-
1 βάπτω
Aἔβαψα S.Aj.95
, etc.:— [voice] Med., [tense] fut.βάψομαι Ar.Lys.51
: [tense] aor.ἐβαψάμην Arat.951
, AP9.326 (Leon.):—[voice] Pass., [tense] fut. , M.Ant.8.51: [tense] aor.ἐβάφθην AP6.254
(Myrin.), ([etym.] ἀπ-) Ar.Fr. 416; in [dialect] Att. generally ἐβάφην [ᾰ] Pl.R. 429e, etc.: [tense] pf.βέβαμμαι Hdt.7.67
, Ar. Pax 1176.I trans., dip, ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν.. εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ (so as to temper the red-hot steel) Od.9.392;β. εἰς ὕδωρ Pl.Ti. 73e
, cf. Emp.100.11;τἄρια θερμῷ Ar.Ec. 216
; εἰς μέλι, εἰς κηρόν, Arist.HA 605a29, de An. 435a2:—[voice] Pass., βαπτόμενος σίδηρος iron in process of being tempered, Plu.2.136a; and of coral, become hard, Dsc.5.121 (s. v. l.).b of slaughter in Trag,ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος A.Pr. 863
;ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ; S.Aj.95
; (lyr.); in later Prose,εἰς τὰ πλευρὰ β. τὴν αἰχμήν D.H.5.15
;β. τὸν δάκτυλον ἀπὸ τοῦ αἵματος LXXLe.4.17
.c also, dip in poison,ἔβαψεν ἰούς S.Tr. 574
; χιτῶνα τόνδ' ἔβαψα ib. 580.2 dye, ἔβαψεν.. ξίφος the sword dyed [the robe] red, A.Ch. 1011; β. τὰ κάλλη dye the beautiful cloths, Eup.333;β. ἔρια ὥστ' εἶναι ἁλουργά Pl.R. 429d
;εἵματα βεβαμμένα Hdt.7.67
;τρίχας βάπτειν AP11.68
(Lucill.): abs. in [voice] Med., dye the hair, Men.363.4, Nicol.Com.1.33; glaze earthen vessels, Ath.11.480e; of gilding and silvering, Ps.-Democr.Alch.p.46 B.: Com., βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν dye one in the [red] dye of Sardes, i. e. give him a bloody coxcomb, Ar. Ach. 112; but βέβαπται β. Κυζικηνικόν he has been dyed in the dye of Cyzicus, i. e. is an arrant coward, Id. Pax 1176 (v. Sch.).3 draw water by dipping a vessel,ἀνθ' ὕδατος τᾷ κάλπιδι κηρία βάψαι Theoc. 5.127
; ἀρύταιναν.. ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος draw water by dipping the bucket, Antiph.25, cf. Thphr.Char.9.8; βάψασα ποντίας ἁλός (sc. τὸ τεῦχος) having dipped it so as to draw water from the sea, E.Hec. 610.4 baptize, Arr.Epict.2.9.20 ([voice] Pass.).II intr., ναῦς ἔβαψεν the ship dipped, sank, E.Or. 707; β. εἰς ψυχρὸν [αἱ ἐγχέλυς] Arist.HA 592a18; εἰ δ' ὁ μὲν (sc. ἠέλιος)ἀνέφελος βάπτοι ῥόου ἑσπερίοιο Arat.858
( ῥόον Sch.): c. acc., νῆα.. βάπτουσαν ἤδη κῦμα κυρτόν dipping into.., Babr.71.2:—also [voice] Med.,ποταμοῖο ἐβάψατο Arat. 951
. -
2 ἀπαράσσω
A strike off, ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε [ τὴν αἰχμήν] Il.16.116;ἀπήραξεν δὲ χαμᾶζε.. κάρη 14.497
;ἀ. τοῦ ἵππου τοὺς πόδας Hdt.5.112
; (lyr.).2 knock or sweep off,τοὺς ἐπιβάτας ἀπὸ τῆς νεός Hdt.8.90
;τοὺς ἀπὸ τοῦ πολεμίου καταστρώματος ὁπλίτας ἀ. Th.7.63
:—[voice] Pass., [tense] aor. part.ἀπαραχθείς D.H.8.85
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαράσσω
-
3 αἰχμή
2 generally, point, of arrows, τοξουλκὸς αἰ. A.Pers. 239; ἀγκίστρου, κεράων, Opp.H. 1.216, C.2.451.II spear, Il.12.45, etc.; δαμασίμβροτος αἰ. Pi.O. 9.79; πρὸς τὴν αἰχμὴν ἐτράπετο took to his spear, Hdt.3.78; αἰχμῇ εἷλε with the spear, i.e. in war, Id.5.94; otherwise rare in Prose, X.Cyr. 4.6.4.b metaph. of the trident of Poseidon, A.Pr. 925.3 war, battle, κακῶς ἡ αἰ. ἑστήκεε the war went ill, Hdt.7.152; παρμένοντας αἰχμᾷ standing their ground in battle, Pi.P.8.40; θηρῶν with wild beasts, E.HF 158.4 metaph. of plague, sharpness, βρωτῆρας αἰ. A.Eu. 803.III warlike spirit,αἰ. νέων θάλλει Terp.6
;θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος Pi.N.10.13
; γυναικὸς αἰ. a woman's temper, A.Ag. 483 (lyr.), cf. Ch. 630 (lyr.; but perh. = rule, cf.Pr. 406). (Cf. Lith. jiešmas 'spit'.) -
4 πήγνυμι
Aπηγνύουσι Hdt.4.72
(v.l.), Thphr.HP6.6.9, butπηγνῦσι Hdt.
l.c. codd. plur., Hp.Vict.2.60 ; opt. codd. ; inf.πηγνύειν X.Cyn.6.7
, Dsc.4.95: [tense] impf. ([etym.] περι-), Nonn.D.5.50 : late form of [tense] pres. [full] πήσσω (q. v.): [tense] fut.πήξω Il.22.283
; [dialect] Dor.πάξω Pi.O.6.3
: [tense] aor. ἔπηξα, [dialect] Ep.πῆξα Od.12.15
, etc. ; [dialect] Aeol. part.πάξαις Pi.O.10
(II).45 : [tense] pf. πέπηχα, only [tense] plpf.ἐμ-πεπήχεσαν D.C.40.40
:—[voice] Med. in trans. sense, : [tense] fut.πήξομαι Gal. 10.388
: [tense] aor. , Hdt.6.12, etc.:—[voice] Pass. πήγνῠμαι : [tense] fut. , Th.4.92 ; πήξομαι (as [voice] Pass.) Hp.Aër.8: [tense] aor. 1 ἐπήχθην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πῆχθεν Il.8.298
, [dialect] Dor. subj.παχθῇ Theoc.23.31
, part. : more freq. [tense] aor. 2 ἐπάγην [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ep. πάγην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πάγεν Il.11.572
; part. , E.IA 395 : [tense] pf. πέπηγμαι ([etym.] κατα-, συμ-) D.H.5.46, Arr.An.2.21.1: [tense] plpf.ἐπέπηκτο Jul. Or.3.123b
; but in the best authors, πέπηγα is used as the [tense] pf. [voice] Pass., Il.3.135, etc. ; [dialect] Aeol.πέπᾱγα Alc.34
; opt.πεπαγοίην Eup.435
: [tense] plpf.ἐπεπήγειν Il.13.442
, Th.3.23 :I stick or fix in, ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε [τὴν αἰχμήν] Il.4.460, etc. ;ἔνθα οἱ ἔγχος ἔπηξε 13.570
;ἐν γαίῃ π. ἐρετμόν Od.23.276
(orγαίῃ 11.129
) ;π. ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν 11.77
(orτύμβῳ 12.15
) ; [γύην] ἐν ἐλύματι π. Hes.Op. 430;ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος Pi.N.7.26
; fix in the earth, plant, , cf. Aj. 821 ; σκηνήν, σκηνὰς π., pitch a tent, And.4.30, Pl.Lg. 817c (in [voice] Med., σκηνὰς πηξάμενοι pitching themselves tents, Hdt.6.12); σταύρωμα π. Th.6.66;τὰς σχαλίδας π. ὑπτίας X.Cyn.6.7
; plant seeds or cuttings, Thphr.HP6.6.9, 7.4.10 : intr. [tense] pf. and [voice] Pass., δόρυ δ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει the spear stuck fast in his heart, Il.13.442 ;[δοῦρα] ἐν χροῒ πήγνυτο 15.315
;[ὀϊστοὶ] ἐν χροῒ πῆχθεν 8.298
;δοῦρα ἐν σάκεϊ πάγεν 11.572
;[ξίφος] πέπηγεν ἐν γῇ S.Aj. 819
;σκηνὴ ἔσκε πεπηγυῖα ἑτοίμη Hdt.7.119
; κυρβασίας ὀρθὰς πεπηγυίας ib.64, cf. 70 :—[voice] Med., ἐν ἀλλήλοις χείλεα πηξάμενοι, of kissing, AP5.254 (Paul. Sil.).2 stick or fix on,κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι Il.18.177
;σκόλοψι δέμας E.IT 1430
; :—[voice] Pass., ἀμφὶ βουπόροισι πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι having their limbs fixed on spits, Id.Cyc. 302 ; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες impaled, A.Eu. 190.3 fix upon an object, κατὰ χθονὸς ὄμματα π. Il.3.217 : intr. [tense] pf., d, cf. Jul. l. c. ([voice] Pass.);πεπηγυῖα τὰς τῶν ὀμμάτων βολὰς ἐς τὰ τῆς ψυχῆς ἀπόρρητα Philostr.Jun.Im.11
: c. inf., ἡ σοφία ἀρέσκειν πέπηγε is bent upon pleasing, Pl.R. 605a : abs., τὸ πεπηγὸς ὄμμα immovable eye, fixed gaze, Hp.Prorrh.1.46, cf. Gal.16.610.II fasten [different parts] together, fit together, build,νῆας πῆξαι Il.2.664
; ἴκρια π. Od.5.163 :—[voice] Med., πήξασθαι ἄμαξαν build oneself a wagon, Hes. Op. 455 ;νέας πηξάμενοι Hdt.5.83
:—[voice] Pass., to be joined or put together,ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν Pl.Phdr. 246c
.III make solid or stiff, esp. of liquids, freeze,θεὸς.. πήγνυσι πᾶν ῥέεθρον A.Pers. 496
; τοὺς ποταμοὺς ἔπηξε (sc. ὁ θεός) Ar.Ach. 139 ;βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους X. An.4.5.3
; curdle,γάλα Dsc.4.95
:—[voice] Med., τυροὺς πήγνυσθαι to make oneself cheese (by curdling the milk), Luc.VH1.24:—[voice] Pass. and intr. [tense] pf., become solid, stiffen,γοῦνα πήγνυται Il.22.453
;ἄρθρα πέπηγέ μου E.HF 1395
(but also, become firm or set, of limbs, Ael.NA2.11 ;πεπηγυῖα ὑγιεινὴ κατάστασις Gal.Thras.7
) ; of liquids, freeze,ἡ θάλασσα πήγνυται Hdt.4.28
; ἅλες πήγνυνται salt crystallizes, ib.53, cf.6.119 ;φόνος πέπηγεν A.Ch.67
(lyr.);πεπάγαισιν ὐδάτων ῤόαι Alc.34
, cf. X.An.7.4.3 ; κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος was not frozen so as to bear, Th.3.23 ;ἁνίκα [χιὼν] παχθῇ Theoc.23.31
; ὄστρακον [ᾠοῦ] π. Arist.GA 752a35; γάλα π. Id.PA 676a14 ; ὀφθαλμῶν οἱ μὲν ὑγιεῖς, οἱ δὲ πεπηγότες blind, of buds, Thphr.CP5.12.10 : metaph., to be petrified, struck dumb, Antiph.166.7.IV metaph., fix,ὅρους τοῖς βαρβάροις Lycurg.73
, cf. Aristopho 9.7 : Astrol., fix, determine a nativity, Sch. Ptol.Tetr. 103 :—[voice] Med., ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ', ὅπως .. that he might keep it fixed in his heart, Pi.N.3.62 ; establish,χορούς Him.Or.16.6
:— [voice] Pass. and intr. [tense] pf., to be irrevocably fixed, established,εἷς ὅρος ἡμῖν παγήσεται Th.4.92
; πῆγμα (Aurat. for πῆμα)γενναίως παγέν A.Ag. 1198
;κακῶς παγέντας ὅρκους E.IA 395
;ὀρθὰς παγείσας φρένας Carc. 6.2
;μὴ γὰρ ὡς θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα D.4.8
;τὰ καλῶς πεπηγότα τῇ φύσει Id.25.90
. (Cf. Lat. pango.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πήγνυμι
-
5 ἄγχαρμον
ἄγχαρμον· ἀνωφερῆ τὴν αἰχμήν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγχαρμον
-
6 ψυχή
ψῡχ-ή, ἡ,A life,λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296
, etc.;ψ. τεκαὶ αἰών 16.453
, cf. Od.9.523;θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334
, Od.21.154;λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325
; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322
; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; soἀντὶ ψ. S.OC 1326
: but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245
;περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161
;τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37
;τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115
, cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4
, cf. Th. 8.50;ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492
, cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375
(lyr.);ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19
; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36
;τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37
. In early poets:ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52
;ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23
;ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14
;θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46
;ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730
;ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68
;ψυχὰς βαλον Id.O.8.39
;χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138
; ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712
(anap.);ψ. ἀφήσω E.Or. 1171
;ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214
;ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24
; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134; , cf. Th.1.136, etc.;τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88
;τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15
. 8, cf. Ev.Luc.12.20;ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10
, cf. Ev.Matt. 2.20;τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11
, etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109
, cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4
, cf. 12;πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.
Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30
; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.2 metaph. of things dear as life,χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686
;πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419
;τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35
; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195
;ψ. μου Mart.10.68
.II in Hom., departed spirit, ghost (ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.
Hist.Fr. 102(a)J.);ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65
: freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104
, cf. 72, Od.24.14;ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100
; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330
;ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518
; sts. hardly dist. from signf. 1,ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505
; in swoons it leaves the body,τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696
; so in later writers (seldom in Trag.),σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21
; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98
;πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630
(anap.);ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676
, cf. Fr. 912.9 (anap.);τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b
; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.
ap. Plu.2.236d.III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133
, cf. Pl.Men. 81b;εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123
;ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a
, cf. Phd. 70c, al.;ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d
;ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14
, cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5
, cf. An.3.2.20;ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a
;εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b
;κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22
;οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19
;ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14
, cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32
f.1;ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e
.IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39
;μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)
;ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16
;θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37
; opp. material blessings,κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32
;μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b
, cf. 29e: hence regarded in abstraction,τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a
;ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c
;οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17
, cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227
;ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319
(anap.);τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173
(anap.);ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c
; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559
, cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15
, cf. Ex.12.4, al.; [κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20
. In apostrophe,μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61
;ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712
(lyr.);ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8
; in referring to persons,ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b
(cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6
,11;πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1
, etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14
, ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457
;καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393
;κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40
;τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29
;ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33
, cf. Oec.21.3.3 of the emotional self,ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505
, cf. 527 (lyr.);πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14
;τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12
; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841
(s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b
;τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4
.4 of the moral and intellectual self,ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70
;ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176
;ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499
;ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101
;ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014
;ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15
, cf. Pl.R. 353e;ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7
, cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d
;τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4
, Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53
;νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a
, cf. Phdr. 247c, al.; ;ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171
. Phrases:—ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43
; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35
;ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10
; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12
; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.6 of inanimate things,πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138
, cf. 7.14;ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23
;οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38
; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.V Philosophical uses:1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11
; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.
ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.
Apoll.4;τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a
, cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.2 the spirit of the universe,ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b
, cf. 30b;τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3
; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186
; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2
;τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32
; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d
, cf. Def. 411c; [ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a
; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c
, cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. asοὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20
; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division ofψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.
ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11
, cf. PA 641b4;ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22
, al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150
, cf. M.Ant.6.14;ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.
;τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.
; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7
; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2
, cf. 4.7.5;φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4
; animal and vegetable bodies possessοἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18
;πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20
.2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696
means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467
means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).) -
7 πείθω
A persuade, [tense] impf.ἔπειθον Il.22.91
, etc.; [dialect] Ep. and Lyr.πεῖθον 16.842
, B.8.16 : [tense] fut.πείσω Il.9.345
, etc.; [dialect] Ep. inf.πεισέμεν 5.252
: [tense] aor. 1ἔπεισα Pi.O.2.80
, A.Eu.84, Ar.Pl. 304, etc. (Hom. has only opt.πείσειε Od.14.123
); [dialect] Aeol. part.πείσαις Pi.O.3.16
: [tense] aor. 2ἔπῐθον Id.P.3.65
(poet. πίθον), Corinn.Supp.2.58 (poet. dual πιθέταν), A. Supp. 941, Ar.Pl. 949, Theoc.22.64, used by Hom. only in [dialect] Ep. redupl. formsπεπίθωμεν Il.9.112
,πεπίθοιμι 23.40
, A.R.3.14,πεπῐθεῖν Il.9.184
, A.R.3.536,πεπῐθών Pi.I.4(3).72
(v. infr.),πεπιθοῦσα Il.15.26
(ind. not in Il. or Od.,πέπιθον A.R.1.964
, ): [tense] pf.πέπεικα Lys. 26.7
, Is.8.24, Isoc.14.15 :—[voice] Med. and [voice] Pass. [full] πείθομαι, obey, Il.1.79, etc.: [tense] fut. πείσομαι ib. 289, etc.: [tense] aor. 2 ἐπῐθόμην, [dialect] Ep.πιθόμην 5.201
,ἐπίθετο Ar.Nu.73
,ἐπίθοντο Il.3.260
, IG22.29.14, redupl. ; imper.πίθεο Pi.P.1.59
, , pl. ; subj.πίθωμαι Il.18.273
, etc.; opt.πιθοίμην 4.93
, etc. (redupl.πεπίθοιτο 10.204
); inf.πιθέσθαι 7.293
, etc. (πεπιθέσθαι AP14.75
); part. : [tense] aor. 1 [voice] Med.ἐπεισάμην IG12(5).720.5
(Andros, ii B. C.), Aristid.1.391 J., Sopat. in Rh.8.150 W.: [tense] fut. [voice] Pass.πεισθήσομαι S.Ph. 624
, Pl.Sph. 248e, etc.: [tense] aor. 1 , S.OT 526, Ar.Nu. 866, X.An.7.7.29 : [tense] pf. , E.El. 578, Pl.Prt. 328e; Thess. [tense] pf. inf.πεπεῖστειν IG9(2).517.16
(Larissa, iii B. C.).II intr. tenses of [voice] Act., in pass. sense, [tense] pf. 2πέποιθα Il.4.325
, etc. (not freq. in Prose); imper. codd.; [ per.] 2sg. subj.πεποίθῃς Il.1.524
; [dialect] Ep. [ per.] 1pl. πεποίθομεν (for- ωμεν) Od.10.335 ; opt. : [tense] plpf.ἐπεποίθειν Il. 16.171
; [ per.] 3pl.ἐπεποίθεσαν Hdt.9.88
; [dialect] Ep.πεποίθεα Od.4.434
, 8.181 ; [ per.] 1pl.ἐπέπιθμεν Il.2.341
, 4.159 : Pi. uses [tense] aor. 2 part. πιθών = πιθόμενος, P.3.28, redupl.πεπιθών I.4(3).72
.III as if from [full] πῐθέω, Hom. has [tense] fut.πῐθήσω Od.21.369
( obey): [tense] aor. part.πῐθήσας Il.4.398
( trust), cf. Hes. Op. 359, 671, Pi.P.4.109, A.Ch. 618 (lyr.), Lyc.735 ; redupl. [tense] aor. subj. πεπῐθήσω trans., Il.22.223 :—also [dialect] Aeol. [full] πίθημι, part.πίθεις Alc.Supp. 9.4
.A [voice] Act., prevail upon, persuade, usu. by fair means, τινα Il.9.345, etc.; πεπιθεῖν φρένας Αἰακίδαο ib. 184 ;σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε 16.842
; , cf. Od.7.258, 23.337 ;Ἕκτορι θυμὸν ἔπειθε Il.22.78
: c. acc. pers. et inf., persuade one to.., ib. 223, A.Eu. 724, etc.; π. τινὰς ὥστε δοῦναι, etc., Hdt.6.5, cf. Th.3.31, etc.; ὥστε μὴ .. S.Ph. 901 ; later ἵνα .. Ev.Matt. 27.20, Plu.2.181a; π. τινὰς ὡς χρὴ.., ὡς ἔστι .., Pl.R. 327c, 364b;π. τινὰ ἐς τὴν ὁμολογίαν Th.5.76
;κοὐδείς γέ μ' ἂν πείσειεν.. τὸ μὴ ἐλθεῖν Ar.Ra.68
; πείθω ἐμαυτόν I persuade myself, am persuaded, believe, Th.6.33, And.1.70, Pl.Grg. 453b, etc.; alsoπ. τι ὠφέλιμον ὄν Th.4.17
: freq. in part., πείσας by persuasion, by fair means, opp. ἐν δόλῳ, S.Ph. 102, cf. 612; opp. βίᾳ, Trag.Adesp.402 ; πόλιν πείσας having obtained the city's consent, S. OC 1298 ;δᾶμον πείσαις λόγῳ Pi.O.3.16
; μὴ πείσας unless by leave, Pl.Lg. 844e ;οὐ πείσαντες τὸν δῆμον Aeschin.3.41
; πείθοντες, opp. βίᾳ, X.An.5.5.11 ; π. γυναῖκα, opp. βιάζεσθαι, Id.Cyr.6.1.34 ; πέπεικε, opp. ἠνάγκακε, Pl.Hipparch. 232b (butπ. ἀνάγκῃ D.C.62.16
, cf. πειθανάγκη): with neut. pron., persuade one to or of a thing,τοῦτό γε οὐκ ἔπειθε τοὺς Φωκαιέας Hdt.1.163
, cf. A.Pr. 1064 (anap.), Pl.R. 399b, etc.;ἔπειθον οὐδέν' οὐδέν A.Ag. 1212
; μὴ πεῖθ' ἃ μὴ δεῖ do not attempt to persuade me to.., S.OC 1442 ; also τοιάνδ' ἔπειθε ῥῆσιν addressed them thus, A.Supp. 615.2 prevail on by entreaty, Il. 24.219, Od.14.363 ;τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν Il.1.100
; , cf. 181, 386, Hes.Sc. 450 ;Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς Pi.O.2.80
, cf. Pl.R. 366a, Ap. 37d : c. dupl. acc.,τὸν φόρον ὑποτελῶ Ἀθηναίοισιν, ὃν ἂν πείθω Ἀθηναίους IG12.39.27
.II in bad sense, talk over, mislead,ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις Il.1.132
, cf. 6.360 ;ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς Od.2.106
, cf. 14.123 ;πεπιθοῦσα θυέλλας Il. 15.26
.2 π. τινὰ χρήμασι bribe, Hdt.8.134, Lys.21.10 ; π. ἐπὶ μισθῷ μισθῷ, Hdt.8.4, 9.33, Th.2.96, etc. ([voice] Pass.,χρήμασι πεισθείς Id.1.137
): prov.,δῶρα θεοὺς πείθει Hes.Fr. 272
; πείθειν τινά alone, Lys. 7.21, X.An.1.3.19, Act.Ap. 12.20.3 offood, tempt, Xenocr. ap. Orib. 2.58.84.B [voice] Pass. and [voice] Med., to be prevailed on, won over, persuaded, abs., Il.5.201, etc. ; imper. freq. in Trag., πείθου be persuaded, S.OC 520, El. 1015, E.Fr. 440 ; but πιθοῦ comply, S.OC 1181, El. 1207 : c. inf., to be persuaded to do, Id.Ph. 624; πείθεσθέ μοι πρύτανιν ἑλέσθαι Pl.Prt. 338a ; also πείθεσθαί τινι ὥστε .. Th. 2.2 ; ὃ.. ὑμεῖς.. ἥκιστ' ἂν ὀξέως πείθοισθε (sc. πρᾶξαι) Id.6.34 ; ἑκὼν καὶ πεπεισμένος of one's own free will, POxy. ivp 203 (iv A.D.), etc. ; τὰ μὲν παρ' ἡμῶν ἴσθι σοι πεπεισμένα we are won over to you, Ar. Th. 1170.2 πείθεσθαί τινι listen to one, obey him, Il. 1.79, etc. ; τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι π. S. Ant. 67 ; τοῖς ἄρχουσι, τῷ νόμῳ, X. Cyr. 1.2.8, An. 7.3.39 ;μᾶλλον τῷ θεῷ ἢ ὑμῖν Pl. Ap. 29d
: sts. c. dupl. dat., ἔπεσι, μύθοισι π. τινί, Il.1.150, 23.157 : without dat. pers.,ἐπείθετο μύθῳ 1.33
, cf. Od. 17.177 ; γήραϊ πείθεσθαι yield, succumb to old age, Il.23.645 ; στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί let us comply with the custom of eating, sad though the meal be, ib.48 ; νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ, of leaving off the labours of the day, 8.502 ; ἀδίκοις ἔργμασι π. Sol.4.11, 13.12.b with Adj. neut., σημάντορι πάντα πιθέσθαι obey him in all things, Od. 17.21 ; ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀΐω wherein I think some will not obey, Il.1.289, cf. 4.93, 7.48, Hdt. 6.100, etc. ;πάντ' ἔγωγε πείσομαι S.Aj. 529
;πείσομαι δ' ἃ σοὶ δοκεῖ Id.Tr. 1180
;οὐ.. πείθομαι τὸ δρᾶν Id.Ph. 1252
;μύθοις.. πεισθεὶς ἀφανῆ E. Hipp. 1288
(anap.), cf. Lys.22.3 : rarely with Noun in acc., χρήμασι πεισθῆναι [ τὴν ἀναχώρησιν] Th.2.21 (s.v.l.).3 c. gen., four times in Hdt.,πείθεσθαί τινος 1.126
, 5.29, 33,6.12, cf. E. IA 726, Th. 7.73 ;πείσθητί μευ Herod. 1.66
; κείνου.. πιθοίατο vulg. in Il.10.57.II πείθεσθαί τινι believe, trust in,πείθεθ' ἑταίρῳ Od. 20.45
;οἰωνοῖσι Il.12.238
; ;ἐνυπνίῳ Pi.O. 13.79
;λεγομένοισι Hdt. 2.146
, etc.: c. acc. et inf., believe that..,οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ' εἶναι Od. 16.192
, cf. Hdt. 1.8, etc.: c. dat. pers. et inf., π. τινὶ μὴ εἶναι χρήματα, = ὅτι χρήματα οὐκ ἔχει, X.An. 7.8.3 : withὡς, οὐ πείσονται ὡς σὺ αὐτὸς οὐκ ἠθέλησας Pl. Cri. 44c
, cf. R. 391b : with neut. Adj. or Pron., τὰ περὶ Αἴγυπτον τοῖσι λέγουσι αὐτὰ π., οὐκ ἐπείθοντο τὰ ἐσαγγελθέντα, Hdt.2.12, 8.81 ;πείθεσθε τούτῳ ταῦτα Ar. Th. 592
; ταῦτ' ἐγώ σοι οὐ πείθομαι I do not take this on your word, Pl.Ap. 25e, cf. Phdr. 235b : abs.,ὡς ἐγὼ πείθομαι Phld.Po.5.34
.b π. τινὰ ὅπως .. to believe of him, that.., E. Hipp. 1251.III [tense] pf. 2 πέποιθα trust, rely on, c. dat. pers. vel rei, Il.4.325, etc. (not freq. in early Prose, asαὑτῷ πεποιθέναι Pl. Mx. 248a
): c. dat. et inf.,οὔ πω χερσὶ πέποιθα ἄνδρ' ἀπαμύνασθαι Od. 16.71
, cf. Il.13.96, etc.: c. dat.,οἷσι.. μαρναμένοισι πέποιθε Od.16.98
: later c. inf. only, πέποιθα τοῦτ' ἐπισπάσειν κλέος I trust to win this fame, S.Aj. 769 ; αἰχμήν.. μᾶλλον θεοῦ σέβειν πεποιθώς daring to.., A. Th. 530: once in Hdt., : rarely c. acc. et inf.,πέποιθα.. τὸν πυρφόρον ἥξειν κεραυνόν A. Th. 444
;εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι 2 Ep.Cor.10.7
; π. εἴς τινας ὅτι .. Ep.Gal.5.10; ἐπί τινας ὅτι .. 2 Ep.Cor. 2.3 ;ἐπὶ χρήμασι Ev.Marc. 10.24
: abs., ὄφρα πεποίθῃς that you may feel confidence, Il.1.524, Od.13.344 ; πεποιθώς in sure confidence, LXXDe. 33.28.IV post-Hom. [tense] pf. [voice] Pass. πέπεισμαι believe, trust, c. dat., ; , etc.: c. acc. et inf., συνοίσειν ταῦτα πέπ. D.4.51, cf. Pl. R. 368a : abs.,νῦν δὲ πέπεισμαι Id.Prt. 328e
; πεπεισμένος ἔκ τινων λογίων persuaded by.., Plu.Rom. 14 ;πεπείσμεθα περὶ ὑμῶν τὰ κρείττονα Ep.Hebr.6.9
. (Cf. Lat. fido, fides.) -
8 κακός
A bad:I of persons,1 of appearance, ugly,εἶδος μὲν ἔην κακός Il.10.316
, cf. Paus.8.49.3.2 of birth, ill-born, mean,γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων.., ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν Od.4.64
;Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον.. ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσι 6.189
;οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν 22.415
;οὐδ' ἐὰν.. φανῶ τρίδουλος, ἐκφανῇ κακή S.OT 1063
; κακός τ' ὢν κἀκ κακῶν ib. 1397.3 of courage, craven, base, Il.2.365, 6.489; κακοῦ τρέπεται Χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ (called δειλὸς ἀνήρ in the line above) 13.279;Ἕκτωρ σε κ. καὶ ἀνάλκιδα φήσει 8.153
, cf. Od.3.375;κ. καὶ ἀνήνορα 10.301
;οἵτινες.. ἐγένοντο ἄνδρες κ. ἢ ἀγαθοὶ ἐν τῇ ναυμαχίῃ Hdt.6.14
;κ. καὶ ἄθυμος Id.7.11
; οὐδαμῶν κακίονες ib. 104;κακοὺς πρὸς αἰχμήν S.Ph. 1306
; ;οὐδενὶ ἐπιτρέψοντας κακῷ εἶναι X.An.3.2.31
.4 bad of his kind, i. e. worthless, sorry, unskilled,ἡνίοχοι Il. 17.487
; [ τοξότης] ἢ κ. ἢ ἀγαθός ib. 632;νομῆες Od.17.246
; κ. ἀλήτης a bad beggar, ib. 578; ; κυβερνήτης, ναύτης, E.Supp. 880, Andr. 457; : c. acc. modi, πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι I am not bad in all things, Od.8.214;κ. γνώμην S.Ph. 910
: also c. dat.,κακοὶ γνώμαισι Id.Aj. 964
: c. inf.,κ. μανθάνειν Id.OT 545
; [ νῆσος]φυτεύεσθαι κακή Trag.Adesp.393
; cf. 11.5 in moral sense, base, evil, Od.11.384, Hes.Op. 240; opp. Χρηστός, S.Ant. 520;ὦ κακῶν κάκιστε Id.OT 334
, Ph. 984;πλεῖστον κάκιστος Id.OC 744
;κ. πρός τινας Th.1.86
;εἰς φίλους E.Or. 424
codd.;περὶ τὰ Χρήματα Pl.Clit. 407c
.II of things, evil, pernicious, freq. in Hom., etc., as δαίμων, θάνατος, μοῖρα, αἶσα, κῆρες, νοῦσος, ἕλκος, φάρμακα, ὀδύναι, Od.10.64, Il.3.173, 13.602, 1.418, Od.2.316, Il.1.10, 2.723, 22.94, 5.766; Χόλος, ἔρις, Il.16.206, Od.3.161; πόλεμος, ἔπος, ἔργα, Il.4.82, 24.767, Od.2.67, al.; ἦμαρ, ἄνεμος, Il.9.251, Od.5.109; of omens and the like , unlucky, ὄρνις, ὄναρ, σῆμα, Il.24.219, 10.496, 22.30: also in Trag., κ. τύχη, δαίμων, μόρος, S.Tr. 328, A.Pers. 354, 369, etc.; of words, abusive, foul,κ. λόγοι S.Ant. 259
, cf. Tr. 461; κ. ποιμήν, i.e. the storm, A.Ag. 657: Astrol., unlucky,τόποι Heph.Astr.1.12
; κ. τύχη, name for the sixth region, Paul.Al.M.1.B κακόν, τό, and κακά, τά, as Subst., evil, ill,δίδου δ' ἀγαθόν τε κακόν τε Od.8.63
;ἀθάνατον κακόν 12.118
;ἐκ μεγάλων κακῶν πεφευγέναι Hdt.1.65
; so κ. ἄμαχον, ἄπρηκτα, Pi.P.2.76, I.8(7).8; ἔκπαγλον, ἄφερτον, ἀμήχανον, etc., A.Ag. 862, 1102, E.Med. 447, etc.; κακὸν ἥκει τινί there's trouble in store for some one, Ar.Ra. 552; δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν the least of two evils, S.OT 640, cf. OC 496; κακῶν Ἰλιάς, v. Ἰλιάς; κακόν τι ῥέξαι τινά to do harm or ill to any one, Il.2.195, etc.;πολλὰ κάκ' ἀνθρώποισιν ἐώργει Od.14.289
; κακὰ φέρειν, τεύχειν τινί, Il.2.304, Hes.Op. 265; κακόν τι (or κακὰ) ποιεῖν τινα (v. δράω, ποιέω, ἐργάζομαι) ; κακὸν πάσχειν ὑπό τινος to suffer evil from one, Th.8.48, etc.: in Trag. freq. repeated, κακὰ κακῶν, = τὰ κάκιστα, S.OC 1238 (lyr.); (lyr.);δεινὰ πρὸς κακοῖς κακά Id.OC 595
, cf. Ant. 1281;δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς A.Pers. 1041
(lyr.).2 κακά, τά, evil words, reproaches,πολλά τε καὶ κακὰ λέγειν Hdt.8.61
, cf.A.Th. 571, S.Aj. 1244,Ph. 382, etc.3 Philos., κακόν, τό, Evil, Stoic.3.18, al., Plot.1.8.1, al.4 of a person, pest, nuisance,τουτὶ παρέξει τὸ κ. ἡμῖν πράγματα Ar.Av. 931
; also, comically, ὅσον συνείλεκται κακὸν ὀρνέων what a devil of a lot of birds, ib. 294.C degrees of Comparison:1 regul. [comp] Comp. in [dialect] Ep.,κακώτερος Od.6.275
, 15.343, Theoc.27.22, A.R.3.421, etc.: also in late Prose, Alciphr.3.62: irreg. κακίων, ον [with [pron. full] ῐ], Od.2.277, Thgn.262, etc., with [pron. full] ῑ in Trag., exc. E.Fr. 546 (anap.);κακῑότερος AP12.7
([place name] Strato).2 [comp] Sup.κάκιστος Hom.
, etc.--Cf. also Χείρων, Χείριστος, and ἥσσων, ἥκιστος.D Adv. κακῶς ill,ἢ εὖ ἦε κακῶς Il.2.253
, etc.; κακῶς ποιεῖν τινα to treat one ill; κακῶς ποιεῖν τι to hurt, damage a thing; κακῶς ποιεῖν τινά τι to do one any evil or harm; κ. πράσσειν to fare ill, A.Pr. 266, etc.;κάκιον ἢ πρότερον πράττειν And.4.11
;κ. ἔχειν Ar.Ra.58
, etc.; of illness, Ev.Matt.4.24; rarelyκακῶς πάσχειν A.Pr. 759
, 1041 (anap.); Χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι κ. Hdt.1.8;κ. ὄλοισθε S.Ph. 1035
, etc.; with play on two senses,ὡς κ. ἔχει ἅπας ἰατρός, ἂν κ. μηδεὶς ἔχῃ Philem.Jun.2
; κ. ἐρεῖν τινά, λέγειν τὴν πόλιν, Mimn.7.4, Ar.Ach. 503; κ. εἰδότες, = ἀγνοοῦντες, X.Cyr.2.3.13, Isoc.8.32, cf. Hyp.Eux.33; κακῶς ἐκπέφευγα I have barely escaped, D.21.126: [comp] Comp.κάκιον Hdt.1.109
, S.OT 428, And.l.c., Pl.Mx. 236a, etc.: [comp] Sup. , Pax2, Pl.R. 420b, etc.2 Adv. and Adj. freq. coupled in Trag., [dialect] Att., etc.,κακὸν κακῶς νιν.. ἐκτρῖψαι βίον S.OT 248
;κακὸς κακῶς ταφήσῃ E.Tr. 446
(troch.);ἀπό σ' ὀλῶ κακὸν κακῶς Ar.Pl.65
, cf. Eq. 189, 190, D.32.6, Procop.Pers.1.24;κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς Ev.Matt.21.41
;κακοὺς κάκιστα S.Aj. 839
; in reversed order, ; with intervening words,κακῶς.. ἀπόλλυσθαι κακούς S.Ph. 1369
, cf. E.Cyc. 268, Ar.Eq.2. (Perh. cogn. with Avest. kasu-, [comp] Comp. kasyah-, [comp] Sup. kasišta- 'small', Lith. nukašëti 'grow feeble, thin', Germ. hager.) -
9 ἐξερύω
ἐξερύω, [dialect] Ion. [full] ἐξειρύω, [tense] aor.1 ἐξείρῠσα, [dialect] Ep. ἐξέρῠσα and ἐξείρυσσα; also ἐξερύσασκον (v. infr.):—A draw out of,βέλος.. ἐξέρυσ' ὤμου Il.5.112
;ἰχθύας, οὕς θ' ἁλιῆες.. πολιῆς ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν Od.22.386
, cf. Hdt.1.141; ; snatch out of,ἐξείρυσε χειρὸς τόξον 23.870
; but τὸν.. λαβὼν ποδὸς ἐξερύσασκε by the foot, 10.490; draw out,τοὺς δ' ἐξείρυσσαν Ἀχαιοί 13.194
; tear out,μήδεά τ' ἐξερύσας Od.18.87
;τὴν γλῶσσαν ἐξειρύσας Hdt.2.38
. (Pres. supplied by ἐξέλκω.)
См. также в других словарях:
Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… … Wikipedia
χηραμός — και χαραμός και χειραμός και χηλαμός, ὁ, πληθ. και ετερογενής τ. χηραμά, τὰ, Α 1. τρύπα, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα («σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας», Λυκόφρ.) 2. η λαβή τού ξίφους («εἰς τὸν χηραμὸν τῆς κώπης ἀνέδραμε, μόνην δὲ καταλείπει… … Dictionary of Greek
gher-3, ghrē- : ghrō- : ghrǝ- — gher 3, ghrē : ghrō : ghrǝ English meaning: to come out, stick out Deutsche Übersetzung: “hervorstechen”, von Pflanzentrieben or stacheln, Borsten, von Erderhebungen, Kanten etc. Note: (probably identical with ghrē : ghrō : ghrǝ… … Proto-Indo-European etymological dictionary