Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γλώσσης

См. также в других словарях:

  • γλώσσης — γλῶσσα tongue fem gen sg (attic epic ionic) γλῶσσα tongue fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή. — См. С тобой разговориться, что меду напиться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Θησαυρός της ελληνικής γλώσσης — Τίτλος πολύτομου λεξικού της ελληνικής γλώσσας, που έγραψε και δημοσίευσε το 1572 ο γνωστός Γάλλος φιλόλογος και εκδότης Ανρί Ετιέν, γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Ερρίκος Στέφανος. Περιλαμβάνει περισσότερες από 100.000 λέξεις (πολλές από… …   Dictionary of Greek

  • Κιβωτός της ελληνικής γλώσσης — Μεγάλο λεξικό της ελληνικής γλώσσας, που ξεκίνησε να εκδίδεται στις αρχές του 19ου αι. Το απαραίτητο για την έκδοσή του ποσό παραχωρήθηκε από τους αδελφούς Ζωσιμάδες στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Το αρχικό σχέδιο σύνταξης… …   Dictionary of Greek

  • Georgios N. Chatzidakis — Georgios Nikolaou Chatzidakis (griechisch Γεώργιος Νικολάου Χατζιδάκις, auch in der Transkription Hatzidakis; * 1848 in Myrthios, Kreta; † 1941 in Athen) war ein griechischer Sprachwissenschaftler sowie Neogräzist und Freiheitskämpfer. Er… …   Deutsch Wikipedia

  • Gramática de la lengua común de los griegos — Γραμματικῆ τῆς κοινῆς τῶν Ἑλλήνων Γλώσσης Gramática de la lengua común de los griegos Autor Nikoláos Sofianós Tema(s) Gramática griega Publicado en …   Wikipedia Español

  • Nikoláos Sofianós — o Nikolaos Sophianos (en griego Νικολάος Σοφιανός) fue un humanista, gramático y cartógrafo griego del Renacimiento. Nació en Corfú hacia 1500 y murió en Venecia después de 1551.[1] Se le conoce sobre todo por ser el primer autor conocido de una… …   Wikipedia Español

  • Τζάρτζανος, Αχιλλέας — (Τίρναβος 1873 – Αθήνα 1946). Έλληνας φιλόλογος και γλωσσολόγος. Ύστερα από τις εγκύκλιες σπουδές του στον Τίρναβο και στη Λάρισα, φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, της οποίας αναγορεύτηκε (1900) αριστούχος διδάκτορας.… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»