Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρημάτων

См. также в других словарях:

  • χρημάτων — χρη̱μάτων , χρῆμα need neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστικός — ή, ό / χρηματιστικός, ή, όν, ΝΑ [χρηματίζω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματιστή («χρηματιστικές εργασίες») 2. φρ. α) «χρηματιστικό κεφάλαιο» (οικον.) το χρηματιστηριακό κεφάλαιο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… …   Dictionary of Greek

  • Hellenotamiai — Die Hellenotamiai (griechischer Plural Ἑλληνοταμίαι = Hellēnota míai, zusammengesetzt aus Ἕλληνο von Ἕλλην = Hellene, Grieche; ταμίαι Plural zu ταμίας = Verwalter, Zahlmeister) bildeten in der Antike ein Kollegium athenischer Beamter, das für die …   Deutsch Wikipedia

  • NOTHUS apud Athenienses dicebatur — qui matre cive natus non erat, iuxta legem: Νόθον εἶναι τὸν μὴ ἐξ ἀςτῆς γεγονότα, cuius meminit ἱςτορικῶν ὑπομνημάτων l. 3. Carystius. Unde qui ex peregrina, vel pellice generabantur, Nothi erant, soli vero illi legitimi habebantur filii, qui ἐκ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… …   Dictionary of Greek

  • είσπραξη — η (AM εἴσπραξις) συγκέντρωση, παραλαβή οφειλόμενων χρημάτων ή φόρων («είσπραξη σε είδος») νεοελλ. το ποσό τών χρημάτων που εισπράχθηκαν («μέτρησε την είσπραξη») μσν. συνέπεια ενός κακού, τιμωρία αρχ. στρατολογία …   Dictionary of Greek

  • εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… …   Dictionary of Greek

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»