-
1 λογισμός
λογισμός, οῦ, ὁ (Thu. +).① the product of a cognitive process, calculation, reasoning, reflection, thought in our lit. in pl. W. ἔννοιαι thoughts and sentiments Pol 4:3 (Ath. 9, 1). μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λ. κατηγορούντων as their thoughts accuse one another Ro 2:15 (here the thoughts are personified as prosecution and defense; Straub 30; cp Pr 19:21). Not infreq. in an unfavorable sense (as e.g. Vett. Val. 49, 8; 173, 11; λ. κακοί Pr 6:18; cp. Wsd 1:3, 5; 11:15) οἱ προκατέχοντές σου τὴν διάνοιαν λογισμοί the (prejudiced) thoughts that preoccupy your mind Dg 2:1. λογισμοὶ ἐθνῶν the designs of nations 1 Cl 59:3. λογισμοὺς καθαιροῦντες we demolish sophistries 2 Cor 10:4.② the capability of reasoning, reasoning power, wisdom (Epicurus in Diog. L. 10, 132 νήφων λογισμός=sober reasoning; TestGad 6:2 τὸ πνεῦμα τοῦ μίσους ἐτάρασσέ μου τὸν λογισμὸν πρὸς τὸ ἀνελεῖν αὐτόν; TestJob 21:4 ἀνελάμβανον λογισμὸν μακρόθυμον; Jos., Bell. 2, 31; Just., A I, 17, 3 al.) ἄνθρωπος αἴσθησιν ἔχει κ. λογισμόν a pers. has the power to feel and think Dg 2:9 (λ. w. αἴσθησις as Philo, Praem. 28).—DELG s.v. λέγω B 2. M-M. TW. Sv. -
2 λογισμός
λογισμός, ὁ, das Rechnen, die Berechnung; αἰσϑόμενος ἐκ λογισμοῦ τῶν ἡμερῶν, ὅτι ὕστερον ἀφεστήκοιεν Thuc. 4, 122, vgl. 3, 20; καὶ ἀριϑμός, Plat. Phaedr. 274 c; neben ἀστρονομία καὶ γεωμετρία, also die Rechenkunst, Prot. 318 e, wie λογισμοί Xen. Mem. 4, 7, 8; λογισμὸν ἀποφαινόμενος, eine Berechnung angebend, 4, 2, 21; ὅταν περὶ χρημάτων ἀνηλωμένων καϑεζώμεϑα ἐπὶ τοὺς λογισμούς, – ἐπειδὰν ὁ λ. συγκεφαλαιωϑῇ, wenn die Rechnung zusammengezogen, – ὅ, τι ἂν αὐτὸς ὁ λ. αἱρῇ, was auch das Ergebniß der Rechnung sein mag, Aesch. 3, 59. – Uebertr., Erwägung, Ueberlegung, Nachdenken, Schluß; τοῦ ξυμφέροντος, Thuc. 2, 40; ἄνευ λογισμοῦ καὶ νοῦ, Plat. Rep. IX, 586 d; λογισμὸν ἔχειν περί τινος, Legg. VII, 805 a; διὰ λογισμοῦ, im Ggstz von δι' αἰσϑήσεων, Soph. 248 a; οὐ λογισμῷ δόντες τοὺς κινδύνους, die Gefahren nicht berechnend, ohne die Gefahren in Betracht zu ziehen, Lys. 2, 23; μὴ τοιοῠτός τις ὑμῖν λ. ἐμπέσῃ, Dem. 21, 129. – Vernünftige Ueberlegung, Vernunft, im Ggstz von ϑυμός, wie Thuc. sagt οἱ λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι, ϑυμῷ πλεῖστα εἰς ἔργον καϑίστανται, 2, 11, wie Pol. 2, 35, 3; u. Dem. ὀργῇ καὶ τρόπου προπετείᾳ φϑάσας τὸν λογισμόν, 21, 38; Sp., wie Plut.
-
3 λογισμος
ὅ1) счет, подсчет, счисление(τῶν ἡμέρων Thuc.; ἐν λογισμῷ ἁμαρτάνειν Plat.)
2) pl. искусство счета, арифметика(λογιομοὺς μανθάνειν Xen.; λογισμούς τε καὴ γεωμετρίαν διδάσκειν Plat.)
3) расчет, учет, соображениеτοιῷδε λογισμῷ Xen. — с таким расчетом;καθιστάναι τινά ἐς λογισμόν Thuc. — заставить кого-л. принять во внимание4) рассуждение, размышление5) способность суждения, разум -
4 λογισμός
λογισμόςcounting: masc nom sg -
5 λογισμός
λογισμός οпомысел: -
6 λογισμός
λογισμός, ὁ, das Rechnen, die Berechnung; neben ἀστρονομία καὶ γεωμετρία, also die Rechenkunst; λογισμὸν ἀποφαινόμενος, eine Berechnung angebend; ὅ, τι ἂν αὐτὸς ὁ λ. αἱρῇ, was auch das Ergebnis der Rechnung sein mag. Übertr., Erwägung, Überlegung, Nachdenken, Schluß; οὐ λογισμῷ δόντες τοὺς κινδύνους, die Gefahren nicht berechnend, ohne die Gefahren in Betracht zu ziehen. Vernünftige Überlegung, Vernunft, im Ggstz von ϑυμός -
7 λογισμός
ο1) вычисление, исчисление;ολοκληρωτικός (διαφορικός) λογισμός — интегральное (дифференциальное) исчисление;
2) мысль, дума; размышление;πού τρέχει ο λογισμός σου; — о чём ты думаешь?;
όλοι οι λογισμοί μου στρέφονται σε σένα — все мой мысли обращены к тебе;
3) логическое суждение -
8 λογισμός
ὁ λογισμός подсчет, расчет; соображение -
9 λογισμός
{сущ., 2}рассуждение, размышление, соображение, решение, мысль (Рим. 2:15; 2Кор. 10:5).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λογισμός
-
10 λογισμός
{сущ., 2}рассуждение, размышление, соображение, решение, мысль (Рим. 2:15; 2Кор. 10:5).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λογισμός
-
11 λογισμός
рассуждение, размышление, соображение, решение, мысль.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λογισμός
-
12 λογισμός
-
13 λογισμός
[логизмос] ουσ. а. мысль, намерение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λογισμός
-
14 λογισμός
-οῦ + ὁ N 2 0-0-12-14-89=115 Is 66,18; Jer 11,19; 18,11.18; 27(50),45reasoning, deliberation Prv 15,22; reason, conclusion Eccl 7,27; thought Ps 32 (33),11; plan Jdt 8,14οὐκ ἔστιν αὐτοῦ ὁ βίος ἐν λογισμῷ ζωῆς his life is not reckoned as life Sir 40,29; ἐλογίσαντο λογισμόν πονηρόν they devised an evil plan (semit., rendering MT בותשׁמח בושׁח) Jer 11,19, see also Jer 18,11.18, 30(49),30, 36(29),11, Ez 38,10, DnTh 11,24. 25, cpr. 1 Mc 11,8→ TWNT -
15 λογισμός
[логизмос] ουσ α мысль, намерение. -
16 λογισμός
λογ-ισμός, ὁ,A counting, calculation,τῶν ἡμερῶν Th.4.122
;τυγχάνειν τοῦ ἀληθοῦς λ. Id.3.20
;ἐκ τοιοῦδε λ. ἔξεστί τῳ σκοπεῖν Id.5.68
;ἐν λ. ἁμαρτάνειν Pl.R. 340d
;ἀριθμὸς καὶ λ. Id.Phdr. 274c
;ἐπὶ λογισμὸν ἐλθόντες Id.Euthphr.7b
;καθέζεσθαι ἐπὶ τοὺς λ. Aeschin.3.59
: in pl., numbers, arithmetic,λογισμοὺς μανθάνειν X.Mem.4.7.8
;λογισμούς τε καὶ ἀστρονομίαν καὶ γεωμετρίαν.. διδάσκειν Pl.Prt. 318e
, cf. R. 510c, al.II without reference to number, calculation, reasoning,τοῦ ξυμφέροντος λογισμῷ Th.2.40
;καθιστάναι τινὰς ἐς λ. Id.6.34
;λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι Id.2.11
;ἐνδέχεταί τι λογισμόν Id.4.92
; λ. αὐτοκράτορι (v.αὐτοκράτωρ 1.4
) ib. 108;οὐ λογισμῷ δόντες τοὺς κινδύνους Lys.2.23
;λογισμὸν περί τινος ἔχειν Pl. Lg. 805a
;ὅσον ἦν ἀνθρωπίνῳ λ. δυνατόν D.18.300
, cf. 193;τοῖς λ. τοῖς ἰδίοις πταίων ἀεί Men.380
; , cf. Philem.90.10, etc.; personified, opp. Θυμός, Cleanth.Stoic. 1.129.III reasoning power, [Epich.] 257.1, Democr. 187, X.Mem.4.3.11, Epicur. Sent.16, al.: freq. in Arist., τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος [ζῇ]καὶ τέχνῃ καὶ λογισμοῖς Metaph. 980b28
, cf. de An. 415a8, al.—Only in Prose and Com.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογισμός
-
17 λογισμός
calculusΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λογισμός
-
18 προ-συλ-λογισμός
προ-συλ-λογισμός, ὁ, ein Syllogismus, dessen Folgerung der Vordersatz eines andern wird, Arist. An. pr. 1, 25; Rhett.
-
19 παρα-λογισμός
παρα-λογισμός, ὁ, falsche Rechnung, Betrug durch falsche Rechnung, falscher Schluß, Arist. pol. 2, 3 u. öfter; die VLL. erkl. ἀπάτη λογισμοῦ. Uebh. Betrug, Pol. 1, 81, 8 u. a. Sp.
-
20 περι-λογισμός
περι-λογισμός, ὁ, = ἐπιλογισμός, so las D. Hal. ad Amm. 2, 3 bei Thuc.
См. также в других словарях:
λογισμός — counting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
λογισμός — ο 1. σκέψη, στοχασμός: Ο λογισμός του έτρεχε στα παιδιά του που είχε να τα δει χρόνια. 2. (μαθημ.), υπολογισμός: Διαφορικός λογισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λογισμός — ảγνισμός. — λογισμός ảγνισμός. См. Признанье сестра покаянью … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
ολοκληρωτικός λογισμός — Βλ. λ. απειροστικός λογισμός … Dictionary of Greek
συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε … Dictionary of Greek
λογισμοῖς — λογισμός counting masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογισμοί — λογισμός counting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογισμοῦ — λογισμός counting masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογισμούς — λογισμός counting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)