiant « très érudit »), est un historien romain ayant vécu au Ier siècle av. J. C. à l époque de Sylla. Ses …   Wikipédia en Français

  • NOMI — Graece Νόμοι, in Poesi, carmina dicuntur; versibus enim constabant Νόμοι κιθαρώδικοὶ et Νόμοι ἀυλητικοὶ. Hinc, qui eorum auctores fuêre, Poetas exstitisse certum est. Plut. de Music. Ὅτι δὲ οἱ Κιθαρωδικοὶ νόμοι οἱ πάλαι, ἐξ ἐπῶν συνίςαντο,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THESMOPHORIA — festum cui a Cetere θεσμοφόρῳ nomen. Huius enim beneficiô cum fruges inventae esent, quarum dein sationem Tripolemus docuit, decretô totius populi Atheniensis, sacra hae instiura sunt, quae a Cerere, ut dictum, Thesmophoria, et a partre… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • ιεροφαντικός — ἱεροφαντικός, ή, όν (Α) [ιεροφάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιεροφάντη (α. «στεφανωθῆναι τῷ ἱεροφαντικῷ στέμματι», Πλούτ. β. «βίβλους ἱεροφαντικάς» βιβλία για τους pontifices τών Ρωμαίων, libri pontificates, Πλούτ.). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… …   Dictionary of Greek

  • ДИАТЕССАРОН — [греч. διὰ τεσσάρων, букв. через четыре], название евангельской гармонии (см. Гармонизация евангельская), составленной Татианом ок. 170 г. с использованием 4 канонических Евангелий (см. Евангелия канонические) и, возможно, некоторых… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»