-
1 βίβλος
βίβλος, ου, ἡ (Aeschyl., Hdt.+; also s. Preisigke, Fachwörter) ‘book’, later esp. ‘sacred, venerable book’ (Pla., Rep. 364e; Lucian, Philops. 12, M. Peregr. 11; Ps.-Lucian, Amor. 44; Celsus 1, 16; PParis 19, 1; POxy 470, 24; PGM 3, 424 ἱερὰ βίβλος, 13, 15 Ἑρμῆς ἐν ἑαυτοῦ ἱερᾷ βύβλῳ [=βίβλῳ], lines 231, 232f; EpArist 316; L’Ànnée Épigraphique 1977, ’81, no. 840, 12 [III A.D.]; SibOr 3, 425).① a specific composition or class of composition, book (β. τῆς διαθήκης Did., Gen. 121, 23) β. Μωϋσέως (1 Esdr 5:48; 7:6, 9) Mk 12:26; β. λόγων (cp. Tob 1:1) Ἠσαί̈ου Lk 3:4; β. ψαλμῶν (subscription of Psalter in Sahidic version: ARahlfs, Psalmi cum Odis ’31, 340; β. τῶν ψ. Orig., C. Cels. 4, 49, 39) 20:42; Ac 1:20. Gener. β. τῶν προφητῶν 7:42.—Pl. PtK 4 p. 15, 30; β. ἱεραί (Diod S 1, 70, 9; 34+35 Fgm. 1, 4 [in the latter passage of the sacred scriptures of the Jews]; Ael. Aristid. 45, 29 K.=8 p. 95 D.; OGI 56, 70; 2 Macc 8:23; Philo; Jos., Ant. 2, 347; 3, 81; 105; Orig., C. Cels. 4, 17, 14—sg. in PGM s. above) 1 Cl 43:1. Of books of magic (Ps.-Phoc. 149; PGM 13, 739; s. Field, Notes 129; so βιβλία Celsus 6, 40) Ac 19:19 (cp. Dssm., Baudissin Festschr. 1917, 121–24).—RAC II 664–731; BHHW I 276–79.—β. γενέσεως Ἰησοῦ Χ. Mt 1:1 s. γένεσις 3 and Goodsp., Probs. 9f; EKrentz, The Extent of Matthew’s Prologue, JBL 83, ’64, 409–14.② a book of accounts, record-book, esp. β. τῆς ζωῆς book of life Phil 4:3; Rv 3:5 (cp. Ex 32:32f; JosAs 15:3); 13:8 v.l.; 20:15. Pl. Hv 1, 3, 2. More exactly β. ζώντων 1 Cl 53:4; Hs 2:9; judgment will be rendered on the basis of books. See Bousset, Rel.3 258; BMeissner, Babylonien u. Assyrien II 1925, 124ff; LRuhl, De Mortuorum Judicio 1903, 68, 101ff; WSattler, ZNW 21, 1922, 43–53; LKoep, D. himmlische Buch in Antike u. Christentum, ’52.—Straub 34. DELG s.v. βύβλος. M-M. New Docs 2, 84. TW. Sv. -
2 βίβλος
-
3 βιβλος
ἥ1) кора, преимущ. папируса Plat.2) книга, сочинение Eur., Arst., Dem.3) книга, раздел, глава Polyb., Diod., Luc. -
4 βίβλος
βίβλοςfem nom sg -
5 Βίβλος
Βίβλος ηБиблия – Священное Писание, Ветхий и Новый Завет, см. γραφή 2 -
6 βίβλος
βίβλος, Bast der Papyrusstaude; daraus gemachtes Papier; Buch -
7 βίβλος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βίβλος
-
8 βίβλος
η1):λευκή (πρασίνη, κυανή, κίτρινη) βίβλος — полит. белая (зелёная, голубая, жёлтая) книга;
2) библия;3) бот. луб -
9 βίβλος
ἡ βίβλος книга (ср. τὰ βιβλία Библия; библиотека) -
10 βίβλος
{сущ., 13}книга, свиток.Ссылки: Мф. 1:1; Мк. 12:26; Лк. 3:4; 20:42; Деян. 1:20; 7:42; 19:19; Флп. 4:3; Откр. 3:5; 13:8; 20:15; 22:19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βίβλος
-
11 βίβλος
{сущ., 13}книга, свиток.Ссылки: Мф. 1:1; Мк. 12:26; Лк. 3:4; 20:42; Деян. 1:20; 7:42; 19:19; Флп. 4:3; Откр. 3:5; 13:8; 20:15; 22:19.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βίβλος
-
12 βίβλος
книга, свиток.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βίβλος
-
13 Βίβλος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Βίβλος
-
14 Βίβλος
[вивлос] ουσ. θ. БиблияΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Βίβλος
-
15 βίβλος
-ου + ἡ N 2 4-2-1-8-15=30 Gn 2,4; 5,1; Ex 32,32.33; Jos 1,8scroll, book Ex 32,32; letter Jer 36(29),1 τὴν ἱερὰν βίβλον the holy book 2 Mc 8,23 see βύβλος→NIDNTT; TWNT -
16 Βίβλος
[вивлос] ουσ θ Библия. -
17 βίβλος
biblia (f) rzecz. -
18 πεντά-βιβλος
πεντά-βιβλος, aus fünf Büchern bestehend, Euseb.
-
19 πολύ-βιβλος
πολύ-βιβλος, von vielen Büchern od. Bänden, ἱστορία, Ath. VI, 249 a.
-
20 τετρά-βιβλος
τετρά-βιβλος, aus vier Büchern bestehend, Titel eines Werkes des Ptolemäus, Buttm. Mus. der Alterthumsw. II, 3 p. 485 ff.
См. также в других словарях:
βίβλος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλος — I Η Αγία Γραφή (βλ. λ.). II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 740 κάτ.) της Νάξου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νάξου του νομού Κυκλάδων. * * * η (AM βίβλος, Α και βύβλος) Βίβλος, η τα βιβλία της Αγίας Γραφής … Dictionary of Greek
βίβλος — η 1. η φλούδα του φυτού πάπυρος. 2. συλλογή επίσημων εγγράφων που αναφέρονται σε κάποιο διπλωματικό ζήτημα και στοχεύει στη διαφώτιση της κοινής γνώμης: Τα εγκλήματα του β΄ παγκόσμιου πόλεμου εκδόθηκαν σε μαύρη βίβλο. 3. η Αγία Γραφή: Ξέρει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίβλος ή βιβλική ζώνη — (Βιολ.). Δευτερογενής ιστός στους βλαστούς και στις ρίζες των φυτών, ο οποίος παράγεται από το κάμβιο και αποτελείται από ηθμώδη αγγεία (ηθμοσωλήνες), συνοδευόμενα από βιβλικές ίνες και βιβλικό παρέγχυμα. Γενικά, σχηματίζει φυλλοειδή στρώματα, με … Dictionary of Greek
Βίβλος, Χρυσή — (Libro d’ Oro). Επίσημο βιβλίο πολλών, κυρίως αυτόνομων πόλεων της Ιταλίας· ουσιαστικά, ένας κατάλογος ονομάτων των ευγενών οικογενειών, στον οποίο τα ονόματα και τα επώνυμά τους ήταν γραμμένα με χρυσά γράμματα. Η X.Β. καθόριζε έτσι επίσημα τη… … Dictionary of Greek
Χρυσή Βίβλος — Βιβλίο στο οποίο καταγράφονταν στη Βενετία τα ονόματα των ευγενών. Η ελληνική ονομασία είναι μετάφραση του ιταλικού Libro d’Oro (Λίμπρο ντ’ Όρο). Στη X.Β. επί ενετοκρατίας είχαν συμπεριληφθεί και πολλά ονόματα Επτανησίων και Κρητικών, στους… … Dictionary of Greek
βίβλε — βίβλος fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλοι — βίβλος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλοιο — βίβλος fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλοις — βίβλος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίβλοισι — βίβλος fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)