Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπιόψομαι

См. также в других словарях:

  • επιόψομαι — ἐπιόψομαι (Α) ποιητ. τ. μέλλ. αντί ἐπόψομαι (ή επικ. αόρ. υποτ. τού αορ. α’ ἐπιωψάμην) 1. θα εκλέξω («τοὺς ἂν ἐγὼν ἐπιόψομαι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιόψονται προχειρίσονται προΐδωσιν ἐπιλέξωνται». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ΙΕ ρίζα *οp «εκλέγω …   Dictionary of Greek

  • ἐπιόψομαι — ἐπϊόψομαι , ἐποράω aor subj mid 1st sg (epic) ἐπϊόψομαι , ἐποράω fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • op-2 —     op 2     English meaning: to choose; to suggest     Deutsche Übersetzung: “auswählen, den Vorzug geben, vermuten”     Material: Gk. ἐπιόψομαι to ἐπι οπ “wählen, auslesen”; Lat. *opere is through *praed opiont (Festus p. 205 praedotiont )… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»