Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πολλὰ+πολλοῖς+δ

  • 1 πολύς

    πολύς, [dialect] Att. πολλή, πολύ; gen. πολλοῦ, ῆς, ou=; dat. πολλῷ, ῇ, ῷ; acc. πολύν, πολλήν, πολύ:—[dialect] Ion. [full] πολλός Anacr.43.3,
    A

    πολλή, πολλόν Xenoph.9

    , Democr.219, Hp.VM1, Herod.3.19; also in Trag., S.Ant.86, Tr. 1196; acc. πολλόν, πολλήν, πολλόν: Hdt. uses the [dialect] Ion. forms, but codd. have

    πολύν 2.121

    .δ, 3.57, v.l. in 6.125,

    πολύ 2.106

    ,3.38,6.72,7.46, 160 ( πολύ also in Heraclit.114, Democr. 244):—both sets of forms are found in [dialect] Ep., also gen. sg.

    πολέος Il.4.244

    , etc.: nom. pl.

    πολέες 2.417

    , al., once [var] contr.

    πολεῖς 11.708

    ; gen. πολέων (trisyll.) 5.691, (disyll.) 16.655; dat.

    πολέσι 10.262

    ,al.;

    πολέσσι 13.452

    , al.;

    πολέεσσι 9.73

    , Od.5.54, Hes.Op. 119, etc.; acc. πολέας (trisyll.) Il.3.126, etc., (disyll.) 1.559,2.4, Hes.Op. 580 (freq. with v.l. πολεῖς Il.15.66, etc.); in later [dialect] Ep. πολέες is used as fem., Call.Del.28, also

    πολέας Id.Dian.42

    , A.R.3.21; neut.

    πολέα Q.S.1.74

    (v. infr.):—[dialect] Ep. also have [full] πουλύς (once in Hes., Th. 190, also Thgn. 509, sts. fem. in Hom.,

    πουλὺν ἐφ' ὑγρήν Il.10.27

    ,

    ἠέρα πουλύν 5.776

    ), neut.

    πουλύ Od.19.387

    ; these forms are found in codd. of Hp. and Aret. (who uses πολύ, πουλύ and πολλόν in neut.), but not in Hdt.:— Lyr. and Trag. (lyr.) sts. use [dialect] Ep. forms, dat. sg.

    πολεῖ A.Supp. 745

    ; nom. pl.

    πολέες B.10.17

    ; neut.

    πολέα A.Ag. 723

    ;

    πολέων E.Hel. 1332

    (fem., B.5.100); dat. pl.

    πολέσι E.IT 1263

    . [ῠalways.]
    I of Number, many, Il.2.417, etc.; ἐκ πολλῶν, opp. ἐξὀλίγων, Hes.Th. 447; τριηκόντων ἐτέων πόλλ' ἀπολείπων wanting many of thirty years, Id.Op. 696;

    παρῆσάν τινες, καὶ πολλοί γε Pl.Phd. 58d

    ;

    οὐ πολλοί τινες A.Pers. 510

    : with Nouns of multitude,

    πουλὺς ὅμιλος Od.8.109

    ;

    πλῆθος πολλόν Hdt.1.141

    ;

    ἔθνος πολλόν Id.4.22

    ; later πουλὺ.. ἐπ' ἔτος many a year, AP6.235 (Thall.);

    π. ἦν ὁ καταπλέων Plb.15.26.10

    ; of anything often repeated,

    περὶ σέο λόγος ἀπῖκται π. Hdt.1.30

    ;

    πολλὸν ἦν τοῦτο τὸ ἔπος Id.2.2

    , cf. 3.137, etc.;

    πολὺ.. τὸ σὸν ὄνομα διήκει πάντας S.OC 305

    ;

    τούτῳ πολλῷ χρήσεται τῷ λόγῳ

    often,

    D.21.29

    ; τοῦτο ἐπιεικῶς πολὺ νῦν ἐστι is fairly frequent, Luc.Hist.Conscr.15.
    2 of Size, Degree, Intensity, much, mighty, ὄμβρος, νιφετός, Il.10.6;

    π. ὕπνος Od.15.394

    ;

    πῦρ.. π. 10.359

    ; π. ὑμέναιος a loud song, Il.18.493; π. ὀρυμαγδός, ῥοῖζος, etc., 2.810, Od.9.315, etc.; π. ἀνάγκη strong necessity, E.Ph. 1674; π. γέλως, βοή, much or great, S.Aj. 303, 1149; μωρία ib. 745; ὄλβος, αἰδώς, A.Pers. 251, Ag. 948;

    ἀσφάλεια Th.2.11

    ; ἀλογία, εὐήθεια, Pl.Phd. 67e, Phdr. 275c, etc.
    b rarely of a single person, great, mighty,

    μέγας καὶ πολλὸς ἐγένεο Hdt.7.14

    , cf. E.Hipp.1; ὁ π. σοφιστής, στρατηγός, Chor.p.23 B., Id.in Rev.Phil.1.68;

    ὁ πάντα π. Id.p.27

    B.; ὁ πολύς alone, of Hippocrates, Gal.19.530; of Trajan, Lyd.Mag.2.28;

    ῥώμην σώματος πολύς D.H.2.42

    .
    c joined with a Verb, Κύπρις γὰρ οὐ φορητός, ἢν πολλὴ ῥυῇ if she flow with full stream, metaph. from a river, E.Hipp. 443;

    θρασυνομένῳ καὶ πολλῷ ῥέοντι D. 18.136

    ; from the wind, ὡς π. ἔπνει καὶ λαμπρός was blowing strong and fresh, Id.25.57, cf. Ar.Eq. 760, AP11.49 (Even.): generally, with might or force,

    ὅταν ὁ θεὸς.. ἔλθῃ πολύς E.Ba. 300

    ;

    ἢν π. παρῇ Id.Or. 1200

    ;

    π. καὶ τολμηρὸς ἅνθρωπος D.40.53

    : with part. and εἰμί, πολλὸς ἦν λισσόμενος was all entreaties, Hdt.9.91;

    ἦν πολλὸς ὑπὸ παντὸς ἀνδρὸς αἰνεόμενος Id.1.98

    ;

    Ἐτεοκλέης ἂν εἷς π... ὑμνοῖθ' A.Th.6

    ;

    π. ἐνέκειτο λέγων Hdt.7.158

    ;

    π. τοῖς συμβεβηκόσιν ἔγκειται D.18.199

    ; also

    π. ἦν ἐν τοῖσι λόγοισι Hdt.8.59

    ;

    πρὸς ταῖς παρασκευαῖς Plb.5.49.7

    ;

    ἐπὶ τῇ τιμωρίᾳ D.S.14.107

    : without a Prep.,

    π. ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής Aeschin.2.41

    ; π. μὲν γὰρ ὁ Φίλιππος ἔσται will be often mentioned, Id.1.166.
    3 of Value or Worth,

    πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562

    , cf. Od.8.405;

    πολλοῦ ἄξιος X.An.4.1.28

    , etc.;

    πολλῶν ἄξιος Ar. Pax 918

    ; περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι, Lat. magni facere, cf.

    περί A.

    IV; ἐπὶ πολλῷ at a high price, D.8.53;

    ἐπὶ π. ἐρραθυμηκότες Id.1.15

    ; πολύ ἐστί τι it is worth much, of great conscquence, X.Oec.18.7.
    4 of Space, large, wide, π. χώρη, πεδίον, Il.23.520,4.244, etc.; πόντος, πέλαγος, Hes.Op. 635, S.Ph. 635;

    χῶρος πλατὺς καὶ π. Hdt.4.39

    ; λίμνη μεγάλη τε καὶ π. ib. 109;

    π. ἡ Σικελία Th. 7.13

    ;

    π. ἡ Ἑλλάς Pl.Phd. 78a

    , etc.; πολλὸς ἔκειτο he lay outstretched wide, Il.7.156, cf. 11.307; π. κέλευθος a far way, A.Pers. 748 (troch.): without

    ὁδός, πολλὴ μὲν εἰς Ἡράκλειαν.., πολλὴ δὲ εἰς Χρυσόπολιν.. X.An.6.3.16

    : διὰ πολλοῦ, ἐκ πολλοῦ, v. infr. IV.
    5 of Time, long,

    χρόνος S.Aj. 1402

    (anap.), etc.;

    πολὺν χρόνον Il.2.343

    , etc.;

    οὐ π. χρ. S.Ph. 348

    , etc.; so

    πολλοῦ χρόνου Ar.Pl.98

    ;

    χρόνῳ πολλῷ S.Tr. 228

    ; διὰ πολλοῦ (sc. χρόνου) Luc.Nec.15;

    ἐκ πολλοῦ Th.1.58

    , D. 21.41; πρὸ πολλοῦ long before, D.S.14.43;

    οὐ μετὰ πολύ Luc.Tox.54

    ; ἔτι πολλῆς νυκτός while still quite night, Th.8.101; πολλῆς ὥρας late in the day, Plb.5.8.3;

    ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35

    ;

    ἔτι ἔστιν ἡμέρα πολλή LXX Ge.29.7

    .
    II Special usages:
    1 c. partit.gen., e.g. πολλοὶ Τρώων, for πολλοὶ Τρῶες, Il.18.271, etc.; neut., πολλὸν σαρκός, for πολλὴ σάρξ, Od.19.450: in Prose, the Adj. generally takes the gender of the gen.,

    τὸν πολλὸν τοῦ χρόνου Hdt.1.24

    ; τῆς γῆς οὐ πολλήν Th.6.7;

    τῆς ἀθάρης πολλήν Ar.Pl. 694

    ;

    πολλὴν τῆς χώρας X.Cyr. 3.2.2

    ;

    ὁ π. τοῦ λόγου D.44.6

    ; v. infr. 3.
    2 joined with another Adj.,

    πολλὰ δυστερπῆ κακά A.Ch. 277

    , cf. 585 (lyr.), etc.: more freq. joined to another Adj. by καί, πολέες τε καὶ ἐσθλοί many men and good, Il.6.452, etc.;

    πολέες τε καὶ ἄλκιμοι 21.586

    ;

    πολλὰ καὶ ἐσθλά Od.2.312

    ; παλαιά τε πολλά τε ib. 188;

    ἄκοσμά τε π. τε Il.2.213

    ;

    πολλαί γε.. καὶ ἄλλαι Hes.Th. 363

    ;

    π. τε καὶ κακά Hdt.4.167

    , etc.;

    π. κἀγαθά Ar.Th. 351

    (but

    π. ἀγαθά IG12.76.45

    );

    π. καὶ ἀνόσια Pl.R. 416e

    ;

    π. καὶ μακάρια Id.Plt. 269d

    ;

    π. καὶ πονηρά X.Mem.2.9.6

    ;

    πολλά τε καὶ δεινά Id.An.5.5.8

    ;

    μεγάλα καὶ π. D.36.22

    ; π. καὶ καλοὺς (s.v.l.) κινδύνους, π. καὶ καλὰ παραδείγματα, Din.1.109.
    3 with the Art. (in Hom. without the Art., Il.2.483, 5.334, 22.28), of persons or things well known, Ἑλένα μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ π. ψυχὰς ὀλέσασ' those many lives, A.Ag. 1456 (lyr.), cf. S.OT 845, Th.3.87, Pl.Phd. 88a, Ti. 54a, Act.Ap.26.24: with abstract Nouns,

    τᾶς πολλᾶς ὑγιείας A. Ag. 1001

    (lyr., dub.);

    τὸ πολλόν

    numbers,

    Hdt.1.136

    .
    b οἱ π. the many, i.e. the greater number,

    Ἀθηναῖοι.. ἀπῆλθον οἱ πολλοί Th. 1.126

    , cf. 3.32, etc. (so in sg., ὁ πολλὸς λόγος the prevailing report, Hdt.1.75);

    τοῖς π. κριταῖς S.Aj. 1243

    : with gen., τοῖς π. βροτῶν ib. 682;

    οἱ π. τῶν ἀνθρώπων X.Cyr.8.2.24

    ;

    οἱ πολλοὶ ἅπαντες

    far the most,

    Hp.

    Aër.20 (v.l. μάλιστα for ἅπαντες); for τὰ πολλὰ πάντα, v. infr. 111.1a: hence οἱ πολλοί the people, the commonalty, opp. οἱ μείζω κεκτημένοι, Th.1.6; opp. οἱ κομψότεροι, Pl.R. 505b; οἱ π., = Lat. plebs, D.S.20.36; τῶν πολλῶν εἷς one of the multitude, D.21.96; also

    ὁ π. λεώς Luc.JTr.53

    , cf. Rh.Pr.17;

    ὁ π. ὅμιλος Id.Luct.2

    . Hdn.1.1.1, etc.;

    ὁ π. δῆμος Luc.Apol.15

    ;

    ὁ π. ὄχλος Ph. 2.4

    ; ὁ π. alone, = vulgus, v.l. in D.S.2.29; the ordinary man, Epicur.Fr. 478, Phld.Rh.2.154S.;

    νίμμα ὁ π. λέγει, ἡμεῖς ἀπόνιπτρον λέγομεν Phryn.170

    , cf.369; ὁ ἐμπαθὴς καὶ π. ἄνθρωπος 'l'homme moyen sensuel', Herm.in Phdr.p.146A.; ὁ π. ἄνθρωπος (with pl. Verb) the average man, opp. τὸ ἐξαίρετον, Eun.Hist.p.216 D.
    c τὸ πολύ, c. gen.,

    τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν Hdt.8.100

    ;

    τὸ π. τοῦ χρόνου Hp.

    Aër. 20;

    τῶν λογάδων τὸ π. Th.5.73

    ;

    τῶν ὅπλων τὸ π. Pl.Plt. 288b

    ; also

    ὁ στρατὸς ὁ πολλός Hdt.1.102

    ;

    ἡ δύναμις ἡ π. Th.1.24

    ; ὁ π. βίοτος the best part of life, S.El. 185 (lyr.).
    d

    τὰ πολλά

    the most,

    Od.22.273

    , and perh. 2.58, 17.537 (elsewh. in Hom. πολλά, as Subst., means much riches, great possessions, Il.11.684, Od.19.195);

    τὰ π. τοῦ πολέμου Th.2.13

    ; πρὸς τὸ τῶν π. μέγεθος in regard to the size of the average, Arist.Rh. 1363b11.
    4 pl. πολλά very much, too much, πολλὰ πράσσειν, = πολυπραγμονεῖν, E.Supp. 576, Ar.Ra. 228;

    π. ἔπαθεν Pi.O.13.63

    , etc.; π. ἔρξαι τινά to do one much harm, A. Th. 923 (lyr.).
    6 πολύς repeated,

    ἦ πολλὰ πολλοῖς εἰμι διάφορος βροτῶν E.Med. 579

    , cf. A.Supp. 451;

    τὰ μὲν οὖν πολλὰ πολλοῦ χρόνου διηγήσασθαι Pl.R. 615a

    , etc.; πολλοῦ πολύς, v. infr. 111.1b: with Advbs. πολλάκις, πολλαχῇ, etc. (qq. v., cf. 111.1 e).
    III Adverbial usages:
    a neut. πολύ ([dialect] Ion. πολλόν) , πολλά, much,

    πόλλ' ἀεκαζομένη Il.6.458

    , etc.; strengthd.,

    μάλα πολλά 8.22

    , al.;

    πάνυ πολύ Pl.Alc.1.119c

    ;

    πολύ τι Id.R. 484d

    ; esp. of repetition, often, Il.2.798, Od.13.29, Hes.Op. 322; so of earnest commands and entreaties, πολλὰ κελεύων, πόλλ' ἐπέτελλον, πολλὰ λισσομένη, πολλὰ μάλ' εὐχομένω, Il.5.528, 11.782, 5.358, 9.183: with the Art.,

    τὸ πολύ

    for the most part,

    Pl.Prt. 315a

    , etc. (but with numerals, at most, Vett. Val.9.5);

    ὡς τὸ π. X.Mem.1.1.10

    , etc.;

    τὰ πολλά Th.1.13

    , 2.11,87, etc.;

    ὡς τὰ π. Id.5.65

    , etc.;

    τὰ π. πάντα Hdt.1.203

    , 2.35, 5.67.
    b of Degree, far, very much,

    ἀπέφυγε πολλὸν τοὺς διώκοντας Id.6.82

    : also abs. gen. πολλοῦ very,

    θρασὺς εἶ πολλοῦ Ar.Nu. 915

    , cf. Eup.74;

    πολλοῦ δύνασθαι Alciphr.1.9

    (s.v.l.); πολλοῦ πολύς, πολλὴ πολλοῦ, much too much, Ar.Eq. 822,Ra. 1046.
    c of Space, a great way, far,

    οὐ πολλόν Hdt.1.104

    ;

    πολὺ οὐκ ἐξῄεσαν Th.1.15

    , etc.
    d of Time, long,

    ὡς πολλὸν τοῦτο ἐγίνετο Hdt.4.126

    , cf. 6.129.
    e of Probability, ἐὰν πολλὰ πολλῶν τέκῃς, perh. = ἐὰν πολλάκις τέκῃς,POxy. 744.9 (i B.C./i A.D.);

    ἐάν τι πολλὰ πολλάκις πάθω Ar.Ec. 1105

    .
    2 πολύ is freq. joined with Adjs. and Advbs.,
    a with a [comp] Comp. to increase its comp. force, πολὺ μεῖζον, πολλὸν παυρότεροι, Il.1.167, Od.14.17; πολὺ μᾶλλον much more, Il.9.700; πολύ τι μᾶλλον f.l. in D.H. Comp.4 (p.22 U.-R.): with words, esp. Preps., between πολύ and its Adj., π. ἐν πλέονι, π. ἐπὶ δεινοτέρῳ, Th.1.35, Pl.R. 589e;

    πολὺ ἔτι ἐκ λαμπροτέρων Id.Phd. 110c

    ;

    π. σὺν φρονήματι μείζονι X.An.3.1.22

    , cf.3.2.30, Smp.1.4 (but the Prep. freq. comes first,

    ἐκ π. ἐλάττονος And.1.109

    , etc.); so πολλῷ is freq. used with the [comp] Comp., by far, A.Pr. 337, Hdt. 1.134, etc.;

    π. μᾶλλον S.OT 1159

    , Pl.Phd. 80e; οὐ πολλῷ τεῳ ἀσθενέστερον not a great deal weaker, Hdt.1.181, cf. 2.48,67, etc.: πολύ with all words implying comparison, πολὺ πρίν much sooner, Il.9.250;

    π. πρό 4.373

    : with the comp. Verb

    φθάνω, ἦ κε πολὺ φθαίη 13.815

    ; so πολὺ προβέβηκας ἁπάντων, πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων, 6.125, 11.217;

    προὔλαβε πολλῷ Th.7.80

    : with βούλομαι, = prefer,

    ἡμῖν πολὺ βούλεται ἢ Δαναοῖσι νίκην Il.17.331

    , cf. Od.17.404; πολύ γε in answers, after a [comp] Comp. or [comp] Sup., ἀργὸς.. γενήσεται μᾶλλον; Answ.

    πολύ γε Pl.R. 421d

    , cf. 387e, etc.
    b with a [comp] Sup., πολὺ πρώτιστος, πολλὸν ἄριστος, far the first, etc., Il.2.702, 1.91, etc.;

    προθυμία π. τολμηροτάτη Th.1.74

    , etc.;

    πολλόν τι μάλιστα Hdt.1.56

    ;

    π. δή, π. δὴ γυναῖκ' ἀρίσταν E.Alc. 442

    (lyr.), cf. Ar.Av. 539, Archestr.Fr.34.9; also

    πολλῷ πλεῖστοι Hdt.5.92

    .έ, 8.42;

    π. μεγίστους Id.4.82

    .
    c with a Positive, to add force to the Adj.,

    ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ δ' αὖ σοφή A.Ag. 1295

    ; also

    ἐς πόλλ' ἀθλία πέφυκ' ἐγώ E.Ph. 619

    (troch.);

    πολὺ ἀφόρητος Luc.DMeretr. 9.3

    ; cf. πλεῖστος.
    IV with Preps.,
    1 διὰ πολλοῦ at a great interval of Space or Time, v. διά A.1.5, 11.2.
    2 εἰς πολύ for a long time, Plot.2.1.3.
    3 ἐκ πολλοῦ from a great distance, Th.4.32, etc.; for a long time, v. ἐκ 11.1.
    4 ἐπὶ πολύ,
    a over a great space, far,

    οὐκ ἐπὶ πολλόν Hdt.2.32

    ; ἐπὶ π. τῆς θαλάσσης, τῆς χώρας, Th.1.50,4.3, etc.; to a great extent, Id.1.6,18,3.83; cf.

    ποιέω B.11.2

    .
    b for a long time, long, Id.5.16;

    τῆς ἡμέρας ἐπὶ π. Id.7.38

    , cf. 39.
    c

    ὡς ἐπὶ π.

    very generally,

    Id.1.12

    (v.l.), Archyt. ap. Stob.3.1.195;

    ὡς ἐπὶ τὸ π.

    for the most part,

    Th.2.13

    , Pl.Plt. 294e, etc.;

    μὴ καθ' ἓν ἕκαστον, ἀλλ' ὡς ἐπὶ τὸ π. Isoc.4.154

    ;

    τό γ' ὡς ἐπὶ τὸ π. Id.8.35

    .
    5 παρὰ πολύ by far, v. παρά C.111.5.
    6 περὶ πολλοῦ, v. supr. 1.3.
    7 πρὸ πολλοῦ far before,

    τῆς πόλεως D.H.9.35

    ; also of Time, οὐ πρὸ π. not long before, Id.5.62.
    8 σὺν πολλῷ in no small degree, only too much or too well, Hld.2.8,9.20, 10.9 (cf. CR41.53).
    V for [comp] Comp. πλείων, πλέων, [comp] Sup. πλεῖστος, v. sub vocc. (Cf. Skt. purú-, Goth. filu 'much'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύς

  • 2 συμφέρω

    συμφέρω, [tense] fut.
    A

    συνοίσω A.Th. 510

    : [tense] aor. 1

    συνήνεγκα E.HF 488

    , [dialect] Ion.

    - ήνεικα Hdt.7.152

    : [tense] aor. 2

    συνήνεγκον Th.2.51

    : [tense] pf.

    συνενήνοχα D.18.198

    .
    A [voice] Act.
    I bring together, gather, collect,

    τὰ κακὰ ἐς μέσον Hdt. 7.152

    ;

    τάλαντα ἐς τὠυτό Id.3.92

    , cf. D.24.74; δαπάνην ς. Th.1.99; esp. of dead bodies, X.An.6.4.9, Lycurg.45 codd.
    2 bring together, contribute,

    βουλεύματα A.Pers. 528

    ;

    ἐκ πάντων γόους E.

    l.c.; πολλοὶ

    πολλὰ συνενηνόχασι μέρη Arist.SE 183b33

    :—[voice] Med., of a river,

    Φάσιδι σ. ῥόον A.R.4.134

    .
    4 bear along with or together, ὁ ἵππος ὅπλον ς. X.Cyr.4.3.13; ἐγώ σοι ξυμφέρω (sc. τὴν παμπησίαν) Ar.Ec. 869; bring with,

    λύχνον.. παῖς μοι συμφέρει Epich.35.8

    ; of sufferings, labours, and the like , bear jointly, help to bear,

    ξυνοίσω πᾶν ὅσονπερ ἂν σθένω S.El. 946

    ;

    σ. κακά E.HF 1366

    ;

    πένθος τινί Id.Alc. 370

    ;

    τὰς τούτων ἁμαρτίας Antipho

    3 2.11: hence, suffer, bear with, indulge,

    ὀργὰς ξυνοίσω σοι A.Eu. 848

    .
    II intr., confer a benefit, be useful or profitable, οὔ οἱ συνήνεικε τὸ ἔχθος did not do him any good, Hdt.9.37;

    τὸ καὶ συνήνεικε ποιησάσῃ Id.8.87

    ;

    καλῶς ἂν ἡμῖν ξυμφέροι ταῦτα A.Supp. 753

    , cf. Ar. Ach. 252;

    τοῦτο σ. τῷ βίῳ Id.Pl.38

    ; ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ξ. turn out for the best, Id.Ec. 475;

    σῖτον.. καὶ οἶνον.. καὶ εἴ τι ἄλλο βρῶμα, οἷ' ἂν ἐς πολιορκίαν ξυμφέρῃ Th.4.26

    ;

    πάντα ὅσα ἂν οἴηται συνοίσειν αὐτοῖς πρὸς τὸν βίον X.Mem.2.2.5

    ;

    ὃ σ. πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1272a30

    , etc.
    2 impers., it is of use, expedient, mostly c. inf.,

    ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει A.Eu. 520

    (lyr.), cf. S.El. 1440, Th.2.63, etc.; with Art. prefixed to inf., τὸ περιγενέσθαι.. ἀμφοτέροις ς. X. Mem.3.4.10; the inf. is freq. to be supplied, Th.1.123, X.Ath.3.11; also

    ὡς νομίζω συμφέρειν ἡμῖν γενομένων τούτων Pl.Phdr. 230e

    ; folld. by a clause,

    σ. τῷ κοινῷ, ἢν.. Id.Lg. 875a

    , cf. PCair.Zen.21.41 (iii B.C.); σ. ἐπὶ τὸ βέλτιον, ἐπὶ τὸ ἄμεινον, X.An.7.8.4, Decr. ap. And.1.77.
    3 part. συμφέρων, ουσα, ον, useful, expedient, fitting, S.OT 875 (lyr.), etc.; βίος.. ἐκεῖσε συμφέρων profitable even beyond the grave, Pl.Grg. 527b;

    ἔστιν ἡσυχία.. συμφέρουσα τῇ πόλει D.18.308

    .
    b in neut. as Subst., συμφέρον, οντος, τό, use, profit, advantage, S.Ph. 926, Antipho 5.50, etc.;

    ἐς τὸ ξ. καθίστασθαί τι Th.4.60

    ; ἡδίω τοῦ συμφέροντος more pleasant than is good for one, X.Smp.4.39; περαιτέρω τοῦ ὑμετέρου ς. Aeschin.3.80;

    τὸ σ. τινός Pl.R. 338c

    , 340c, al.; τὸ σ. τινί ib. 341d, 342b, D.18.139;

    πρὸς τὸ σ. αὑτῷ PCair.Zen.451.15

    (iii B.C.): freq. also in pl., τὰ ς. S.Ph. 131, etc.; τὰ μικρὰ ς., opp. τὰ ὅλα, the petty interests, D.18.28;

    τὰ συμφέροντα ἀνθρώποις Pl.Lg. 875a

    , cf. IG42(1).68.84 (Epid., iv B.C.); but also τὰ τῆς πατρίδος ς. Din.1.99, cf. Pl.Plt. 297a, D.18.120, etc.; also in [tense] aor. part.,

    τό τῳ ξυνενεγκόν Th.2.51

    ; συμφέρον ἐστί, = συμφέρει, Heraclit.8, Ar.Pl. 49, X.An.6.1.26, etc.; εἰ μὴ ξυμφέρον (sc. ἐστί) Th.3.44.
    III intr., also,
    2 agree with,

    τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς S.Aj. 431

    ;

    εἴ τι ξυνοίσεις.. τοῖς θεσφάτοις Ar.Eq. 1233

    ;

    ἐὰν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ Id.Lys. 166

    ; come to terms with, give way to,

    τοῖς κρείσσοσι S.El. 1465

    ; v. infr. B.11.
    3 fit, suit, ᾗ μήτε Χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει (v. Χλαῖνα) Ar.Ra. 1459; [

    γυνὴ] σιμὴ ἄν σοι ἰσχυρῶς συμφέροι X.Cyr.8.4.21

    .
    4 of events, happen, take place, turn out, c. acc. et inf., Hdt.1.73, 3.129, 6.23, 117, etc.; with ὥστε.., Id.1.74; τὰ ἄλλα.. αὐτῇ συνήνεικε ἐς εὐτυχίην γενόμενα turned out for her advantage, Id.8.88; v. infr. B.111.2.
    B [voice] Pass. συμφέρομαι: [tense] fut. συνοίσομαι: [tense] aor. [voice] Pass.

    ξυνηνέχθην Th. 7.44

    , [dialect] Ion.

    συνηνείχθην Hdt.1.19

    , 2.111, 3.10: [tense] pf. συνενήνεγμαι (Hes. Sc. 440), v. συνενείκομαι:— come together, opp. διαφέρεσθαι, Heraclit. 10, cf. Pl.Sph. 242e, etc.; meet, associate with, Theoc.Ep.8.2; of sexual intercourse, Luc.Herm.34, Tox.15.
    2 in hostile sense, meet in battle, engage,

    πτόλεμόνδε Il.8.400

    ;

    μάχῃ 11.736

    ; τινι with one, A. Th. 636: abs., Th.7.36; so

    συνοισόμεθα πτολεμίζειν Hes.Sc. 358

    ; σ. κακῷ encounter it, Hdt.6.50.
    II agree with, οὐδαμοῖσι ἄλλοισι σ. ἀνθρώπων, in custom, Id.1.173, cf. 2.80, etc.; in statement, ib.44, al.;

    περί τινος Id.4.13

    ; opp. διαφέρεσθαι, Antipho 5.42; live on friendly terms with, τισι Hdt.4.114, Opp.H.5.34: abs., agree together, be of one mind, εἰ δὲ μὴ συμφεροίατο if they could not agree, Hdt.1.196;

    ἐὰν δὲ ἀνὴρ καὶ γυνὴ μηδαμῇ συμφέρωνται Pl.Lg. 929e

    ; also

    ξ. γνώμῃ ὥστε ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ πολέμου Th.4.65

    ; καθ' αὑτοὺς ξ. settle their affairs by themselves, Id.6.13; concur,

    τῇδε γὰρ ξυνοίσομαι S.OC 641

    ;

    ἐγὼ δὲ τούτοις κατὰ τοῦτο εἶναι οὐ συμφέρομαι Pl.Prt. 317a

    .
    III of events, happen, turn out, occur, come to pass,

    ἔμελλε τοιοῦτό σφι συνοίσεσθαι Hdt.8.86

    ;

    οὐδὲν γάρ σφι Χρηστὸν συνεφέρετο Id.4.157

    ;

    οὐδέν οἱ μέγα ἀνάρσιον πρῆγμα συνηνείχθη Id.3.10

    ;

    ἐπὶ τὸ βέλτιον τὸ πρᾶγμα.. συνοίσεται Ar.Nu. 594

    ;

    οὐδὲ πυθέσθαι ῥᾴδιον ἦν.., ὅτῳ τρόπῳ ἕκαστα ξυνηνέχθη Th.7.44

    ;

    ξ. θόρυβος Id.8.84

    ;

    μεταβολαί Pl.Plt. 270c

    , etc.
    2 impers., συμφέρεται ἐπὶ τὸ ἄμεινον it happens, falls out for the better, Hdt.7.8.

    ά; ἄμεινον συνοίσεσθαι Id.4.15

    ; αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότ ως it turned out ill to him, ib. 156; so

    συνηνείχθη τοιόνδε γενέσθαι πρῆγμα Id.1.19

    , cf. 6.86.ά, Th.1.23, al.;

    σ. οἱ τυφλὸν γενέσθαι Hdt.2.111

    ; v. supr. A. 111.4.
    IV literally, to be carried along with, ἀστράσι μήνη ς. Man.6.319; κύδεα.. ψυχαῖς οὐ μάλα ς. do not follow them (beyond the grave), AP4.4.4 (Agath.).
    V Gramm., to be constructed with, αἰτιατικῇ, etc., A.D.Synt.285.1, al.: also, agree in form with,

    σ. φωνῇ [τῇ] πρὸς τὰς δοτικάς Id.Adv.209.28

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφέρω

  • 3 προοφείλω

    προοφείλω, [dialect] Att. [var] contr. [pref] προὐφ-,
    A owe beforehand,

    πολλὰ πολλοῖς D.C. 47.16

    : metaph., π. κακόν τινι owe one an atonement, i.e. deserve evil at his hands, E.IT 523; κακὸν ταῖς πλευραῖς π. owe one's ribs a mischief, i.e. deserve a beating, Ar.V.3;

    π. τι χρηστὸν τῇ πόλει παραινέσαι Id.Lys. 648

    :—[voice] Pass., to be due beforehand, of debts, ὁ προοφειλόμενος φόρος the arrears of tribute, Hdt.6.59, cf. X.HG1.5.7;

    τὸ ληφθὲν προωφέλετο ἱματιοκαπήλῳ Luc.Merc.Cond.38

    : generally, ἔχθρη προοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους the hatred they had long had reason to feel, Hdt.5.82; εὐεργεσία προὐφειλομένη a kindness that has long remained as a debt, Th.1.32; προωφείλετο αὐτῷ κακόν a debt of punishment had long been owing to him, Antipho 5.61, cf. D.21.77;

    ἦν μοί τις οὐ μικρὰ π. χάρις Luc.Abd.15

    .
    II to be bound to do,

    τὸ προὐφείλειν καλῶς πράσσειν.. τούσδε E.Heracl. 240

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προοφείλω

  • 4 πολυς

    πολῠς, πολλός (πολύς, -ύν, -οί, -ῶν, -οῖςι); -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν; πολύ acc., πολλά, -ῶν, -οῖς, -ά: πολλός, -όν: πολέσιν, πολεῖς ? acc.)
    1 much, many.
    1 pl. of number ἧ θαύματα πολλά (v. l. θαυματά) O. 1.28

    ὁ πολλὰ εἰδὼς O. 2.86

    πολλοὶ δὲ μέμνανται καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79

    πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας O. 8.13

    πολλοὶ δὲ κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45

    ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63

    πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.81

    πολλῶν ταμίας ἐσσί P. 1.88

    πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88

    οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” ( πόλῖς coni. Lehrs: v. Forssman, 95; Wackernagel, Kl. Schr., 965) P. 4.56

    πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (post ἀείδεται distinxit Boeckh) P. 8.25

    πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107

    πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους. πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.123

    —5.

    ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.23

    πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8

    πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46

    ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54

    πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.46

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ Παρθ. 2. 31. πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. ἐν πολλοῖς ὀνείροις fr. 131b. 3. πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357. add. adj.,

    πολλά μοι ὠκέα βέλη O. 2.83

    πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν P. 2.58

    c. gen.,

    καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.36

    c. art. παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν these my many shafts O. 13.95
    2 s. of size, great, much

    πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50

    βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51

    πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36

    πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106

    πολὺς ὄλβος P. 5.14

    πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα P. 9.22

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον καρτακρύψαις ἔχειν N. 1.31

    Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον N. 6.33

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν

    ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13

    μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75

    πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16

    of time, “ἧν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (<οὐ> supp. Coraes, om. codd.: παῦρος coni. Schr.) fr. 168. 6.
    3 adv.
    I often

    ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    πολλὰ μὲν πολλὰ δ O. 13.14

    —6.

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8

    πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κυίσᾳ N. 11.6

    II greatly

    καμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8

    III long

    οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον O. 1.46

    IV τὰ πολλά, for the most part, often

    εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται N. 2.2

    b πολύ, much

    ὅ τι γαρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23

    πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.
    c πολλᾷ, in many ways

    ὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23

    πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται (Pauw: γὰρ πολλὰ codd.) N. 8.20
    d πολλόν, much

    ὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36

    ] ῳ πολλὸν[ fr. 140a. 12.
    4 fragg. ]πολὺς λο[ Δ. 4. c. 11. ]ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ.. 13. ]επολλα[ P. Oxy. 2442, fr. 99. ] πολλαμ[ P. Oxy. 2447, fr. 13. B comp., (πλέονα, πλέον) more <πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (e Σ supp. Er. Schmid: om. codd.) N. 6.26

    ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    πλέον τι λαχών (sc. Ζεὺς ἢ οἱ ἄλλοι θεοί: num haec sint ipsa verba Pindari, non constat) fr. 35a. C superl., (πλεῖστος, -ων; -α, -αισι; -α acc.)
    a very many, numerous

    ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18

    πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. pro subs.,

    πλεῖστα νικάσαντα σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

    b most

    ὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39

    ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1

    c. art.,

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24

    Lexicon to Pindar > πολυς

  • 5 πολλός

    πολῠς, πολλός (πολύς, -ύν, -οί, -ῶν, -οῖςι); -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν; πολύ acc., πολλά, -ῶν, -οῖς, -ά: πολλός, -όν: πολέσιν, πολεῖς ? acc.)
    1 much, many.
    1 pl. of number ἧ θαύματα πολλά (v. l. θαυματά) O. 1.28

    ὁ πολλὰ εἰδὼς O. 2.86

    πολλοὶ δὲ μέμνανται καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11

    ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79

    πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας O. 8.13

    πολλοὶ δὲ κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45

    ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63

    πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.81

    πολλῶν ταμίας ἐσσί P. 1.88

    πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88

    οἷα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν” ( πόλῖς coni. Lehrs: v. Forssman, 95; Wackernagel, Kl. Schr., 965) P. 4.56

    πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις P. 4.248

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις (post ἀείδεται distinxit Boeckh) P. 8.25

    πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107

    πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους. πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.123

    —5.

    ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.23

    πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8

    πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται N. 8.20

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος N. 9.46

    ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54

    πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθεν ἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει I. 5.46

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ Παρθ. 2. 31. πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε fr. 111. 2. ἐν πολλοῖς ὀνείροις fr. 131b. 3. πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357. add. adj.,

    πολλά μοι ὠκέα βέλη O. 2.83

    πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν P. 2.58

    c. gen.,

    καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον P. 3.36

    c. art. παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν these my many shafts O. 13.95
    2 s. of size, great, much

    πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50

    βρέχετο πολλᾷ νιφάδι O. 10.51

    πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36

    πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106

    πολὺς ὄλβος P. 5.14

    πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα P. 9.22

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον καρτακρύψαις ἔχειν N. 1.31

    Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον N. 6.33

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν

    ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13

    μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75

    πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16

    of time, “ἧν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (<οὐ> supp. Coraes, om. codd.: παῦρος coni. Schr.) fr. 168. 6.
    3 adv.
    I often

    ἐδώρησαν λιταῖς θυσίαις πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν O. 6.79

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    πολλὰ μὲν πολλὰ δ O. 13.14

    —6.

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν N. 8.8

    πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κυίσᾳ N. 11.6

    II greatly

    καμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8

    III long

    οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον O. 1.46

    IV τὰ πολλά, for the most part, often

    εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται N. 2.2

    b πολύ, much

    ὅ τι γαρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23

    πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 1.
    c πολλᾷ, in many ways

    ὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ O. 8.23

    πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται (Pauw: γὰρ πολλὰ codd.) N. 8.20
    d πολλόν, much

    ὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36

    ] ῳ πολλὸν[ fr. 140a. 12.
    4 fragg. ]πολὺς λο[ Δ. 4. c. 11. ]ν πολλοῖς ἀκοῦσαι Θρ.. 13. ]επολλα[ P. Oxy. 2442, fr. 99. ] πολλαμ[ P. Oxy. 2447, fr. 13. B comp., (πλέονα, πλέον) more <πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (e Σ supp. Er. Schmid: om. codd.) N. 6.26

    ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.20

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    πλέον τι λαχών (sc. Ζεὺς ἢ οἱ ἄλλοι θεοί: num haec sint ipsa verba Pindari, non constat) fr. 35a. C superl., (πλεῖστος, -ων; -α, -αισι; -α acc.)
    a very many, numerous

    ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων I. 1.18

    πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. pro subs.,

    πλεῖστα νικάσαντα σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

    b most

    ὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.39

    ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1

    c. art.,

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24

    Lexicon to Pindar > πολλός

  • 6 πολύς

    πολύς, πολλή, πολύ, gen. πολλοῦ, ῆς, οῦ (Hom.+; ins, pap, LXX, pseudepigr., Philo, Joseph., apolog.) ‘much’.—Comparative πλείων, πλεῖον (18 times in the NT, 4 times in the Apost. Fathers [including Hv 3, 6, 4; Hs 8, 1, 16] and Ath. 12, 3) or πλέον (Lk 3:13 and Ac 15:28 μηδὲν πλέον; otherwise, πλέον in the NT only J 21:15; 14 times in the Apost. Fathers [incl. μηδὲν πλέον Hs 1, 1, 6]; Ar. twice; Just. 6 times; Tat. once; Ath. 7 times), ονος; pl. πλείονες, and acc. πλείονας contracted πλείους, neut. πλείονα and πλείω (the latter Mt 26:53 [πλεῖον, πλείου vv.ll.]; B-D-F §30, 2; Mlt-H. 82; Thackeray p. 81f; Mayser p. 68f) ‘more’ (Hom.+; ins, pap, LXX; TestAbr B 7 p. 111, 27=Stone p. 70 [πλείον]; TestJob 35:2; TestGad 7:2 [πλεῖον]; AscIs 3:8; [πλέον]; EpArist; apolog. exc. Mel.).—Superlative πλεῖστος, η, ον ‘most’ (Hom.+).
    pert. to being a large number, many, a great number of
    positive πολύς, πολλή, πολύ
    α. adj., preceding or following a noun (or ptc. or adj. used as a noun) in the pl. many, numerous δυνάμεις πολλαί many mighty deeds Mt 7:22b. δαιμονιζόμενοι πολλοί 8:16. Cp. vs. 30; 9:10; 13:17; 24:11; 27:52, 55; Mk 2:15a; 6:13; 12:41; Lk 4:25, 27; 7:21b; 10:24; J 10:32; 14:2; Ac 1:3; 2:43; 8:7b; 14:22; Ro 4:17f (Gen 17:5); 8:29; 12:4; 1 Cor 8:5ab; 11:30; 12:12a, 20; 1 Ti 6:12; 2 Ti 2:2; Hb 2:10; 1J 4:1; 2J 7; Rv 5:11; 9:9; 10:11; 1 Cl 55:3ab. ἔτη πολλά many years: Lk 12:19b (εἰς ἔτη π.); Ac 24:10 (ἐκ π. ἐτῶν); Ro 15:23 (ἀπὸ π. [v.l. ἱκανῶν] ἐτῶν).—αἱ ἁμαρτίαι αἱ πολλαί Lk 7:47a. αἱ εὐεργεσίαι αἱ π. 1 Cl 21:1.—πολλὰ καὶ βαρέα αἰτιώματα many serious charges Ac 25:7 (cp. Ps.-Pla., Sisyph. 1, 387a πολλά τε καὶ καλὰ πράγματα; B-D-F §442, 11; Rob. 655). πολλὰ καὶ ἄλλα σημεῖα J 20:30 (on the form X., Hell. 5, 4, 1 πολλὰ μὲν οὖν … καὶ ἄλλα λέγειν καὶ Ἑλληνικὰ καὶ βαρβαρικά; Dionys. Hal. 2, 67, 5; Ps.-Demetr. 142 πολλὰς κ. ἄλλας χάριτας; Jos., Ant. 3, 318; Tat. 38, 1. On the subject-matter Bultmann 540, 3; also Porphyr., Vi. Pyth. 28 after a miracle-story: μυρία δʼ ἕτερα θαυμαστότερα κ. θειότερα περὶ τἀνδρὸς … εἴρηται κτλ.).—ἄλλοι πολλοί many others IRo 10:1. ἄλλαι πολλαί Mk 15:41. ἄλλα πολλά (Jos., Bell. 6, 169, Ant. 9, 242; Just., D. 8, 1) J 21:25. ἕτεροι πολλοί Ac 15:35. ἕτερα πολλά (Jos., Vi. 39) Lk 22:65.—Predicative: πολλοί εἰσιν οἱ ἐισερχόμενοι Mt 7:13.—Mk 5:9; 6:31; Gal 4:27 (Is 54:1). AcPl Ha 5, 16.—οὐ πολλοί not many=( only) a few οὐ πολλαὶ ἡμέραι (Jos., Ant. 5, 328, Vi. 309) Lk 15:13; J 2:12; Ac 1:5; AcPl Ha 11, 1. οὐ πολλοὶ σοφοί not many wise (people) 1 Cor 1:26a; cp. bc. οὐ πολλοί πατέρες not many fathers 4:15.
    β. subst.
    א. πολλοί many i.e. persons—without the art. Mt 7:22; 8:11; 12:15; 20:28; 24:5ab; 26:28; Mk 2:2; 3:10 (Mt 12:15 has ascensive πάντας; other passages to be compared in this connection are Mk 10:45=Mt 20:28 πολλῶν and 1 Ti 2:6 πάντων. Cp. the double tradition of the saying of Bias in Clem. of Alex., Strom. 1, 61, 3 πάντες ἄνθρωποι κακοὶ ἢ οἱ πλεῖστοι τ. ἀνθρώπων κακοί.—On Mk 10:45 s. OCullmann, TZ 4, ’48, 471–73); 6:2; 11:8; Lk 1:1 (cp. Herm. Wr. 11, 1, 1b and see JBauer, NovT 4, ’60, 263–66), 14; J 2:23; 8:30; Ac 9:42; Ro 16:2; 2 Cor 11:18; Gal 3:16 (πολλοί= a plurality); Tit 1:10; Hb 12:15; 2 Pt 2:2. AcPl Ha 5, 8; 7, 5; 11, 3. Opp. ὀλίγοι Mt 22:14; 20:16 v.l. (cp. Pla., Phd. 69c ναρθηκοφόροι μὲν πολλοί, βάκχοι δέ τε παῦροι=the thyrsus-bearers [officials] are many, but the truly inspired are few)—W. a partitive gen. πολλοὶ τῶν Φαρισαίων Mt 3:7. π. πῶν υἱῶν Ἰσραήλ Lk 1:16.—J 4:39; 12:11; Ac 4:4; 8:7a; 13:43; 18:8; 19:18; 2 Cor 12:21; Rv 8:11.—W. ἐκ and gen. (AscIs 3:1; Jos., Ant. 11, 151) πολλοὶ ἐκ τῶν μαθητῶν J 6:60, 66.—10:20; 11:19, 45; 12:42; Ac 17:12. ἐκ τοῦ ὄχλου πολλοί J 7:31 (Appian, Iber. 78 §337 πολλοὶ ἐκ τοῦ πλήθους).
    ב. πολλά—many things, much without the art.: γράφειν write at length B 4:9. διδάσκειν Mk 4:2; 6:34b. λαλεῖν Mt 13:3. μηχανᾶσθαι MPol 3. πάσχειν (Pind., O. 13, 63 al.; Jos., Ant. 13, 268; 403) Mt 16:21; Mk 5:26a; 9:12; Lk 9:22; 17:25; B 7:11; AcPl Ha 8, 19. ποιεῖν Mk 6:20 v.l. United w. another neut. by καί (Lucian, Icar. 20 πολλὰ κ. δεινά; Ael. Aristid. 46 p. 345 D.: πολλὰ κ. καλά; Ps.-Demetr., El. 70 πολλὰ κ. ἄλλα; likew. Appian, Bell. Civ. 5, 13 §53; Arrian, Anab. 6, 11, 2) πολλὰ κ. ἕτερα many other things Lk 3:18. πολλὰ ἂν κ. ἄλλα εἰπεῖν ἔχοιμι Dg 2:10 (Eur., Ep. 3, 2, πολλὰ κ. ἕτερα εἰπεῖν ἔχω; Diod S 17, 38, 3 πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα … διαλεχθείς). ἐν πολλοῖς in many ways (Diod S 26, 1, 2; OGI 737, 7 [II B.C.]; Just., D. 124, 4 [of line of proof]) 2 Cor 8:22a. ἐπὶ πολλῶν (opp. ἐπὶ ὀλίγα) over many things Mt 25:21, 23.—W. art. (Pla., Apol. 1, 17a) τὰ πολλὰ πράσσειν transact a great deal of business Hs 4:5b.
    γ. elliptical δαρήσεται πολλά (sc. πληγάς) will receive many (lashes) Lk 12:47 (B-D-F §154; 241, 6).
    comparative πλείων, πλεῖον
    α. adj. w. a plural (Diod S 14, 6, 1 μισθοφόρους πλείους=many mercenaries) πλείονας πόνους (opp. οὐχ ἕνα οὐδὲ δύο) 1 Cl 5:4. ἐπὶ ἡμέρας πλείους for a (large) number of days, for many days (Jos., Ant. 4, 277; cp. Theophr. in Apollon. Paradox. 29 πλείονας ἡμ.) Ac 13:31.—21:10 (Jos., Ant. 16, 15); 24:17; 25:14; 27:20. οἱ μὲν πλείονές εἰσιν γεγονότες ἱερεῖς the priests of former times existed in greater numbers Hb 7:23. ἑτέροις λόγοις πλείοσιν in many more words (than have been reported) Ac 2:40. ταῦτα καὶ ἕτερα πλείονα MPol 12:1.—W. a gen. of comparison (Just., A I 53, 3; Tat. 3, 2) ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων other slaves, more than (he had sent) at first Mt 21:36. πλείονα σημεῖα ὧν more signs than those which J 7:31. Also w. ἤ: πλείονας μαθητὰς ἤ more disciples than 4:1. After πλείονες (-α) before numerals the word for ‘than’ is omitted (B-D-F §185, 4; Kühner-G. II 311; Rob. 666; Jos., Ant. 14, 96) ἐτῶν ἦν πλειόνων τεσσεράκοντα ὁ ἄνθρωπος the man was more than 40 years old Ac 4:22. πλείους τεσσεράκοντα 23:13, 21. Cp. 24:11; 25:6 (Jos., Ant. 6, 306 δέκα οὐ πλείους ἡμέρας).—The ref. is to relative extent (cp. 2bα) in τὰ ἔργα σου τὰ ἕσχατα πλείονα τῶν πρώτων your deeds, the latter of which are greater than the former Rv 2:19.
    β. subst.
    א. (οἱ) πλείονες, (οἱ) πλείους the majority, most (Diog. L. 1, 20; 22; Jos., Ant. 10, 114) Ac 19:32; 27:12. W. ἐξ: ἐξ ὧν οἱ πλείονες most of whom 1 Cor 15:6. W. gen. and a neg. (litotes) οὐκ ἐν τ. πλείοσιν αὐτῶν ηὐδόκησεν ὁ θεός God was pleased with only a few of them 10:5. This is perh. (s. ג below) the place for 1 Cor 9:19; 2 Cor 2:6; 9:2. Phil 1:14; MPol 5:1.
    ב. (οἱ) πλείονες, (οἱ) πλείους (even) more πλείονες in even greater numbers Ac 28:23. πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν many more came to believe J 4:41.—διὰ τῶν πλειόνων to more and more people=those who are still to be won for Christ 2 Cor 4:15.
    ג. (οἱ) πλείονες, (οἱ) πλείους. In contrast to a minority οἱ πλείονες can gain the sense the others, the rest (so τὰ πλείονα Soph., Oed. Col. 36; τὸ πλέον Thu. 4, 30, 4; Jos., Ant. 12, 240; B-D-F §244, 3). So perh. (s. א above) ἵνα τ. πλείονας κερδήσω (opp. the apostle himself) 1 Cor 9:19; 2 Cor 2:6 (opp. the one who has been punished too severely.—In this case [s. א above] his punishment would have been determined by a unanimous vote of the Christian assembly rather than by a majority). Cp. 9:2; Phil 1:14; MPol 5:1.
    ד. πλείονα (for πλεῖον) more Mt 20:10 v.l.; various things Lk 11:53. ἐκ τοῦ ἑνὸς πλείονα 1 Cl 24:5 (s. as adv. ParJer 7:26).
    superl. adj. πλείστη w. a plural most of αἱ πλεῖσται δυνάμεις Mt 11:20 (difft. B-D-F §245, 1).
    pert. to being relatively large in quantity or measure, much, extensive
    positive πολύς, πολλή, πολύ
    α. adj. preceding or following a noun (or ptc. or adj. used as a noun)
    א. in the sg. much, large, great πολὺς ἀριθμός Ac 11:21. W. words that in themselves denote a plurality (Appian, Bell. Civ. 5, 80 §338 στρατὸς πολύς) πολὺς ὄχλος (s. ὄχ. 1a) Mt 14:14; 20:29; 26:47; Mk 5:21, 24; 6:34a; 8:1; 9:14; 12:37 (ὁ π. ὄχ.); Lk 5:29; 6:17a; 8:4; J 6:2, 5 (for the expression ὁ ὄχλος πολύς, in which π. follows the noun, J 12:9, 12, cp. Arrian, Anab. 1, 9, 6 ὁ φόνος πολύς); Ac 6:7; Rv 7:9; 19:1, 6. πολὺ πλῆθος (s. pl. 2bα) Mk 3:7f; Lk 5:6; 6:17b; 23:27; Ac 14:1; 17:4; 1 Cl 6:1. λαὸς πολύς many people Ac 18:10. Of money and its value, also used in imagery μισθὸς πολύς Mt 5:12; Lk 6:23, 35 (all three predicative, as Gen 15:1). ἐργασία π. Ac 16:16. π. κεφάλαιον 22:28. χρυσοῦ πολλοῦ … τρυφῆς πολλῆς AcPl Ha 2, 19.—Of things that occur in the mass or in large quantities (Diod S 3, 50, 1 πολλὴ ἄμπελος) γῆ πολλή Mt 13:5; Mk 4:5; θερισμὸς π. Mt 9:37; Lk 10:2 (both pred.). χόρτος π. J 6:10; καρπὸς π. (Cyranides p. 121, 11) 12:24; 15:5, 8.—λόγος π. a long speech (Diod S 13, 1, 2; Just., D. 123, 7) Ac 15:32; 20:2. περὶ οὗ πολὺς ἡμῖν ὁ λόγος about this we have much to say Hb 5:11 (cp. Pla., Phd. 115d).—Of time: πολὺς χρόνος a long time (Hom. et al.; Demetr.(?): 722 Fgm. 7; Jos., Ant. 8, 342; 19, 28; Just., A II, 2, 11) J 5:6 (s. ἔχω 7b); Hs 6, 4, 4 (pred.). μετὰ πολὺν χρόνον (Jos., Ant. 12, 324) Mt 25:19. Differently Mk 6:35ab (s. 3aα).
    ב. adj. w. a noun in the pl. many, large, great, extensive, plentiful ὄχλοι πολλοί great crowds or probably better many people (as Diod S 20, 59, 2; Ps.-Clem., Hom. 10, 3. For the corresponding mng. of ὄχλοι s. ὄχλος 1a) Mt 4:25; 8:1; 13:2; 15:30a; 19:2; Lk 5:15; 14:25. κτήματα πολλά a great deal of property Mt 19:22; Mk 10:22 (cp. Da 11:28 χρήματα π.). ὕδατα πολλά much water, many waters (Maximus Tyr. 21, 3g of the Nile ὁ πολὺς ποταμός, likew. Procop. Soph., Ep. 111) J 3:23; Rv 1:15; 14:2; 17:1; 19:6b. θυμιάματα πολλά a great deal of incense 8:3. τὰ πολλὰ γράμματα Ac 26:24. πολλοὶ χρόνοι long periods of time (Plut., Thes. 6, 9). πολλοῖς χρόνοις for long periods of time (SIG 836, 6; pap) Lk 8:29; 1 Cl 44:3. χρόνοις πολλοῖς AcPlCor 2:10. ἐκ πολλῶν χρόνων (Diod S 3, 47, 8; Jos., Ant. 14, 110; 17, 204) 1 Cl 42:5.
    β. subst.
    א. πολλοί many i.e. pers.—w. the art. οἱ πολλοί the many, of whatever appears in the context Mk 6:2 v.l. (the many people who were present in the synagogue); 9:26b (the whole crowd). Opp. ὁ εἷς Ro 5:15ac, 19ab; the many who form the ἓν σῶμα the one body 12:5; 1 Cor 10:17. Paul pays attention to the interests of the many rather than to his own vs. 33 (cp. Jos., Ant. 3, 212).—The majority, most (X., An. 5, 6, 19; Appian, Maced. 7, Bell. Civ. 4, 73 §309; 2 Macc 1:36; En 104:10; AscIs 3:26; Jos., Ant. 17, 72; Just., D. 4, 3) Mt 24:12; Hb 12:15 v.l. W. a connotation of disapproval most people, the crowd (Socrat., Ep. 6, 2; Dio Chrys. 15 [32], 8; Epict. 1, 3, 4; 2, 1, 22 al.; Plut., Mor. 33a; 470b; Plotinus, Enn. 2, 9, 9; Philo, Rer. Div. Her. 42) 2 Cor 2:17; Pol 2:1; 7:2.—Jeremias, The Eucharistic Words of Jesus3, tr. NPerrin, ’66, 179–82; 226–31, and TW VI 536–45: πολλοί.
    ב. πολύ much ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρʼ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο πολὺ κτλ. Lk 12:48 (Just., A I, 17, 4 twice πλέον). Cp. 16:10ab; 2 Cl 8:5; καρποφορεῖν π. bear much fruit Hs 2:3. πολὺ κατὰ πάντα τρόπον much in every way Ro 3:2 (Ael. Aristid. 34, 43 K.=50 p. 562 D. gives answer to a sim. quest. asked by himself: πολλὰ καὶ παντοῖα).—Js 5:16.—As gen. of price πολλοῦ for a large sum of money (Menand., Fgm. 197 Kö.; PRyl 244, 10. S. στρουθίον.) Mt 26:9.—Of time: ἐπὶ πολύ ( for) a long time (JosAs 19:3; Ar. 65, 3; s. also ἐπί 18cβ) Ac 28:6; AcPl Ha 10, 21. μετʼ οὐ πολύ soon afterward Ac 27:14 (μετά B 2c).—ἐπὶ πολύ more than once, often (Is 55:7) Hm 4, 1, 8.—Before a comp. (as Hom. et al.; B-D-F §246; Rob. 664) in the acc. πολὺ βέλτιον much better Hs 1:9. π. ἐλάττων v 3, 7, 6 (Ar. 6, 2). π. μᾶλλον much more, to a much greater degree (Dio Chrys. 2, 10; 17; 64 al.; Ael. Aristid. 34, 9 K.=50 p. 549 D.; Just., A II, 8, 3; D. 95, 1 al.) Hb 12:9, 25 (by means of a negative it acquires the mng. much less; cp. Diod S 7, 14, 6 πολὺ μᾶλλον μὴ … =even much less); Dg 2:7b. π. πλέον 2:7a (Ar. 11, 7). π. σπουδαιότερος 2 Cor 8:22b. Cp. π. τιμώτερον 1 Pt 1:7 v.l.; in the dat. of degree of difference πολλῷ μᾶλλον (Thu. 2, 51, 4; UPZ 42, 48 [162 B.C.]; EpArist 7; 24 al.; Sir prol. ln. 14; Jos., Ant. 18, 184; Just., A I, 68, 9; Tat. 17, 4) Mt 6:30; Mk 10:48b; Lk 18:39; Ro 5:9f, 15b, 17; 1 Cor 12:22; 2 Cor 3:9, 11; Phil 2:12. πολλῷ μᾶλλον κρείσσον 1:23 (v.l. without μᾶλλον). πολλῷ πλείους J 4:41. πολλῷ στρουθίων as v.l. Mt 20:31 and Lk 12:7 (both N.25 app.; on the strong ms. support for this rdg. s. RBorger, TRu 52, ’87, 21–24).—W. the art. τὸ πολύ (opp. τὸ ὀλίγον as X., An. 7, 7, 36) 2 Cor 8:15 (cp. Ex 16:18).
    ג. πολύς (Diod S 14, 107, 4 πολὺς ἦν ἐπὶ τῇ τιμωρίᾳ=he was strongly inclined toward punishing) μὴ πολὺς ἐν ῥήμασιν γίνου do not be profuse in speech, do not gossip 1 Cl 30:5 (Job 11:3).—Παπίας ὁ πολύς Papias (7), prob. to be understood as ὁ πάνυ; s. πάνυ d.
    comp. πλείων, πλεῖον; adv. πλειόνως
    α. adj., w. a singular (TestJob 35:2 διὰ πλείονος εὐωδίας) καρπὸν πλείονα more fruit J 15:2, 8 P66; Hs 5, 2, 4. τὸ πλεῖον μέρος τοῦ ὄχλου the greater part of the throng 8, 1, 16. ἐπὶ πλείονα χρόνον for a longer time (PTebt 6:31 [II B.C.]) Ac 18:20. Foll. by gen. of comparison: πλείονα τιμήν more honor Hb 3:3b.—IPol 1:3a. Foll. by παρά τινα for comparison Hb 3:3a; 11:4; Hs 9, 18, 2. ὅσῳ πλείονος κατηξιώθημεν γνώσεως, τοσούτῳ μᾶλλον 1 Cl 41:4.—τὸ πλεῖον μέρος as adv. acc. for the greater part Hv 3, 6, 4a.
    β. as subst. πλεῖον, πλέον more τὸ πλεῖον the greater sum (cp. Diod S 1, 82, 2=the greater part; Ps 89:10) Lk 7:43. πλεῖον λαμβάνειν receive a larger sum Mt 20:10. W. partitive gen. ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας they will arrive at an ever greater measure of impiety=become more and more deeply involved in impiety 2 Ti 2:16. W. a gen. of comparison πλεῖον τῆς τροφῆς someth. greater (more important) than food Mt 6:25; Lk 12:23. πλεῖον Ἰωνᾶ Mt 12:41; cp. vs. 42; Lk 11:31, 32. ἡ χήρα πλεῖον πάντων ἔβαλεν the widow put in more than all the rest Mk 12:43; Lk 21:3. μηδὲν πλέον nothing more (Jos., Bell. 1, 43; cp. Just., D. 2, 3 οὐδὲν πλέον); the words than, except following are expressed by παρά and the acc. Lk 3:13 or by πλήν w. gen. Ac 15:28, w. εἰ μή Hs 1:6.—The acc. is used as an adv. more, in greater measure, to a greater degree (Herm. Wr. 13, 21 Nock after the mss.) Lk 7:42; IRo 1:1; IEph 6:2; w. a gen. of comparison Mt 5:20 (περισσεύω 1aβ); J 21:15; IPol 5:2 (s. Ad’Alès, RSR 25, ’35, 489–92). τριετίαν ἢ καὶ πλεῖον for three years or even more Ac 20:18 D (cp. TestAbr B 7 p. 111, 27 [Stone p. 70, 27]).—ἐπὶ πλεῖον any farther (of place) Ac 4:17 (TestGad 7:2; Ath. 12 [ἐπί 4bβ]); (of time) at length Ac 20:9 (ἐπί 18cβ) or any longer, too long 24:4; 1 Cl 55:1 (ἐπί 18cβ); any more, even more (ἐπί 13) 2 Ti 3:9; 1 Cl 18:3 (Ps 50:4). Strengthened πολὺ πλέον much more, much rather (4 Macc 1:8; cp. X., An. 7, 5, 15; BGU 180, 12f [172 A.D.] πολλῷ πλεῖον; Ar. 11, 7 πολλῷ πλεῖον) Dg 2:7; 4:5.—Also w. indications of number (s. 1bα) πλεῖον ἢ ἄρτοι πέντε Lk 9:13 (the words πλ. ἤ outside the constr. as X., An. 1, 2, 11). In πλείω δώδεκα λεγιῶνας ἀγγέλων more than twelve legions of angels Mt 26:53 the text is uncertain (B-D-F §185, 4; s. Rob. 666).—The adv. can also be expressed by πλειόνως (Aeneas Tact. 237; Jos., Ant. 17, 2; Leontios 24, p. 52, 10) more ὅσον … πλειόνως the more … the more IEph 6:1.
    superl. πλεῖστος, ον
    α. adj.
    א. superlative proper τὸ πλεῖστον μέρος the greatest part w. partitive gen. Hs 8, 2, 9; 9, 7, 4. As adv. acc. for the greatest part 8, 5, 6; 8, 10, 1 (s. μέρος 1d).
    ב. elative (s. Mayser II/1, 1926, 53) very great, very large (ὁ) πλεῖστος ὄχλος Mt 21:8 (ὁ πλεῖστος ὄχλος could also be the greatest part of the crowd, as Thu. 7, 78, 2; Pla., Rep. 3, 397d); Mk 4:1.
    β. subst. οἱ πλεῖστοι the majority, most Ac 19:32 D (Just., D. 1, 4; cp. D. 48, 4 πλεῖστοι).
    pert. to being high on a scale of extent
    positive πολύς, πολλή, πολύ
    α. as simple adj., to denote degree much, great, strong, severe, hard, deep, profound (Diod S 13, 7, 4 πολὺς φόβος; schol. on Apollon. Rhod. 4, 57; 58 p. 265, 3 πολλὴ δικαιοσύνη; Eccl 5:16 θυμὸς π.; Sir 15:18 σοφία; TestAbr A 20 p. 103, 4 [Stone p. 54] ἀθυμία; Just., D. 3, 1 ἠρεμία) ἀγάπη Eph 2:4. ἀγών 1 Th 2:2. ἄθλησις Hb 10:32. ἁπλότης Hv 3, 9, 1. ἀσιτία Ac 27:21. βία 24:6 [7] v.l. γογγυσμός J 7:12. διακονία Lk 10:40. δοκιμή 2 Cor 8:2. δόξα Mt 24:30; Hv 1, 3, 4; 2, 2, 6. δύναμις Mk 13:26. ἐγκράτεια strict self-control Hv 2, 3, 2. εἰρήνη complete or undisturbed peace (Diod S 3, 64, 7; 11, 38, 1) Ac 24:2. ἔλεος 1 Pt 1:3. ἐπιθυμία 1 Th 2:17. ζημία Ac 27:10. ζήτησις 15:7. θλῖψις 2 Cor 2:4a; 1 Th 1:6. καύχησις 2 Cor 7:4b (pred.). μακροθυμία Ro 9:22. ὀδυρμός Mt 2:18. παράκλησις 2 Cor 8:4. παρρησία (Wsd 5:1) 3:12; 7:4a (pred.); 1 Ti 3:13; Phlm 8. πεποίθησις 2 Cor 8:22c. πλάνη 2 Cl 1:7. πληροφορία 1 Th 1:5. πόνος Col 4:13. σιγή a great or general hush (X., Cyr. 7, 1, 25; Arrian, Anab. 5, 28, 4) Ac 21:40. στάσις 23:10. τρόμος 1 Cor 2:3. φαντασία Ac 25:23. χαρά 8:8; Phlm 7. ὥρα πολλή late hour (Polyb. 5, 8, 3; Dionys. Hal. 2, 54; Jos., Ant. 8, 118) Mk 6:35ab.
    β. subst. πολλά in the acc. used as adv. greatly, earnestly, strictly, loudly, often etc. (X., Cyr. 1, 5, 14; Diod S 13, 41, 5; Lucian, Dial. Deor. 19, 2; Aelian, VH 1, 23; 4 Km 10:18; Is 23:16; TestSol 1:1; GrBar; ApcMos; Jos., Ant. 14, 348) ἀλαλάζειν πολλά Mk 5:38 (s. ἀλαλάζω). πολλὰ ἁμαρτάνειν Hs 4:5c (ApcMos 32). π. ἀνακρίνειν Ac 28:18 v.l. π. ἀπορεῖν Mk 6:20 (Field, Notes 29). π. ἀσπάζεσθαι 1 Cor 16:19 (s. ἀσπάζομαι 1a). δεηθῆναι π. (GrBar 4:14; Jos., Vi. 173; 343) Hs 5, 4, 1. διαστέλλεσθαι Mk 5:43 (s. διαστέλλω). π. ἐπιτιμᾶν 3:12. π. ἐρωτᾶν earnestly pray Hv 2, 2, 1. κατηγορεῖν π. Mk 15:3 (s. κατηγορέω 1a). κηρύσσειν π. talk freely 1:45. κλαίειν bitterly Ac 8:24 D (ApcMos 39). κοπιᾶν (ApcMos 24; CIG IV 9552, 5 … μοι πολλὰ ἐκοπίασεν, cp. Dssm., LO 266, 5 [LAE 317]) work hard Ro 16:6, 12; 2 Cl 7:1b. νηστεύειν π. fast often Mt 9:14a. ὀμνύναι π. Mk 6:23. παρακαλεῖν Mk 5:10, 23; Ac 20:1 D; 1 Cor 16:12. π. πταίειν make many mistakes Js 3:2. π. σπαράσσειν convulse violently Mk 9:26a.—W. the art. ἐνεκοπτόμην τὰ πολλά I have been hindered these many times (cp. Ro 1:13 πολλάκις) Ro 15:22 (v.l. πολλάκις here too).
    γ. subst. πολύ in the acc. used as adv. greatly, very much, strongly (Da 6:15, 24 Theod.) ἀγαπᾶν πολύ show much affection, love greatly Lk 7:47b. κλαίειν π. weep loudly Rv 5:4.—Mk 12:27; Ac 18:27.
    superlative, the neut. acc. πλεῖστον, α as adv. (sing. Hom. et al.; pl. Pind. et al.)
    α. pl. πλεῖστα in the formula of greeting at the beginning of a letter πλεῖστα χαίρειν (POxy 742; 744; 1061 [all three I B.C.]; PTebt 314, 2 [II A.D.] and very oft. in pap.—Griech. pap ed. Ltzm.: Kl. Texte 142, 1910, p. 4, 5, 6, 7 al.; Preis. II s.v. πλεῖστος) heartiest greeting(s) IEph ins; IMg ins; ITr ins; IRo ins; ISm ins; IPol ins.
    β. sing. τὸ πλεῖστον at the most (Aristoph., Vesp. 260; Diod S 14, 71, 3 πεμπταῖοι ἢ τὸ πλ. ἑκταῖοι; POxy 58, 17; PGiss 65:9) κατὰ δύο ἢ τὸ πλ. τρεῖς (word for word like Περὶ ὕψους 32, 1) 1 Cor 14:27.—B. 922f. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πολύς

  • 7 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 8 γάρ

    γάρ particle, always in second or third position.
    1 not joined with other particles.
    a gives reason for what precedes.

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά. μείων γὰρ αἰτία O. 1.35

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν. ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19

    (If a man had the qualities I describe, he would be celebrated.) ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (but cf. h infra) O. 6.8

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα,. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90

    ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (sc. in Aigina). ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ δυσπαλές because Aigina is a great commercial stateand is bound to reverence the rule of righteous dealing, Sandys O. 8.23

    πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο· πρόσθε γὰρ νώνυμνος O. 10.50

    Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα. τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (cf. f infra) O. 12.3 ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον· ἐοικότα γὰρ καὶ

    τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.34

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν. εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ἱκόμαν οἴκαδ'. πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέωνP. 4.109 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνον γε πράξασθαι πόνον. κεῖτο γὰρ ( δέρμα sc.)

    λόχμᾳ P. 4.244

    μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν· ὥρα γὰρ συνάπτει P. 4.247

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν, δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μεκροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.52

    ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς· τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ ὁμῶς N. 1.53

    ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς. εἶδε γὰρ N. 1.56

    ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν· ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.3

    ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός· ἄπορα γὰρ λόγον Αἰκακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα· παροιχομένων γὰρ ἀνέρων N. 6.29

    ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν. πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται, νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε. τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ ἀναβαίνων αὐδὰν μανύει N. 9.4

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες· δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45

    οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους · ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής τω τότ' ἦν I. 2.6

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος· ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας I. 4.2

    δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων. τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί I. 4.30

    προφρόνων Μοισᾶν τύχομεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ. τόλμα γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.45

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς· Φυλακίδᾳ γὰρ ἧλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57

    κώμαζ' ἔπειτεν Στρεψιάδᾳ· φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21

    ἄλοχον

    εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν. ἔρως γὰρ ἔχεν I. 8.29

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει· ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70

    ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ. ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων Pae. 6.7

    ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ. θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62

    πιστὰ δ Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι. τίμαθεν γὰρ (Wil.: τιμαθέντας Π.) Παρθ. 2.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις. πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν *fr. 104b. 5.* πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει fr. 121. 3.
    b gives an explanation of what precedes. αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα. ἤδη γὰρ αὐτῷ ἀντέφλεξε Μήνα i. e. for by now all else was ready O. 3.19

    νίσεται σὺν παισὶ Λήδας. τοῖς γὰρ ἐπέτρεπεν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25

    ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα τὸν Εὐάδνα τέκοι· Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν. κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61

    χαρίτων νέμομαι κᾶπον· κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν O. 9.28

    ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον. ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι i. e. since we are gifted in different directions O. 9.104

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον. ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα. γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον. ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.7

    May my poetry be effective.

    Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96

    τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα. Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ἀείδων ἔμολον O. 14.17

    καιρὸν εἰ φθέγ-

    ξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82

    With the help of Artemis he mastered his horses.

    ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ τίθησι κόσμον P. 2.9

    νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου P. 2.38

    αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον· τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται ΛακεδαίμονοςP. 4.48

    Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ· μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.68

    οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι. μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημP. 4.148 κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσανP. 4.209

    ἀκηράτοις ἁνίαις. κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34

    ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ· ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49

    Ἡσυχία, τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ. τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι P. 8.6

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει. μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦP. 8.52 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις. εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ but ultimately it is god who is responsible for good fortune P. 8.73

    Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα· γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7

    κώπαν σχάσον. ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ. πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    I had rather be generous to my friends than miserly. κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (but cf. Σ: ἐλπίδος ποτὲ διαπεσὼν τῆς ἴσης τύχοι ἂν ἀμοιβῆς) N. 1.32

    κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων. ποσσὶ γὰρ κράτεσκε N. 3.52

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν· πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίοις. κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης. πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ N. 7.9

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε· ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12

    βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί. λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν φυτεῦσαι N. 7.84

    λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν· ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24

    ἴστω λαχὼν ὄλβον. εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσωθεν N. 9.46

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων. νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41

    ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους. κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων. οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων. ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν I. 4.23

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.33

    Homer has perpetuated the fame of Aias.

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴτῃ τι I. 4.40

    We sing the praise of the victorious sons of Lampon.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται. ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν. δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε· φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας I. 8.46

    ἔλαθεν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον· ὤμοσε [γὰρ θ]εὸς (supp. Housman) Πα.. 112. ἐπεύχομαι εὐμαχανίαν διδόμεν. τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες, ὅστις ἄνευθ' Ἐλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7 B. 18. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67. The soul survives the body. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    c introduces narrative in elaboration of what precedes.—

    δέξαιτόνδε κῶμον. ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων, ὅς O. 4.10

    ἔμαθε δὲ σαφές· εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.25

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου P. 3.25

    φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαιP. 4.102δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων. κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ΦρίξοςP. 4.159

    σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες· τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν P. 4.256

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων. κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος P. 4.281

    ἔχοντι τὰν ( Κυράναν sc.)

    χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι. σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    Ἀντίλοχος ἀναμείναις Μέμνονα. Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32

    ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ. παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ὠκύτατον γάμον. ἔστασεν γὰρ P. 9.114

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9

    ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν. φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτὲ N. 9.13

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ. τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός· αὐτίκα γὰρ

    ἦλθε Λήδας παῖς N. 10.65

    ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι I. 1.17

    ἤρχετο μόροιο κάρυξ. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43) introducing argument, proof, example: It is easy for a poet to praise a man for his labours.

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκὺς. ὃς δ ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.47

    You Graces are a source of pleasure to men.

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται. κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    cf. N. 7.24
    d after a verb of announcing or simm.

    κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν. νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν O. 10.13

    Χάριτες, κλῦτ' ἐπεὶ εὔχομαι· σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    κέκλυτε. φαμὶ γὰρP. 4.14 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ. τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; P. 4.70

    γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν. εἰ γὰρ P. 4.263

    ἀκούσατ. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἤ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1

    εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις. ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60

    e introduces an explanation of particular words.

    Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.22

    ἄπιστον ἔειπ (= ἔειπα).

    αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33

    ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα. θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες. δαίμων δ' ἄισος I. 7.42

    οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ. [ γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel) fr. 169. 16.
    f introduces an explanation of something not directly expressed. στρατὸν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι· τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος i. e. they are unable to behave in another way for... O. 11.19 Χαρίτων μή με λίποι καθαρὸν φέγγος. Αἰγίνᾳ τε γάρ φαμι πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι i. e. they did not leave me in the past for... P. 9.90 Zeus buried Amphiareus before Periklymenos struck him from behind. (He was in full flight.)

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    His parents' lackof ambition prevented Aristagoras competing in Ol. and Pyth. games. (I would have let him.)

    ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον κάλλιον ἂνδηριώντωνἐνόστησ' ἀντιπάλων N. 11.24

    They won in different events. (but not in the pentathlon)

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον I. 1.26

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν. (Melissos had to use all means possible.)

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49

    esp. after voc., Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι i. e. on you I call O. 4.1 cf. O. 12.3, O. 14.5

    Φοῖβε, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν, ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    g introduces explanation in parenthesis.

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν, μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς, ὅν τε N. 10.46

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34

    h introduces the answer to a preceding question.

    τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    cf. O. 6.8

    ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἑρεχθέος ἀστῶν P. 7.9

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοὶ ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3.
    i introducing a question, progressive. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20 cf. P. 4.70
    k fragg. ἐπικράνοισι γὰρ fr. 6b. d. ἀριστεύοντα γὰρ ἐν fr. 6b. e. ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1.

    τῶν γὰρ ἀντομένων[ Pae. 2.42

    ]γὰρ ἐπῆν πόνος[ Pae. 8.88

    ]σοφίᾳ γὰρ Pae. 14.40

    ]α μὲν γὰρ εὔχομαι Pae. 16.3

    ]ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ἀιὼν γὰρ Pae. 22.8

    ]γὰρ εὔχομαι. Δ. 1. 1. ]θαμὰ γὰρ οἰκόθεν[ Δ. 4h. 11. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 2. ]ι γὰρ ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. προβάτων γὰρ *fr. 104b. 1. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις fr. 105b. 1. πάντων γὰρ fr. 140a. 54 (28). ] γάρ σε fr. 140a. 60 (34). κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. 1. ὁ γὰρ ἔπαινος *fr. 181* ]εν γὰρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. νικώμενοι γὰρ (v. l. δέ) fr. 229. ] οντι γὰρ ανα[ ?fr. 333a. 15. ] εὔφρων γὰρ[ P. Oxy. 1792. fr. 41. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442. fr. 68.
    2 εἰ γάρ if only, introducing wish. — “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43 with apodosis suppressed.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98

    3 combined with other particles.
    a καὶ γάρ, καὶ γάρ.
    I for the fact is, emphasising the explanation.

    ταχέες ἔβαν· καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων P. 4.181

    ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα. καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἕρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.59

    καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ· καὶ γὰρ βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.67

    ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν. καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30

    νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων. καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν θαυμασταὶ πέλονται I. 5.4

    ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι

    σαόφρονος. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pae. 9.47

    καὶ γὰρ:

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    II where the καί goes closely with what follows, and is emphatic, also, even.καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε μείλιχος ὀργὰP. 9.42

    καὶ γὰρ αὐτά, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς, ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50

    καὶ γὰρ ἐν ἀγαθέᾳ χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς Πυθῶνι κράτησεν Καλλίας N. 6.34

    καὶ γάρ:

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.56

    γ. introduces example, yes and, and further

    καὶ γὰρ Ἀλκμήνας O. 7.27

    καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης P. 1.10

    μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων. καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26

    b introducing double reason.
    I

    τε γὰρ δέ. κακολόγοι δὲ πολῖται· ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον· ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29

    II

    μὲν γὰρ δέ. Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο, Πυθῶνι δ O. 2.48

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    cf. frag. Pae. 16.3
    III

    μὲν γὰρ ἀλλά. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι. ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    c γὰρ ὦν, looking to what follows, of course, but then

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός· οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12

    d γάρ τοι emphasising general validity of the reason.

    τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται. λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85

    I pray to Aiakos as I make this offering to the victors.

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    Lexicon to Pindar > γάρ

  • 9 χαίρω

    χαίρω, Il.7.191, etc.; [ per.] 3pl. imper.
    A

    χαιρόντων E.HF 575

    : [tense] impf., [dialect] Ep.

    χαῖρον Il.14.156

    , [dialect] Ion.

    χαίρεσκον 18.259

    : [tense] fut.

    χαιρήσω 20.363

    , Hdt. 1.128, Ar.Pl.64, And.1.101, Arr.An.5.20.6; [dialect] Ep. redupl. inf.

    κεχᾰρησέμεν Il.15.98

    ; later χᾰρῶ v.l. in Apoc. 11.10: [tense] aor.

    ἐχαίρησα Plu. Luc.25

    : [tense] pf.

    κεχάρηκα Ar.V. 764

    , part.

    - ηκώς Hdt.3.42

    , etc., [dialect] Ep. acc. κεχᾰρηότα, pl. -ότας, Il.7.312, Hes.Fr.77:—[voice] Med. (in same sense), χαίρομαι, noted as a barbarism in Ar. Pax 291 (v. Sch.), but found in BCH36.622 (Perinthus, written χέρ-), Alex.Aphr.Pr.1.20, al.: [tense] fut. χᾰρήσομαι Ps.-Luc.Philopatr.24, ([etym.] συγ-) Plb.30.18.1, D.S. 31.15; [dialect] Dor.

    χαρησοῦμαι Pythag.Ep.3.7

    ; χᾰροῦμαι LXXZa.4.10, ([etym.] κατα-) ib.Pr.1.26; [dialect] Ep.

    κεχᾰρήσομαι Od.23.266

    : [tense] aor. 1 part.

    χαιρησάμενος BGU 742 ii 3

    (ii A. D.): [dialect] Ep. [tense] aor.1

    χήρατο Il.14.270

    ;

    ἐχ- Opp.C.1.509

    , etc.; part.

    χηράμενος AP7.198

    (Leon.): [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. 2, [ per.] 3pl.

    κεχάροντο Il.16.600

    (

    χάροντο Q.S.6.315

    ); opt. [ per.] 3sg. and pl. κεχάροιτο, -οίατο, Od.2.249, Il.1.256:—[voice] Pass. (in same sense), [tense] aor. 2 ἐχάρην [pron. full] [ᾰ] 7.54, etc., [dialect] Ep. [ per.] 3sg.

    χάρη 5.682

    , 13.609; subj.

    χᾰρῇς Pl.R. 606c

    ; opt.

    χᾰρείη Il.6.481

    ; inf.

    χᾰρῆναι Simon.164

    ; part.

    χᾰρείς Il.10.541

    , Sapph.118, Pi.I.6(5).10, Ar.Th. 981 (lyr.), etc.; [tense] pf.

    κεχάρημαι h.Bacch.7.10

    , E.IA 200 (lyr.), Ar.V. 389 (anap.); part.

    κεχαρμένος E.Or. 1122

    , Tr. 529 (lyr.), Cyc. 367 (lyr.): [tense] plpf. [ per.] 3sg. and pl. κεχάρητο, -ηντο, Hes.Sc.65, h.Cer. 458:—rejoice, be glad, Il.3.111, 21.347, etc.;

    γραῦς ἥδε οἰνοφόρος κεχαρημένη ὧδε κάθηται IG12(8).679

    (Scyros, ii B. C.):

    χ. θυμῷ Il.7.191

    , al.;

    ἐν θυμῷ 24.491

    , Od.22.411;

    φρεσὶν ᾗσι Il.13.609

    ;

    φρένα 6.481

    ; χ. νόῳ to rejoice in wardly, Od. 8.78;

    χαίρει δέ μοι ἦτορ Il.23.647

    ;

    αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ χ. Od.4.260

    ;

    χ. καὶ γελᾶν S.El. 1300

    ;

    ἥδομαι καὶ χαίρομαι κεὐφραίνομαι Ar. Pax 291

    ; opp. λυπεῖσθαι, A.Fr.266.3, S.Aj. 555, etc.; opp. ἀλγεῖν, Id.Tr. 1119. —Constr.,
    1 c. dat. rei, rejoice at, take pleasure in a thing,

    νίκῃ Il.7.312

    ;

    φήμῃ Od.2.35

    ;

    δώρῳ Hes.Op. 358

    ;

    μόλπᾳ Sapph.Supp. 25.5

    , cf. S.OT 1070, Pl.Mx. 238d, etc.: c. dat. pers.,

    χαῖρε.. ἀνδρὶ δικαίῳ Od.3.52

    ; with a part. added,

    χάρη δ' ἄρα οἱ προσιόντι Il.5.682

    , cf. 24.706, Od.19.463: with Preps.,

    χαίρειν ἐπί τινι S.Fr. 926

    , X. Mem.2.6.35, Cyr.8.4.12, Isoc.2.30, Pl.Lg. 739d, etc.;

    πρὸς τοῖς παιδικοῖς Eup.327

    ; with a part. added,

    ἐπ' ἐξεργασμένοις κακοῖσι χ. E.Ba. 1040

    , cf. 1033: rarely

    ἔν τινι A.Eu. 996

    (lyr.), S.Tr. 1119: also c. dat. modi, χ. γέλωτι express one's joy by laughter, X.Cyr.8.1.33.
    b of a plant,

    χαίρει ὑφάμμοις χωρίοις Thphr.HP6.5.2

    ; also

    ἡ κύστις χ. τῇ χολῇ Gal.19.646

    .
    2 rarely c. acc., with a part. added,

    χαίρω δέ σ' εὐτυχοῦντα E.Rh. 390

    ;

    τοὺς γὰρ εὐσεβεῖς θεοὶ θνῄσκοντας οὐ χ. Id.Hipp. 1340

    ; χαίρω σ' <ἐλθόντα> Id.Fr. 673 (this usage is said to be Oropian, EM808.4).
    b with a neut. Adj.,

    ταὐτὰ λυπεῖσθαι καὶ ταὐτὰ χαίρειν τοῖς πολλοῖς D.18.292

    : c. acc. cogn.,

    ἁπλῆν χαίρειν ἡδονήν Arist.EN 1154b26

    ;

    χ. ἀνδραπόδων τινὰ χαράν Plu.2.1091e

    .
    3 c. part., χαίρω.. τὸν μῦθον ἀκούσας I rejoice at having heard, am glad to hear, Il.19.185, cf. 7.54, 11.73;

    χαίρουσιν βίοτον νήποινον ἔδοντες Od.14.377

    , cf. 12.380, Hes.Op.55;

    χαίρω.. κόμπον ἱείς Pi.N.8.49

    ;

    χαίρεις ὁρῶν φῶς, πατέρα δ' οὐ χαίρειν δοκεῖς; E.Alc. 691

    ;

    χαίρω φειδόμενος Ar.Pl. 247

    ;

    θωπευόμενος χαίρεις Id.Eq. 1116

    (lyr.), cf. Pl.Smp. 191e, etc.
    b c. part. [tense] pres., delight in doing, to be wont to do,

    χρεώμενοι χαίρουσι Hdt.7.236

    , cf. S.Ph. 449, Ar.V. 764, Pl.Prt. 318d, 346c, 358a.
    4 χαίρειν ὅττι or ὅτι .., Od.14.51, 526, Pi.N.5.46; ἐχάρην καὶ ἐθρασυνάμην ὅτι ἔμαθον .. Metrod.Fr.42; χ. οὕνεκα .. Od.8.200.
    II with negat., esp. with [tense] fut., οὐ χαιρήσεις thou wilt or shalt not rejoice, i.e. thou shalt not go unpunished, shalt repent it, Ar.Pl.64;

    οὐ χαιρήσετον Id.Eq. 235

    ; so

    οὐδέ τιν' οἴω Τρώων χαιρήσειν Il.20.363

    , cf.15.98, Od.2.249, Ar.V. 186; ἀλλ' οὐδ' ὣς Κῦρός

    γε χαιρήσει Hdt.1.128

    ; with an interrog.,

    σὺ.. χαιρήσειν νομίζεις; Plu.Alex.51

    : rarely with other tenses,

    ὅπως ἂν μὴ χαίρωσιν. D.19.299

    ;

    οὐκ ἐχαίρησεν Plu.Luc.25

    : for a similar use of the part., v. infr. IV. 2.
    III freq. in imper. χαῖρε, dual χαίρετον, pl. χαίρετε, as a form of greeting,
    1 at meeting, hail, welcome (esp. in the morning, acc. to D.C.69.18, cf. Luc.Laps.), Il.9.197, Od.13.229, etc.;

    χαῖρε, ξεῖνε, παρ' ἄμμι φιλήσεαι 1.123

    ; strengthd.,

    οὖλέ τε, καὶ μάλα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν 24.402

    ;

    χαῖρέ μοι Il.23.19

    , cf. S.OC 1137; repeated, A.Eu. 996, 1014 (both lyr.), S.Aj.91, etc.;

    χαῖρ' ὡς μέγιστα, χαῖρε Id.Ph. 462

    ; in greeting one's native land, the sun, etc., A.Ag. 508,22, S.Ph. 1453 (anap.).
    b sts. implied in the use of χαίρω, κῆρυξ Ἀχαιῶν, χαῖρε .. Answ. χαίρω I accept the greeting, A.Ag. 538; νῦν πᾶσι χαίρω, νῦν με πᾶς ἀσπάζεται I hear the word χαῖρε from all, S.OT 596: so in inf., τὸ χαίρειν dub. l. in Pl.Chrm. 164e; χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω I bid him welcome, S.Tr. 227;

    προσειπών τινα χ. οὐκ ἀντιπροσερρήθη X.Mem.3.13.1

    ; but χαίρειν τἄλλ' ἐγώ σ' ἐφίεμαι I bid thee have thy pleasure, S.Aj. 112.
    c inf. alone at the beginning of letters, Κῦρος Κυαζάρῃ χαίρειν (sc. λέγει) X.Cyr.4.5.27, cf. Theoc.14.1; used by Alexander the Great to Phocion as a mark of respect, Duris 51J.
    2 at leavetaking, fare-thee-well, Od.5.205, 13.59, 15.151;

    χαῖρε πόλλ' ὦδελφέ Ar.Ra. 164

    ; pl.,

    χαίρετε πολλάκι Theoc.1.144

    ; freq. put into the mouth of the dying, S.Aj. 863, Tr. 921, Pl.Phd. 116d, etc.: hence in sepulchral inscriptions, IG7.203, etc.
    b hence, imper. χαιρέτω, χαιρόντων, have done with.., away with..,

    εἴτ' ἐγένετο ἄνθρωπος εἴτ' ἐστὶ δαίμων, χαιρέτω Hdt.4.96

    ;

    χαιρέτω βουλεύματα τὰ πρόσθεν E. Med. 1044

    ,

    χαιρόντων πόνοι Id.HF 575

    ; cf. Pl.Smp. 199a, Lg. 636d, 886d.
    c ἐᾶν χαίρειν τινά or τι dismiss from one's mind, put away, renounce, Hdt.6.23, 9.41, Ar.Pl. 1187, Pl.Phd. 63e, Prt. 348a, X.An.7.3.23, etc.;

    συχνὰ χ. ἐᾶν τινα Pl.Phlb. 59b

    ;

    ἐλευθερίαν μακρὰ χ. ἐᾶν Luc.Apol.3

    ;

    μακρὰ χ. εἰποῦσα Ael.VH12.1

    ;

    πόλλα μοι τὰν Πωλυανάκτιδα παῖδα χαίρην Sapph.86

    ;

    τὴν Κύπριν πόλλ' ἐγὼ χαίρειν λέγω E.Hipp. 113

    , cf. 1059, Pl.Tht. 188a;

    χ. κελεύων πολλὰ τοὺς Ἀχαρνέας Ar.Ach. 200

    ;

    εἰπεῖν χαίρειν τινά Ath.Mitt.56.131

    (Milet., Hellenistic), cf. Luc.Dem.Enc.50;

    χαίρειν προσαγορεύειν Ar.Pl. 322

    (metaph. in Pl.Lg. 771a);

    χαίρειν προσειπεῖν Eup.308

    : less freq. c. dat. pers. (never with ἐᾶν χ.)

    , πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ A.Ag. 572

    (nisi leg. ξυμφοράς)

    ; φράσαι.. χαίρειν Ἀθηναίοισι Ar.Nu. 609

    (troch.);

    πολλὰ εἰπόντα χ. τῷ ἀληθεῖ Pl.Phdr. 272e

    , cf. Phd. 64c, R. 406d, X.HG4.1.31 (codd., fort. ἀλλήλους), Jul.ad Them.255a.
    3 on other occasions, as in comforting, be of good cheer, Od.8.408; at meals, 4.60, 18.122; χαῖρε, γύναι, φιλότητι good luck be on our union, 11.248;

    εὐχωλῇς χαίρετε 13.358

    :

    χαῖρε ἀοιδῇ h.Hom.9.7

    .
    IV part.

    χαίρων

    glad, joyful,

    Il.1.446

    , etc.;

    χαίροντα φίλην ἐς πατρίδ' ἔπεμπον εἰς Ἰθάκην Od.19.461

    ;

    χαίροντι φέρειν.. χαίρων 17.83

    ; λυπούμενοι καὶ χαίροντες in sorrow and in joy, Arist.Rh. 1356a16: also [tense] pf. part.

    κεχαρηκώς Hdt.3.27

    ,42, etc.
    2 joined with another Verb, safe and sound, with impunity, χαίροντα ἀπαλλάσσειν ib.69, cf. 9.106, D.24.153; more freq. with a neg., οὐ χαίρων to one's cost,

    οὐ χαίροντες γέλωτα ἐμὲ θήσεσθε Hdt.3.29

    ;

    οὔ τι χαίρων.. ἐρεῖς S. OT 363

    , cf. Ant. 759, Ph. 1299, E.Med. 398, Ar.Ach. 563, Pl.Grg. 510d;

    οὐ γὰπ.. χαίρων τις.. τοὐμὸν ἀλγυνεῖ κέαρ Eup.90

    ;

    οὔτε χαίροντες ἂν ἀπαλλάζαιτε X.An.5.6.32

    ; also

    οὔτι χαιρήσων γε σύ Ar.V. 186

    ; cf. supr. 11.
    3 in the same sense as imper. (supr. 111), σὺ δέ μοι χαίρων ἀφίκοιο fare-thee-well, and may'st thou arrive, Od.15.128, cf. Theoc.2.163; χαίροισ' ἔρχεο go thy way rejoicing, Sapph.Supp.23.7; ἀλλ' ἑρπέτω χαίρουσα let her go with a benison, S.Tr. 819; χαίρων ἴθι fare-thee-well, E.Alc. 813, Ph. 921;

    χαίρουσα.. στεῖχε Id.Hipp. 1440

    .
    V Astrol., of a planet, occupy the position appropriate to another of its own αἵρεσις, Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).230, Ptol.Tetr.51, Vett.Val. 63.6, Man.2.348. (Cf. Skt. háryati 'take pleasure in', Umbr. heriest 'will wish', Lat. horior.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαίρω

  • 10 ὑπόθεσις

    ὑπόθεσις, εως, , ([etym.] ὑποτίθημι, ὑποτίθεμαι)
    A proposal, proposed action,

    τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑ. ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13

    ;

    ἵνα σὺ τὰ σαυτοῦ κατὰ τὴν ὑ. ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Pl.Grg. 454c

    ; intention, policy,

    πολλὰ πρᾶξαι πρὸς τὴν ὑ. τῆς πατρίδος ὡς συχνῆς ἀδικίας δεομένην Thphr.Fr. 136

    ;

    διὰ τὴν ὑ. τῆς πολιτείας.. ἠναγκάζετο χρῆσθαι τοῖς ὑπουργοῦσι Plu.Caes.51

    ; πρὸς ὑ. τινα ἀγαθῶν ἀνδρῶν men good for a particular policy, Arist.Pol. 1293b4; ὑ. τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία ib. 1317a40; ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ὑ. ἐνταῦθα ἔβλεπεν, ὅπως .. Pl.Lg. 743c;

    περὶ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ' ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου ποιήσωνται τὴν ὑ. Isoc.6.90

    ;

    τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν· εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑ. Id.1.48

    ;

    ἀνάγκη τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς τὰς ὑ. πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν ἐκείνοις Id.7.28

    ;

    πρὸς ταύτην τὴν ὑ. ἀποβλέποντες ἄμεινον βουλευσόμεθα καὶ περὶ τῶν ἄλλων Id.8.18

    ;

    ἐξέστητε τῆς ὑ. ἐφ' ἧς ὑμᾶς οἱ πρόγονοι κατέλιπον D.10.46

    ; οἱ τῆς αὐτῆς ὑ. προεστῶτες those who advocated the same policy, Plb.30.32.12;

    ἅπαντας ἀπονεύσειν ἐπ' ἐκείνην τὴν ὑ. Id.24.9.7

    ; Ἀχαϊκωτέραν εἶναι.. ταύτην τὴν ὑ. καὶ νικητικωτέραν ἐν τοῖς πολλοῖς ib.4;

    τὸ τῆς ἰδίας ὑ. λαμπρόν Id.21.23.1

    ;

    τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων Id.18.29.2

    ;

    τηροῦντες τὴν αὑτῶν ὑ. Id.5.5.5

    ;

    πρὸς ταύτην ἁρμοζόμενοι τὴν ὑ. Id.3.16.1

    , cf. 3.50.7; κατασκέψασθαι τὴν τῶν ὑπεναντίων ἐπίνοιαν καὶ τὴν ὅλην ὑ. ib.6;

    Φάβιος.. κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. οὐδαμῶς κρίνων ἐκκυβεύειν οὐδὲ παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις Id.3.94.4

    .
    2 suggestion, advice,

    ἐδώκαμεν ἄν σοι ὑποθέσεις δι' ὧν οἱ ἀντίδικοι ἂν οἴμωζον PMich.Zen.57.7

    (iii B. C.);

    διελέγοντο.. κατὰ τὰς ἐντολὰς τὰς Ἀράτου καὶ τὰς ὑ. Plb. 2.48.8

    , cf. 2.52.6, 4.24.2;

    κροτηθείσης τῆς ὑ. Id.28.16.5

    ; πολυτέχνους ὑ. ἔργων elaborate proposals for works, Plu.Per.12.
    3 purpose,

    τῆς στρατηγίας ὑπόθεσιν τὴν τυραννίδα πεποιημένος Id.Tim.2

    ;

    λόγῳ μὲν ἀποδώσων.., ἑτέραν δὲ τῆς ἀποδημίας ἔχων ὑ. λανθάνουσαν τοὺς πολλούς Id.Mar.31

    ;

    ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας τῆς τε ὑ. τοῦ πολέμου ἀξιολογώτατος ἀγὼν συνηνέχθη D.C.41.56

    ;

    ὑ. τοῦ πολέμου καὶ πρόφασιν διδόντων ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας Plu.Flam.15

    ;

    τὸ χωρὶς ὑποθέσεως πολεμεῖν.. τί ἄλλο ἢ μανία; D.Chr.38.17

    ; [

    οἱ ἐλέφαντες] ἴσασι τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπ' αὐτοὺς τὴν ὑ... εἶναι.. τοὺς ὀδόντας Ael.NA6.56

    .
    4 occasion, excuse, pretext,

    οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖς ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑ. τῆς ἐθελοδουλείας Luc.Merc.Cond.5

    ; τοιαύτης αὐτοῖς τῆς ὑ. οὔσης ib.10;

    ἀεὶ χρὴ ἐπί τινι λυπεῖσθαι καὶ μὴ ἄνευ ὑ. Artem.

    2.60;

    ὑ. ἀργυρισμοῦ καὶ φόνων εἰληφέναι ἐδόκει D.C.63.26

    ;

    μή με νομίσῃς ἀπὸ τῆς παρούσης ὑ. ἀπαρτᾶν τὸν λόγον Id.52.18

    .
    5 actor's role,

    τοὺς ὑποκριτὰς.. οὓς ὁρῶμεν οὔτε κλαίοντας ἐν τοῖς θεάτροις, ὡς αὐτοὶ θέλουσιν, ἀλλ' ὡς ὁ ἀγὼν ἀπαιτεῖ πρὸς τὴν ὑ. Plu.Dem.22

    ;

    ὶδεῖν τί μου ποιεῖ ὁ ἀθλητής, πῶς μελετᾷ τὴν ὑ. Arr.Epict.1.29.38

    , cf. 41;

    τὴν τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ὑ. λαβεῖν Iamb.VP8.39

    .
    6 function, occupation, station in life, [

    Διονύσιος] ἐκ σημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑ. ὁρμηθείς Plb.15.35.2

    ; [

    Ἀγαθοκλῆς] ὁρμηθεὶς ἀπὸ τοιαύτης ὑ. Id.12.15.7

    ;

    τὸ μὴ εἶναι ἄλλην βίου ὑ. εἰς τὸ φιλοσοφεῖν οὕτως ἐπιτήδειον ὡς ταύτην ἐν ᾗ νῦν ὢν τυγχάνεις M.Ant.11.7

    , cf. 8.1, Paul. Aeg.3.17.
    7 practical problem,

    κοινὴ ἡ ὑ. καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή Luc.Hipp.4

    ;

    ἡ μὲν οὖν ὑ. τοιαύτη HeroAut.21.2

    .
    II subject proposed ( to oneself or another) for discussion,

    κελεῦσαι τὴν πρώτην ὑ. τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι Pl. Prm. 127d

    ;

    ἐπὶ τὴν ὑ. ἐπανάγειν τὸν λόγον X.Mem.4.6.13

    ;

    ἐπὶ τὴν ὑ. πάλιν ἐπανελθεῖν Isoc.4.63

    , cf. Gal.6.124;

    τὴν ὑ. περὶ ἧς βουλεύεσθε οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες D.3.1

    ;

    τοὺς δικαστὰς ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῆς ὑ. Id.19.242

    ;

    ἐπὶ τῆς ὑ. μεῖναι Aeschin.3.76

    ;

    ἔξω τῆς ὑ. λέγειν Isoc.7.63

    , cf. 12.161;

    μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑ. ἀποπλανηθῶ Id.7.77

    , cf. 12.88, Aeschin. 3.176,190;

    ὅτ' ἔγραφον περὶ τὴν αὐτὴν ὑ. Isoc.5.83

    ;

    περὶ [τῆς πόλεως] τὴν ὑ. ποιησάμενος Id.12.35

    ;

    τοῦ πράγματος ἐν κεφαλαίῳ.. δήλωσις, ἵνα γινώσκωσι περὶ ὧν ὁ λόγος παρακολουθῶσί τε τῇ ὑ. Arist.Rh.Al. 1436a36

    , cf. Pl.Def. 415b;

    ἡ ὑ. ἐλάττων Arist.Rh. 1404b15

    ; πρὸς ὑπόθεσιν λέγειν, opp. πρὸς ἀμφισβητοῦντα, ib. 1391b13;

    πολλὰ πρὸς τὴν ὑ. οἰκείως διαλεχθείς D.S.13.53

    ; haec erat ὑ., de gravitate ordinis, etc., Cic.Att.1.14.4.
    2 case at law, lawsuit,

    γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑ. ταύτην IG11(4).1299.29

    (Delos, iii B. C.), cf. OGI665.18,669.41 (both Egypt, i A. D.), POxy. 237 vii 34, viii 22 (ii A. D.), 486.26 (ii A. D.);

    τὰ περὶ ταύτης τῆς ὑ. πεπραγμένα PLips.34.18

    (iv A. D.).
    3 subject of a poem or treatise, Zeno Stoic.1.23, Plb.1.2.1, D.H.Pomp.3, Longin. 38.2, Plu.Pomp.42, Luc.Charid.14, Pseudol.5, al.; of a picture, Id.Zeux.5,7; of an impromptu declamation,

    ἐπειδὰν οἱ παρόντες ὑποβάλωσί τινας ὑ. καὶ ἀφορμὰς λόγου Id.Rh.Pr.18

    ; plot, story,

    μῦθοι καὶ ὑποθέσεις Phld.Po.2.62

    , cf. 5.5, al., Arg.Men.Oxy.1235.113 (ii A. D.), Dicaearch. ap. S.E.M.3.3, Artem.4.59, Sch.S.Aj.Prooem., Arg.Ar. Ach. tit., etc.
    4 speech,

    αἱ δικανικαὶ καὶ δημηγορικαὶ ὑ. Theon Prog.1

    ; = ἐπίδειξις 1.3, ἀρξαμένων (v.l. -ῳ)

    τῆς ὑ. LXX 4 Ma.1.12

    ; ἀνδρὸς ἀρετὰς ὅλην πληρούσας ὑ. providing matter for a whole speech, Chor.p.34B.
    b speech or subject of a speech in which the person, occasion, etc. are particularized, opp. θέσις v. 2, Aphth.Prog. 13, cf. Quint.Inst.3.5.7.
    5 a kind of play or pantomime,

    μῖμοί τινές εἰσιν ὧν τοὺς μὲν ὑποθέσεις τοὺς δὲ παίγνια καλοῦσιν Plu.2.712e

    ; μιμολωγοι η υποθησις εικυρα (i. e. μιμολόγοι· ἡ ὑπόθεσις Ἑκυρά), i. e. 'theatrical performance: play, the Hecyra', Ath.Mitt.26.4 (inscr. on lamp, iii B. C.); κλάειν ἤρξαντο πάντες καὶ μετέβαλε τὸ συμπόσιον εἰς σκυθρωπὴν ὑ. into a tragedy, Charito 4.3; so perh. in Luc.Nigr.8; of Aesop's fables,

    χρῆται [τῇ ἀλώπεκι] ὁ Αἴσωπος διακόνῳ τῶν πλείστων ὑ. Philostr.Im.1.3

    .
    III supposition,

    ἢ βούλεσθε.. ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑ., περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b

    ; αὕτη ἡ ὑ., εἰ ἓν μὴ ἔστιν ib. 160b; χρὴ.. μὴ μόνον εἰ ἔστιν ἕκαστον ὑποτιθέμενον σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα ἐκ τῆς ὑ., ἀλλὰ καὶ εἰ μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι ib. 135e, cf. 136a; [σκοπεῖν] τί ἐφ' ἑκατέρας τῆς ὑ. συμβήσεται ib. 136b;

    εἰ ὀρθὴ ἡ ὑ. ἦν, τὸ ψυχὴν ἁρμονίαν εἶναι Id.Phd. 94b

    , cf. 92d, Sph. 244c;

    πρὸς μὲν τὴν ὑ. ὀρθῶς λέγουσιν, ὅλως δ' οὐκ ὀρθῶς Arist. Metaph. 1082b32

    ; ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι examine by starting from an assumption, of reasoning by analysis in geometry, Pl.Men. 86e; τῶν τὴν τέχνην ζητεύντων ἐξ ὑποθέσιος λόγων arguments seeking to derive the (medical) art from an assumption, Hp.VM13; ὑ. αὐτοὶ αὑτοῖς ὑποθέμενοι τῷ λόγῳ ib.1; ἄγοντες ἐπὶ ὑπόθεσιν τὴν τέχνην ib. 15;

    χρῆσιν ἀρετῆς τελείαν, καὶ ταύτην οὐκ ἐξ ὑ. ἀλλ' ἁπλῶς· λέγω δ' ἐξ ὑ. τἀναγκαῖα, οἷον.. τιμωρίαι καὶ κολάσεις.. τὸ καλῶς ἀναγκαίως ἔχουσι Arist.Pol. 1332810

    ; ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑ. ( = ἡ δοθεῖσα ) the constitution based on a presupposition, ib. 1288b28; of currency, ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ' ἐξ ὑ.· διὸ νόμισμα καλεῖται according to a presupposed convention, Id.EN 1133b21 (cf. a29-31, APr. 41a40); of reductio ad impossibile,

    ἢ δεικτικῶς ἢ ἐξ ὑ. τοῦ δ' ἐξ ὑ. μέρος τὸ διὰ τοῦ ἀδυνάτου Id.APr. 40b25

    -6, cf. 41a25;

    δυνατοῦ δεξάμενον ὑπόθεσιν ἐπ' ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25

    , cf. Procl. in Euc.pp.76,252 F.; καθ' ὑπόθεσιν by way of supposition, 'let us suppose', Phld.Rh. 1.95 S., Sign.12, Cleom.1.7.
    IV = τὸ ὑποκείμενον (cf.

    ὑπόκειμαι 11.8

    ), the presupposition of an action, that which has been settled before it begins,

    περὶ τοῦ τέλους οὐθεὶς βουλεύεται, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ καὶ ὑ. Arist.EE 1227a8

    , cf. b30;

    τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑ. ἀληθεῖς καὶ δικαίας εἶναι προσήκει D.2.10

    ; of a thing, that without which it cannot exist or be what it is, its essence, αὕτη (sc. τὸ στέλεχος)

    οἷον ὑ. καὶ φύσις δένδρων Thphr.HP4.13.4

    (cf. οὐσία καὶ φύσις τοῦ δένδρου ibid.);

    ἐπὶ τοῖς χυμοῖς μόνοις σηπομένοις ἔχοντος τὴν ὑ. ὅλου τοῦ νοσήματος, ὅπερ ἐστὶ πυρετώδους ὄντος Gal.18(2).299

    .
    2 in the syllogism, the preliminary statements of fact (whether proved or not) from which inference starts, i. e. the premisses ([etym.] προτάσεις) , τῶν ἀποδείξεων αἱ ὑ., equivalent to ἀρχαί, Arist.Metaph. 1013a16;

    αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ λεγόμεναι ὑ. Id.APo. 81b15

    ; ὅσα δέδεικται δι' ἐκείνων ὑποθέσεις ποιησάμενοι taking as premisses (here) what has been proved in those other works, Gal.6.7, cf. 25,224; ἴστω.. τῆς ὑγιεινῆς πραγματείας ἀνατρέπων τὴν ὑ. ib.17;

    ὑπόθεσιν, αἴτησιν οὖσαν πράγματος εἰς κατασκευήν τινος S.E.M.3.4

    ;

    λαμβάνειν ἀναποδείκτους ὑ. Plu.2.720f

    , cf. 721d;

    ἀναγκαῖον ἢ τὰς ὑ. εἶναι τὰς πρώτας ψευδεῖς, ἢ τὰς ὑπὲρ τῶν συμβαινόντων ἀποφάς εις Plb.1.15.9

    , cf. 11.
    b assumption of existence of any one of the fundamental objects of a particular science,

    ὁ ὁρισμὸς θέσις μέν ἐστι.. ὑ. δ' οὐκ ἔστι· τὸ γὰρ τί ἐστι μονὰς καὶ τὸ εἶναι μονάδα οὐ ταὐτόν Arist.APo. 72a23

    ;

    ἐν ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑ. Id.EN 1151a17

    .
    3 starting-point,

    ἐκ ταύτης τῆς ὑ. λαβεῖν τὸν λόγον τὴν εἰς ἑκάτερον μέρος ὁρμήν Iamb.VP27.130

    ; beginning, τὰς μὲν ἐλπίδας οὐ τελειοῖ (sc. ὁ ὄνειρος) , τὰς δὲ ὑ. τῶν πραγμάτων ταῖς περιοχαῖς ὁμοίας ποιεῖ (referring to a birth of twins which died), Artem.4.47.
    4 raw material,

    τὴν δοθεῖσαν ὑ. εὐφυᾶ πρὸς ὑποδοχὴν γυμναστικῆς.. ἀμείνω ἀποφαίνειν Luc.Hist. Conscr.35

    ;

    οἵαν ὕλην καὶ ὑ. φεύγεις·.. μένε οὖν μέχρι ἐξοικειώσῃς σαυτῷ καὶ ταῦτα M.Ant.10.31

    .
    V mortgage, Thphr.Fr.97.1 (pl.).
    VI placing under,

    πτύγματος Sor.1.70a

    ;

    προσκεφαλαίου Id.2.86

    .
    2 thing placed under, base, τὰς ὑ. (signf. 111)

    ποιούμενος οὐκ ἀρχὰς ἀλλὰ τῷ ὄντι ὑ., οἷον ἐπιβάσεις τε καὶ ὁρμάς Pl.R. 511b

    , cf. Arr.Epict.1.7.22; in D.2.10 (v. supr. IV. 1) the ἀρχαί and ὑποθέσεις (i. e. basic principles) of actions are compared to the foundations ([etym.] τὰ κάτωθεν) of a house or a ship;

    Τριπτόλεμος.. τὰς πρώτας ὑ. βαλόμενος τῇ πόλει Lib.Or.11.52

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεσις

  • 11 σοφός

    σοφός (-ός, -ῷ, -όν, -οί, -ῶν, -οῖς, -ούς; -ᾶς, -αί, -αῖς; -ῶν; σοφώτατοι; -ώτατον, -ώτατα.)
    a wise, skilled of people,

    ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι O. 1.34

    σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ pr. O. 2.86 ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν pr. O. 5.16

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28

    εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

    καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42

    σοφὸν Αἰσονίδαν P. 4.217

    ἔν τε σοφοῖς πολίταις P. 4.295

    πέφανταί θ' ἁρματηλάτας σοφός P. 5.115

    πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74

    σοφᾶς ΠειθοῦςP. 9.39

    αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ N. 4.2

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός (i. e. συνήσεις πρὸς τί ταῦτα εἴρηται Σ.) I. 2.12 ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (sc. the Aiginetans) I. 9.4 σο]φὸν ἁγητῆρα λ[ (supp. Bartoletti.) ?fr. 346a. 2. pro subs.,

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31

    χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.88

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50 σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον (v. Schadewaldt, 300̆{1}) N. 7.17

    ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41

    ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν Pae. 6.52

    b specifically, skilled in poetry

    ἐπέων τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν P. 3.113

    ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45

    ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει μέλος Pae. 18.3

    cf. P. 4.138, Δ. 2. 24. pro subs.,

    ὅθεν ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι O. 1.9

    βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P. 9.78

    εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὖτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς P. 10.22

    καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.47

    σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b.
    c of things

    τέκεν ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ' ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν παραδεξαμένους παῖδας O. 7.72

    ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10

    σοφῶν ἐπέων P. 4.138

    καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18

    ἐμὲ δ' ἐξαίρετο[ν] κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 24.

    Lexicon to Pindar > σοφός

  • 12 διαπράσσω

    διαπράσσω, [dialect] Att. [suff] διαπράκτ-ττω, [dialect] Ion. [suff] διαπρακτ-πρήσσω,
    A pass over, c. gen., διέπρησσον πεδίοιο they made their way over the plain, Il.2.785, 3.14; also οἵ κε.. διαπρήσσωσι κέλευθον may finish their journey, Od.2.213, cf. 429: of Time, c. part., ἤματα.. διέπρησσον πολεμίζων I went through days in fighting, Il.9.326; κεν.. εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων I should not finish speaking.., Od.14.197:—[voice] Med.,

    διαπραξάμενος βίον Alex.262.2

    (dub.).
    II bring about, accomplish, Hdt.9.94; δ. τινί τι get a thing done for a man, Id.3.61, cf. A.Eu. 953(lyr.): c. inf., X.Smp.5.9: abs., Ar.Eq.93:—[voice] Pass.,

    ἐπ' ἔργοις διαπεπραγμένοις καλῶς A.Ch. 739

    :—freq. in [voice] Med., Hdt.1.2, 2.2, Ar.Lys. 518, etc.;

    δι' ἑρμηνέων Hdt.4.24

    ;

    οὐδὲν καινὸν διαπράττονται D.35.1

    : [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,

    τὸ αὐτὸ διαπεπραγμένοι εἰσὶν ὥσπερ ἂν εἰ.. Pl.Grg. 479a

    ;

    πολλοῖς πολλὰ παρὰ τοῦ πάππου ἀγαθὰ διεπέπρακτο X.Cyr.4.2.10

    , cf. An.2.3.25;

    ὃ οὗτοι διαπεπραγμένοι εἰσί D.35.26

    , cf. Din.1.97, Isoc. 4.137;

    τοὺς ἀνήκεστα δ. Theodect.

    ap. Arist.Rh. 1399b4, cf. Men. Per.Fr.1: also strictly in sense of [voice] Med., effect for oneself, gain one's point, Hdt.9.41;

    τὸ ἴδιον Antipho 5.61

    ;

    φιλίαν δ. πρός τινα X.An.7.3.16

    ; πλοῖα παρά τινος ib.6.2.17: c. inf.,

    δ. τῶν ἀγγέλων γενέσθαι Pl.R. 360a

    ; δ. ὥστε folld. by inf., Lys.16.15, Pl.Grg. 478e, by ind., X.An.4.2.23; δ. μὴ καίειν ib.3.5.5.
    2 [voice] Med., get for oneself, obtain, πλοῖα ib.6.2.17, cf. 3.2.29.
    III make an end of, destroy, in [voice] Pass., A.Pers. 260(lyr.), al., S.Tr. 784, E.Hel. 858;

    διαπέπρακται τὰ Καρχηδονίων Plu.Fab.5

    .
    IV [voice] Med., intrigue successfully, Aeschin. 3.232 (so in [voice] Act., διαπρήσσει· ἀπατᾶ, ψεύδεται, Hsch.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπράσσω

  • 13 διάφορος

    A different, unlike, Hdt.2.83, 4.81, Pl.Lg. 964a, etc.;

    παρά τι Iamb. Myst.3.30

    : c. gen., differing from, Pl.Phlb. 61d, etc.
    b several, various,

    κατὰ τὰς δ. ὕλας Phld.Sign.24

    ;

    δ. πρόσωπα POxy.1033.88

    (iv A.D.), cf. Ep.Hebr.9.13.
    c ambiguous, Hsch.
    2 differing or disagreeing with another,

    πολλοῖς δ. εἰμι E.Med. 579

    ; esp. in hostile sense, at variance with,

    Κλεομένεϊ Hdt.5.75

    ;

    τοῖς οἰκείοις Lys.14.44

    ; ἀλλήλοις, ἑαυτοῖς, Pl.Prt. 337b, Lg. 679b;

    ἀνώμαλος καὶ δ. πρὸς ἑαυτόν Plu.Sull.6

    : c. gen., δ. τινος one's adversary, D.29.15, cf. Antiph.209.1, Philem.162.
    3 excellent, distinguished, remarkable, Antiph.175.3;

    δ. γλυκύτητι D.S.2.57

    ;

    πρὸς ἀρετήν Plu.Cleom.16

    : [comp] Comp.,

    ὄνομα Ep.Hebr.1.4

    .
    4 making a difference to one,
    a in good sense, advantageous, profitable, important,

    δ. ἑτέρου μᾶλλον Th.4.3

    ;

    πρὸς σωτηρίαν Pl.Lg. 779b

    .
    b rarely in bad sense, disagreeable, γείτονα γείτονι μηδὲν ποιεῖν δ. ib. 843c.
    II as Subst., διάφορον, τό,
    1 difference,

    σμικρόν τι τὸ δ. εὕροι τις ἄν Hdt.2.7

    ; διάφορα πολλὰ θεῶν βροτοῖσιν εἰσορῶ I see many differences between gods and men, E.Supp. 612 (lyr.); μέγα τὸ δ. ἐστι (v.l. διαφέρον) Hp.Art.14;

    ἆρα μικρὰ τὰ δ. ἑκατέροις τῆς οὑσίας; Is.11.47

    ;

    ἡλίκα γ' ἐστὶν τὰ διάφορ' ἐνθάδ' ἢ ἐκεῖ πολεμεῖν D.1.27

    .
    2 what concerns one, τῶν ἡμῖν ἐς τὰ μέγιστα διαφόρων matters of the greatest concern to us, Th.4.87;

    τηλικούτων ὄντων αὐτῷ τῶν δ. D.19.68

    , cf. Arist.Oec. 1352b2.
    3 difference, disagreement, ἕνεκα τῶν αὐτοῖς ἰδίᾳ δ. on account of their private differences, Th.1.68, cf. 2.37; τὸ Ἀθηναίων δ. difference with the A., Id.2.27.
    4 in reference to money-matters, difference, balance, Hyp.Eux.17, cf. Epict.Ench.25.4; expenditure, Arist.VV 1251b10;

    ἡμικρολογία ἐστὶ φειδωλία τοῦ δ. Thphr.Char.10.1

    : in pl., expenses, D.32.18, IG5(1).1390.45 (Andania, i B.C.); losses, OGI90.30 (ii B.C.), WilckenChr.11 B8 (ii B.C.).
    b ready money, cash,

    χρείας γενομένης ἀναγκαίας τῷ δήμῳ διαφόρου IG12(7).388.7

    ([place name] Amorgos); sum of money, PSI4.330.8 (iii B.C.), UPZ3.7 (ii B.C.), Plb.4.18.8, IG12(5).653.56 (Syros, i B.C.), etc.: pl., Plb.31.27.13, CIG 2695 ([place name] Iasus); interest,

    ἐπὶ διαφόρῳ ἡμιολίας POxy.1040.8

    (iii A.D.); price, Luc.Herm.81, D.L.6.9.
    5 expenses of carriage, PAmh.2.69.12 (ii A.D.), PFay. 86a11 (ii A.D.).
    III Adv. - ρως with a difference,

    τοῖς παροῦσιν ἤθεσι δ. πολιτεύειν Th.6.18

    , cf. Pl. Ion 531b: c. gen.,

    δ. τῶν λοιπῶν δένδρων Gp.10.37.1

    ; in a variety of ways, Phld.D.3.9: [comp] Comp.

    - ώτερον Id.Mus.p.109K.

    2

    δ. ἔχειν

    differ,

    Pl.Phlb. 25e

    , etc.;

    δ. ἔχειν τινί

    to differ with..,

    D.33.18

    .
    3 pre-eminently,

    πρᾶος καὶ φιλάνθρωπος τῶν ἄλλων δ. ὤν Id.24.196

    , cf. J.BJ2.8.9 ([comp] Sup.);

    δ. συναρέσκει Men.Epit. 333

    , cf. Pk.72; excellently, with distinction, ἀγωνίσασθαι Sosyl.p.30B.;

    δ. ἀπειργασμένος Plb.13.7.2

    : [comp] Comp.

    - ώτερον Hsch.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάφορος

  • 14 οἴομαι

    οἴομαι, in Hom. always un[var] contr. [full] ὀΐομαι (exc.
    A

    οἴομαι Od.10.193

    ,

    οἴοιτο 17.580

    , 22.12), v. infr.:—the shortd. form [full] οἶμαι is the one chiefly used in Trag., οἴομαι only in A.Ch. 758, S.OC28 ; but οἴομαι is freq. in Ar. (Eq. 407, al.) ; Hdt. does not use either form ; in [dialect] Att. Prose codd. vary, but οἶμαι prevails, and was exclusively used in parenthesis (v. infr. IV): [tense] impf.

    ᾠόμην A.Pr. 270

    , Ar.V. 791, etc. ; also 1 pers.

    ᾤμην Id.Fr. 636

    , etc.: [tense] fut.

    οἰήσομαι Lys.30.8

    , Pl.R. 397a, etc., later

    οἰηθήσομαι Gal.Opt.Doctr.42

    :—[dialect] Ep. [tense] aor. [full] ὠϊσάμην (v. infr.): [tense] aor.

    ὠΐσθην Od.4.453

    , 16.475 ; part.

    ὀϊσθείς Il.9.453

    ; [dialect] Att. and [dialect] Ion. [tense] aor.

    ᾠήθην Hp.VM14

    , Antipho 1.8, Th.4.130, Pl.Tht. 178c, etc. ; but rare in Com. and Trag.,

    οἰηθῇς Ar.Eq. 860

    , οἰηθείς, -εῖσα, Antiph.194.2, E. IA 986 ; also [tense] aor. inf.

    οἰήσασθαι Arat.896

    :—[voice] Act., [dialect] Ep. [tense] pres. [full] ὀΐω and [full] οἴω, but only in [ per.] 1sg. (v. infr.) ; [dialect] Lacon.

    οἰῶ Ar.Lys.81

    , 156, 998, Epil. 3. [In the un[var] contr. forms, Hom. uses [pron. full] in

    ὀΐομαι Il.5.644

    ,

    ὀΐεαι 1.561

    , Od.10.380,

    ὀΐεται 17.586

    ,

    ὀϊόμεθ' 21.322

    ,22.165,

    ὀϊόμενος Il.15.728

    , Od. 2.351, al. (

    οἰόμενος Call.Epigr.8.2

    ),

    ὠΐετο Od.10.248

    ,

    ὀΐσατο 1.323

    ,9.213,19.390,

    ὀϊσάμενος 15.443

    (but the v.l. ὀϊσσατο, ὀϊσσάμενος in Hom. can be supported by

    ὀϊσσάμενος A.R.2.1135

    , cf. Epic.Alex.Adesp.2.41, Arat.1006, by ὑποίζεσθαι (: ὑπονοεῖν) Hsch., and by

    ὠῐσάμην A.R. 1.291

    , ὠΐσατο [pron. full] [ῐ] Mosch.2.8, etc.) ; [voice] Act. [tense] pres. ὀΐω has [pron. full] when it stands at the end of a line, also in Od.19.215 (in fourth foot), 18.259 (before caesura in third foot) ; but [pron. full] in Il.1.558, 13.153,23.467, etc. ; οἴω as disyll. is always at the end, exc. in 15.298, 21.533, 23.310.]:—forebode, presage, c. acc.,

    κῆρας ὀϊομένῳ Il.13.283

    ;

    γόον δ' ὠΐετο θυμός Od. 10.248

    ; expect,

    ἐελδομένοισι μάλ' ἡμῖν, οὐδ' ἔτ' ὀϊομένοισι 24.401

    ; suspect,

    ἤ τι ὀϊσάμενος, ἢ καὶ θεὸς ὣς ἐκέλευσεν 9.339

    ;

    ἦ τινά που δόλον ἄλλον ὀΐεαι 10.380

    ; fear,

    κατὰ θυμὸν ὀΐσατο, μή ἑ λαβοῦσα οὐλὴν ἀμφράσσαιτο 19.390

    ;

    τῷ ἑπόμην.., ὀϊόμενός περ, ἀνάγκῃ 14.298

    : abs., αἰεὶ μὲν ὀΐεαι, οὐδέ σε λήθω thou art ever suspecting, Il.1.561 ;

    πατὴρ δ' ἐμὸς αὐτίκ' ὀϊσθεὶς πολλὰ κατηρᾶτο 9.453

    , cf. Od.15.443 : folld. by ὡς, καὐτὸς ὀΐεαι ὥς κεν ἐτύχθη you can guess how it would have happened, 3.255, cf. 17.586 : c. acc. et [tense] fut. inf.,

    ὀΐομαι ἄνδρα χολωσέμεν Il.1.78

    ; ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀΐω ib. 289, cf. 5.252, 284, al. ;

    τὸ καὶ τελέεσθαι ὀΐω 1.204

    ;

    ἀλλ' οὐ νῦν ἐρύεσθαι ὀΐομαι 20.195

    : c. acc. et [tense] pres. inf., referring to present time,

    οὐδέ τι θυμῷ ὠΐσθη δόλον εἶναι Od.4.453

    , cf. 10.232 ;

    ὀΐσατο γὰρ θεὸν εἶναι 1.323

    ;

    τῶ δ' ὀΐω κείνης τάδε πάσχειν ἐννεσίῃσιν Il.5.894

    : c. acc. et [tense] aor. inf., referring to past time,

    τῇ δ' ὀΐω κατανεῦσαι 1.558

    , cf. Od.3.27, al.: the subj. of the inf. must freq. be supplied from the context, διωκέμεναι γὰρ ὀΐω I fear [they] are pursuing me, 15.278, cf. 1.201, 12.212, Il.12.66,al.: c. inf. alone, when both Verbs have the same subject, as κιχήσεσθαι δέ δ' ὀΐω I think I shall catch you, 6.341 ; mean, intend, c. [tense] fut. inf.,

    οὐ γὰρ ἔγωγ' ἔτι σοὶ πείσεσθαι ὀΐω 1.296

    , cf. 170, Od.19.215 : c. [tense] pres. inf.,

    οὐ γὰρ ὀΐω ἀνδρῶν δυσμενέων ἑκὰς ἱστάμενος πολεμίζειν Il.13.262

    .
    III think, suppose, believe, freq. in Hom., as Il.1.59,5.644, etc. ;

    οἶμαι βοὴν ἄμικτον ἐν πόλει πρέπειν A. Ag. 321

    ; οἶμαι γάρ νιν ἱκετεύσειν ( ἱκετεῦσαι codd.) E.IA 462 ; κτήσεσθαι (- σασθαι codd.) Lys.12.19 ; διαπράξεσθαι (- ξασθαι codd.) Id.13.53 ;

    ἤδη γὰρ αὐτοὺς οἴομαι δεδειπνάναι Ar.Fr. 464

    ; opp. εἰδέναι, Pl.R. 506c4 ;

    οἴονται, ἴσασι δ' οὐδέν Arist.Rh. 1389b17

    , cf.APo. 75a15 : folld. by ὅτι.., Plu.2.90b:—[voice] Pass.,

    μάρτυρας δύο παρεχέτω ὀμνύντας οἰόμενον

    that he is the putative father,

    Schwyzer784a

    (Tenos, iv B. C.).
    IV parenthetically, mostly in first person, ἐν πρώτοισιν, ὀΐω, κείσεται among the first, I ween, will he be lying, Il.8.536 ;

    ἔπειτά γ', ὀΐω, γνώσεαι Od.16.309

    , cf. Il.13.153, Od.2.255, etc.: in Hom. only in act. form ὀΐω, exc.

    ὀΐομαι Od.22.140

    , and perh. 14.363, cf. A.Ch. 758 ; in [dialect] Att. this parenthetic use is prob. confined to the shorter form οἶμαι, [tense] impf. ᾤμην ; rarely in other persons than the first, as οὐκ οἴει ἀναγκασθήσεται; Pl.R. 486c, cf. Tht. 147b ; πόσης οἴεσθε γέμει σωφροσύνης; Id.Smp. 216d.
    2 expressive of modesty or courtesy, to avoid over-great bluntness of assertion, Id.Grg. 483c, X.Cyr.1.3.11, etc.: even between a Prep. and its case,

    ἐξ οἶμαι τῆς ἀκροτάτης ἐλευθερίας Pl.R. 564a

    ;

    ἐν οἶμαι πολλοῖς D.20.3

    ; or between Art. and Subst.,

    οἱ γὰρ οἶμαι βέλτιστοι Id.54.38

    .
    V answering a question, I think so, I should think so, Ar.Ach. 919, etc. ;

    νὴ τὸν Ἡρακλέα, οἶμαί γε Id.Th.27

    ;

    οἶμαι ἔγωγε Pl.Cri. 47d

    , etc. ; οἴεσθαί γε χρή one must think so, it would seem so, Id.Prt. 325c, Cri. 53d, Phd. 68b, Grg. 522a.
    VI [dialect] Att. phrases:
    2 οἴομαι δεῖν I think it my duty, think fit, hence sts., intend, purpose, λέγειν οἴεται δεῖν ποιεῖν δεινούς his object is to train orators, Pl.Men. 95c, cf. 86b, Tht. 207e ;

    βδελυρὸς καὶ ὑβριστὴς ᾤετο δεῖν εἶναι D.21.143

    ;

    τοὺς ἐχθροὺς ἀμυνόμενοι τεθνάναι δεῖν ᾤοντο Id.60.31

    , cf. Pl.Prt. 316c, X.An.2.6.26, Mem.4.6.3,6 ; [ ὁ ἀκόλαστος] οἰόμενος δεῖν [ διώκει τὰ ἡδέα] intentionally, Arist.EN 1152a6, cf. 1136b8, Pl.Hipparch. 225b ; but οἴομαι δὲ δεῖν οὐδέν methinks there is no need, S.OC28 ; and in Pl.Alc.2.144d ἆρ' οὐκ ἀναγκαῖον.. οἰηθῆναι δεῖν.. ἡμᾶς εἰδέναι ἢ τῷ ὄντι εἰδέναι; must we not either think we know or really know? ( δεῖν being superfluous).
    3 οἴομαι without δεῖν I mean to, intend, οὐκ οἴει.. δοῦναι δίκην ; Lys.12.26, cf. Pl.Criti. 62d, Ly. 200b, Ep. 324b ; οὐ βαλεῖν (v.l. βάλλειν)..

    ᾠήθη Arist.EN 1135b14

    , cf. 1172a7.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἴομαι

  • 15 εἰμί

    εἰμί (Hom.+) impv. ἴσθι, ἔσο IPol 4:1, ἔστω—also colloq. ἤτω (BGU 276, 24; 419, 13; POxy 533, 9; Ps 103:31; 1 Macc 10:31) 1 Cor 16:22; Js 5:12; 1 Cl 48:5; Hv 3, 3, 4;—3 pers. pl. ἔστωσαν (ins since 200 B.C. Meisterhans3-Schw. 191; PPetr III, 2, 22 [237 B.C.]) Lk 12:35; 1 Ti 3:12; GJs 7:2. Inf. εἶναι. Impf. 1 pers. only mid. ἤμην (Jos., Bell. 1, 389; 631; s. further below); ἦν only Ac 20:18 D, 2 pers. ἦσθα (Jos., Ant. 6, 104) Mt 26:69; Mk 14:67 and ἦς (Lobeck, Phryn. 149 ‘say ἦσθα’; Jos., Ant. 17, 110 al.; Sb 6262, 16 [III A.D.]) Mt 25:21, 23 al., 3 sg. ἦν, 1 pl. ἦμεν. Beside this the mid. form ἤμην (pap since III B.C.; Job 29:16; Tob 12:13 BA), s. above, gives the pl. ἤμεθα (pap since III B.C.; Bar 1:19) Mt 23:30; Ac 27:37; Eph 2:3. Both forms in succession Gal. 4:3. Fut. ἔσομαι, ptc. ἐσόμενος. The mss. vary in choice of act. or mid., but like the edd. lean toward the mid. (W-S. §14, 1; Mlt-H. 201–3; Rob. index; B-D-F §98; Rdm.2 99; 101f; Helbing 108f; Reinhold 86f). Also s. ἔνι.
    be, exist, be on hand a pred. use (for other pred. use s. 3a, 4, 5, 6, 7): of God (Epicurus in Diog. L. 10, 123 θεοί εἰσιν; Zaleucus in Diod S 12, 20, 2 θεοὺς εἶναι; Wsd 12:13; Just., D. 128, 4 angels) ἔστιν ὁ θεός God exists Hb 11:6; cp. 1 Cor 8:5. ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν the one who is and who was (cp. SibOr 3, 16; as amulet PMich 155, 3 [II A.D.] ὁ ὢν θεὸς ὁ Ἰάω κύριος παντοκράτωρ=the god … who exists.) Rv 11:17; 16:5. ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, in this and the two preceding passages ἦν is treated as a ptc. (for the unusual use of ἦν cp. Simonides 74 D.: ἦν ἑκατὸν φιάλαι) 1:4; 4:8 (cp. Ex 3:14; Wsd 13:1; Paus. 10, 12, 10 Ζεὺς ἦν, Ζ. ἔστι, Ζ. ἔσσεται; cp. Theosophien 18. S. OWeinreich, ARW 19, 1919, 178f). οὐδʼ εἶναι θεὸν παντοκράτορα AcPlCor 1:11. ἐγώ εἰμι (ins in the Athena-Isis temple of Saïs in Plut., Is. et Os. 9, 354c: ἐγώ εἰμι πᾶν τὸ γεγονὸς κ. ὸ̓ν κ. ἐσόμενον. On the role of Isis in Gk. rel. s. IBergman, Ich bin Isis ’68; RMerkelbach, Isis Regina—Zeus Sarapis ’95; for further lit. s. MGustafson in: Prayer fr. Alexander to Constantine, ed. MKiley et al. ’97, 158.) Rv 1:8 (s. ἐγώ beg.). ὁ ὤν, … θεός Ro 9:5 is classed here and taken to mean Christ by JWordsworth ad loc. and HWarner, JTS 48, ’47, 203f. Of the λόγος: ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λ. J 1:1 (for ἦν cp. Herm. Wr. 1, 4; 3, 1b ἦν σκότος, Fgm. IX 1 p. 422, 23 Sc. γέγονεν ἡ ὕλη καὶ ἦν).—Of Christ πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι, ἐγὼ εἰμί before Abraham was born, I am 8:58 (on the pres. εἰμί cp. Parmenides 8, 5: of the Eternal we cannot say ἦν οὐδʼ ἔσται, only ἔστιν; Ammonius Hermiae [Comm. in Aristotl. IV 5 ed. ABusse 1897] 6 p. 172: in Timaeus we read that we must not say of the gods τὸ ἦν ἢ τὸ ἔσται μεταβολῆς τινος ὄντα σημαντικά, μόνον δὲ τὸ ἔστι=‘was’ or ‘will be’, suggesting change, but only ‘is’; Ps 89:2; DBall, ‘I Am’ in John’s Gospel [JSNT Suppl. 124] ’96).—Of the world πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι before the world existed 17:5. Satirically, of the beast, who parodies the Lamb, ἦν καὶ οὐκ ἔστιν Rv 17:8. Of God’s temple: ἔστιν B 16:6f it exists. τὸ μὴ ὄν that which does not exist, the unreal (Sallust. 17 p. 32, 7 and 9; Philo, Aet. M. 5; 82) Hm 1:1. τὰ ὄντα that which exists contrasted w. τὰ μὴ ὄντα Ro 4:17; cp. 1 Cor 1:28; 2 Cl 1:8. Of God κτίσας ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ ὄντα what is out of what is not Hv 1, 1, 6 (on the contrast τὰ ὄντα and τὰ μὴ ὄντα cp. Ps.-Arist. on Xenophanes: Fgm. 21, 28; Artem. 1, 51 p. 49, 19 τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα; Ocellus Luc. 12; Sallust. 17, 5 p. 30, 28–32, 12; Philo, Op. M. 81; PGM 4, 3077f ποιήσαντα τὰ πάντα ἐξ ὧν οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι; 13, 272f τὸν ἐκ μὴ ὄντων εἶναι ποιήσαντα καὶ ἐξ ὄντων μὴ εἶναι; Theoph. Ant. 1, 4 [p. 64, 21] τὰ πάντα ὁ θεὸς ἐποίησεν ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι).—Of existing in the sense be present, available, provided πολλοῦ ὄχλου ὄντος since a large crowd was present Mk 8:1. ὄντων τῶν προσφερόντων those are provided who offer Hb 8:4. οὔπω ἦν πνεῦμα the Spirit had not yet come J 7:39. ἀκούσας ὄντα σιτία when he heard that grain was available Ac 7:12.—Freq. used to introduce parables and stories (once) there was: ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος there was (once) a rich man Lk 16:1, 19. ἦν ἄνθρωπος ἐκ τ. Φαρισαίων there was a man among the Pharisees J 3:1.There is, there are ὥσπερ εἰσὶν θεοὶ πολλοί as there are many gods 1 Cor 8:5. διαιρέσεις χαρισμάτων εἰσίν there are various kinds of spiritual gifts 12:4ff; 1J 5:16 al. Neg. οὐκ ἔστι there is (are) not, no (Ps 52:2; Simplicius in Epict. p. 95, 42 as a quot. from ‘tragedy’ οὐκ εἰσὶν θεοί) δίκαιος there is no righteous man Ro 3:10 (Eccl 7:20). ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν there is no resurr. of the dead 1 Cor 15:12; οὐδʼ εἶναι ἀνάστασιν AcPlCor 1:12; 2:24; cp. Mt 22:23; Ac 23:8 (cp. 2 Macc 7:14). εἰσὶν οἵ, or οἵτινες there are people who (Hom. et al.; LXX; Just., D. 47, 2 εἰ μήτι εἰσὶν οἱ λέγοντες ὅτι etc.—W. sing. and pl. combined: Arrian, Ind. 24, 9 ἔστι δὲ οἳ διέφυγον=but there are some who escaped) Mt 16:28; 19:12; Mk 9:1; Lk 9:27; J 6:64; Ac 11:20. Neg. οὐδείς ἐστιν ὅς there is no one who Mk 9:39; 10:29; Lk 1:61; 18:29. As a question τίς ἐστιν ὅς; who is there that? Mt 12:11—In an unusual (perh. bureaucratic terminology) participial construction Ac 13:1 ἡ οὖσα ἐκκλησία the congregation there (cp. Ps.-Pla., Eryx. 6, 394c οἱ ὄντες ἄνθρωποι=the people with whom he has to deal; PLond III 1168, 5 p. 136 [18 A.D.] ἐπὶ ταῖς οὔσαις γειτνίαις=on the adjoining areas there; PGen 49; PSI 229, 11 τοῦ ὄντος μηνός of the current month); cp. 14:13.—αἱ οὖσαι (sc. ἐξουσίαι) those that exist Ro 13:1 (cp. UPZ 180a I, 4 [113 B.C.] ἐφʼ ἱερέων καὶ ἱερειῶν τῶν ὄντων καὶ οὐσῶν).
    to be in close connection (with), is, freq. in statements of identity or equation, as a copula, the equative function, uniting subject and predicate. On absence of the copula, Mlt-Turner 294–310.
    gener. πραΰς εἰμι I am gentle Mt 11:29. ἐγώ εἰμι Γαβριήλ Lk 1:19. σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ Mk 3:11; J 1:49 and very oft. ἵνα … ὁ πονηρὸς … ἐλεγχθῇ [το? s. app. in Bodm.] μὴ ὢν θεός AcPlCor 2:15 (Just., D. 3, 3 φιλολόγος οὖν τις εἶ σύ).—The pred. can be supplied fr. the context: καὶ ἐσμέν and we are (really God’s children) 1J 3:1 (Eur., Ion 309 τ. θεοῦ καλοῦμαι δοῦλος εἰμί τε. Dio Chrys. 14 [31], 58 θεοφιλεῖς οἱ χρηστοὶ λέγονται καὶ εἰσίν; Epict. 2, 16, 44 Ἡρακλῆς ἐπιστεύθη Διὸς υἱὸς εἶναι καὶ ἦν.—The ptc. ὤν, οὖσα, ὄν used w. a noun or adj.and serving as an if-, since-, or although-clause sim. functions as a copula πονηροὶ ὄντες Mt 7:11; 12:34.—Lk 20:36; J 3:4; 4:9; Ac 16:21; Ro 5:10; 1 Cor 8:7; Gal 2:3 al.).—W. adv. of quality: οὕτως εἶναι be so preceded by ὥσπερ, καθώς or followed by ὡς, ὥσπερ Mt 13:40; 24:27, 37, 39; Mk 4:26; Lk 17:26. W. dat. of pers. οὕτως ἔσται ὁ υἱὸς τ. ἀ. τῇ γενεᾷ ταύτῃ so the Human One (Son of Man) will be for this generation 11:30. εἰμὶ ὡσ/ὥσπερ I am like Mt 6:5; Lk 18:11. W. dat. ἔστω σοι ὥσπερ τελώνης he shall be to you as a tax-collector Mt 18:17. εἰμὶ ὥς τις I am like someone of outward and inward similarity 28:3; Lk 6:40; 11:44; 22:27 al. καθώς εἰμι as I am Ac 22:3; 1J 3:2, 7; 4:17.—W. demonstr. pron. (Just., A I, 16, 1 ἃ ἔφη, ταῦτά ἐστι: foll. by a quotation; sim. 48, 5 ἔστι δὲ ταῦτα; and oft.) τὰ ὀνόματά ἐστιν ταῦτα Mt 10:2. αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία J 1:19. W. inf. foll. θρησκεία αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι Js 1:27. W. ὅτι foll. αὕτη ἐστὶν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν J 3:19; cp. 21:24; 1J 1:5; 3:11; 5:11. W. ἵνα foll. τοῦτό ἐστιν τὸ ἔργον, ἵνα πιστεύητε J 6:29; cp. vs. 39f; 15:12; 17:3; 1J 3:11, 23; 5:3. W. τηλικοῦτος: τὰ πλοῖα, τηλικαῦτα ὄντα though they are so large Js 3:4. W. τοσοῦτος: τοσοῦτων ὄντων although there were so many J 21:11. W. τοιοῦτος: τοιοῦτος ὤν Phlm 9 (cp. Just., A I, 18, 4 ὅσα ἄλλα τοιαῦτά ἐστι).—W. interrog. pron. ὑμεῖς τίνα με λέγετε εἶναι; who do you say I am? Mt 16:15; cp. 21:10; Mk 1:24; 4:41; 8:27, 29; Lk 4:34 al.; σὺ τίς εἶ; J 1:19; 8:25; 21:12 al. (cp. JosAs 14:6 τίς εἶ συ tell me ‘who you are’). σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων; (Pla., Gorg. 452b; Strabo 6, 2, 4 σὺ τίς εἶ ὁ τὸν Ὅμηρον ψέγων ὡς μυθογράφον;) Ro 14:4; ἐγὼ τίς ἤμην; (cp. Ex 3:11) Ac 11:17; τίς εἰμι ἐγὼ ὅτι who am I, that GJs 12:2 (Ex 3:11). W. πόσος: πόσος χρόνος ἐστίν; how long a time? Mk 9:21. W. ποταπός of what sort Lk 1:29.—W. relative pron. οἷος 2 Cor 10:11; ὁποῖος Ac 26:29; 1 Cor 3:13; Gal 2:6; ὅς Rv 1:19; ὅστις Gal 5:10, 19.—W. numerals ἦσαν οἱ φαγόντες πεντακισχίλιοι ἄνδρες 6:44 (cp. Polyaenus 7, 25 ἦσαν οἱ πεσόντες ἀνδρῶν μυριάδες δέκα); cp. Ac 19:7; 23:13. Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων L. was one of those at the table J 12:2; cp. Gal 3:20; Js 2:19. τῶν πιστευσάντων ἦν καρδία καὶ ψυχὴ μία Ac 4:32. εἷς εἶναι be one and the same Gal 3:28. ἓν εἶναι be one J 10:30; 17:11, 21ff; 1 Cor 3:8.—οὐδʼ εἶναι τὴν πλάσιν τὴν τῶν ἀνθρώπων τοῦ θεοῦ (that) the creation of humankind is not God’s doing AcPlCor 1:13.—To establish identity the formula ἐγώ εἰμι is oft. used in the gospels (corresp. to Hebr. אֲנִי הוּא Dt 32:39; Is 43:10), in such a way that the predicate must be understood fr. the context: Mt 14:27; Mk 6:50; 13:6; 14:62; Lk 22:70; J 4:26; 6:20; 8:24, 28; 13:19; 18:5f and oft.; s. on ἐγώ.—In a question μήτι ἐγώ εἰμι; surely it is not I? Mt 26:22, 25.
    to describe a special connection betw. the subject and a predicate noun ἡμεῖς ναὸς θεοῦ ἐσμεν ζῶντος we are a temple of the living God 2 Cor 6:16. ἡ ἐπιστολὴ ὑμεῖς ἐστε you are our letter (of recommendation) 3:2. σφραγίς μου τῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε you are the seal of my apostleship 1 Cor 9:2 and oft.
    in explanations:
    α. to show how someth. is to be understood is a representation of, is the equivalent of; εἰμί here, too, serves as copula; we usually translate mean, so in the formula τοῦτʼ ἔστιν this or that means, that is to say (Epict., Ench. 33, 10; Arrian, Tact. 29, 3; SIG 880, 50; PFlor 157, 4; PSI 298, 9; PMert 91, 9; Jos., C. Ap. 2, 16; ApcMos 19; Just., D. 56, 23; 78, 3 al.) Mk 7:2; Ac 19:4; Ro 7:18; 9:8; 10:6, 8; Phlm 12; Hb 7:5 al.; in the sense that is (when translated) (Polyaenus 8, 14, 1 Μάξιμος ἀνηγορεύθη• τοῦτο δʼ ἄν εἴη Μέγιστον) Mt 27:46; Ac 1:19. So also w. relative pron.: ὅ ἐστιν Mk 3:17; 7:11, 34; Hb 7:2. After verbs of asking, recognizing, knowing and not knowing (Antiphanes Com. 231, 1f τὸ ζῆν τί ἐστι;) μάθετε τί ἐστιν learn what (this) means Mt 9:13. εἰ ἐγνώκειτε τί ἐστιν 12:7; cp. Mk 1:27; 9:10; Lk 20:17; J 16:17f; Eph 4:9. W. an indir. question (Stephan. Byz. s.v. Ἀγύλλα: τὶς ἠρώτα τί ἂν εἴη τὸ ὄνομα) τί ἂν εἴη ταῦτα Lk 15:26; τί εἴη τοῦτο 18:36. τίνα θέλει ταῦτα εἶναι what this means Ac 17:20; cp. 2:12, where the question is not about the mng. of terms but the significance of what is happening.—Esp. in interpr. of the parables (Artem. 1, 51 p. 48, 26 ἄρουρα οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ γυνή=field means nothing else than woman) ὁ ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος the field means the world Mt 13:38; cp. vss. 19f, 22f; Mk 4:15f, 18, 20; Lk 8:11ff (cp. Gen 41:26f; Ezk 37:11; Ath. 22, 4 [Stoic interpr. of myths]). On τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου Mt 26:26; Mk 14:22; Lk 22:19 and its various interpretations, see lit. s.v. εὐχαριστία. Cp. Hipponax (VI B.C.) 45 Diehl αὕτη γάρ ἐστι συμφορή=this means misfortune.
    β. to be of relative significance, be of moment or importance, amount to someth. w. indef. pron. εἰδωλόθυτόν τί ἐστιν meat offered to idols means anything 1 Cor 10:19. Esp. εἰμί τι I mean someth. of pers. 1 Cor 3:7; Gal 2:6; 6:3; and of things vs. 15. εἰμί τις Ac 5:36.—Of no account ἐμοὶ εἰς ἐλάχιστόν ἐστιν (telescoped fr. ἐλάχ. ἐστιν and εἰς ἐλάχ. γίνεται, of which there are many exx. in Schmid, I 398; II 161, 237; III 281; IV 455) it is of little or no importance to me 1 Cor 4:3.
    be in reference to location, persons, condition, or time, be
    of various relations or positions involving a place or thing: w. ἀπό: εἶναι ἀπό τινος be or come from a certain place (X., An. 2, 4, 13) J 1:44.—W. ἐν: ἐν τοῖς τ. πατρός μου in my father’s house Lk 2:49 (cp. Jos., Ant. 16, 302 καταγωγὴ ἐν τοῖς Ἀντιπάτρου). ἐν τῇ ὁδῷ on the way Mk 10:32. ἐν τῇ ἐρήμῳ Mt 24:26. ἐν ἀγρῷ Lk 15:25. ἐν δεξιᾷ τ. θεοῦ at God’s right hand Ro 8:34; in heaven Eph 6:9.—W. εἰς: τὴν κοίτην Lk 11:7; τὸν κόλπον J1:18.—W. ἐπὶ w. gen. be on someth. of place, roof Lk 17:31; head J 20:7 (cp. 1 Macc 1:59); also fig., of one who is over someone (1 Macc 10:69; Jdth 14:13 ὁ ὢν ἐπὶ πάντων τῶν αὐτοῦ) Ro 9:5 (of the angel of death Mel., P. 20, 142 ἐπὶ τῶν πρωτοτόκων); also ἐπάνω τινός J 3:31.—W. dat. be at someth. the door Mt 24:33; Mk 13:29.—W. acc. be on someone: grace Lk 2:40; Ac 4:33; spirit (Is 61:1) Lk 2:25; εἶναι ἐπὶ τὸ αὐτό be in the same place, together (Gen 29:2 v.l.) Ac 1:15; 2:1, 44; 1 Cor 7:5.—W. κατά w. acc. εἶναι κατὰ τὴν Ἰουδαίαν be in Judea Ac 11:1; εἶναι ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν were at Antioch in the congregation there 13:1.—W. ὑπό w. acc. τι or τινα of place be under someth. J 1:48; 1 Cor 10:1.—W. παρά w. acc. παρὰ τὴν θάλασσαν by the sea- (i.e. lake-) shore Mk 5:21; Ac 10:6.—W. πρός τι be close to, facing someth. Mk 4:1.—W. adv. of place ἐγγύς τινι near someth. Ac 9:38; 27:8. μακρὰν (ἀπό) Mk 12:34; J 21:8; Eph 2:13; also πόρρω Lk 14:32. χωρίς τινος without someth. Hb 12:8. ἐνθάδε Ac 16:28. ἔσω J 20:26. ἀπέναντί τινος Ro 3:18 (Ps 35:2). ἐκτός τινος 1 Cor 6:18; ἀντίπερά τινος Lk 8:26; ὁμοῦ J 21:2; οὗ Mt 2:9; ὅπου Mk 2:4; 5:40. ὧδε Mt 17:4; Mk 9:5; Lk 9:33. Also w. fut. mng. (ESchwartz, GGN 1908, 161 n.; on the fut. use of the pres. cp. POxy 531, 22 [II A.D.] ἔστι δὲ τοῦ Τῦβι μηνὸς σοὶ ὸ̔ θέλεις) ὅπου εἰμί J 7:34, 36; 12:26; 14:3; 17:24. As pred., to denote a relatively long stay at a place, stay, reside ἴσθι ἐκεῖ stay there Mt 2:13, cp. vs. 15; ἐπʼ ἐρήμοις τόποις in lonely places Mk 1:45; ἦν παρὰ τὴν θάλασσαν he stayed by the lakeside 5:21.
    involving humans or transcendent beings: w. adv. ἔμπροσθέν τινος Lk 14:2. ἔναντί τινος Ac 8:21; ἐνώπιόν τινος Lk 14:10; Ac 4:19; 1 Pt 3:4; Rv 7:15; ἐντός τινος Lk 17:21; ἐγγύς τινος J 11:18; 19:20; Ro 10:8 (Dt 30:14).—W. prep. ἐν τινί equiv. to ἔκ τινος εἶναι be among Mt 27:56; cp. Mk 15:40; Ro 1:6. Of God, who is among his people 1 Cor 14:25 (Is 45:14; Jer 14:9); of the Spirit J 14:17. Of persons under Christ’s direction: ἐν θεῷ 1J 2:5; 5:20 (s. Norden, Agn. Th. 23, 1). ἔν τινι rest upon, arise from someth. (Aristot., Pol. 7, 1, 3 [1323b, 1] ἐν ἀρετῇ; Sir 9:16) Ac 4:12; 1 Cor 2:5; Eph 5:18.—εἴς τινα be directed, inclined toward Ac 23:30; 2 Cor 7:15; 1 Pt 1:21.—κατά w. gen. be against someone (Sir 6:12) Mt 12:30; Mk 9:40 and Lk 9:50 (both opp. ὑπέρ); Gal 5:23.—σύν τινι be with someone (Jos., Ant. 7, 181) Lk 22:56; 24:44; Ac 13:7; accompany, associate w. someone Lk 8:38; Ac 4:13; 22:9; take sides with someone (X., Cyr. 5, 4, 37; 7, 5, 77; Jos., Ant. 11, 259 [of God]) Ac 14:4.—πρός τινα be with someone Mt 13:56; Mk 6:3; J 1:1f. I am to be compared w. IMg 12.—μετά and gen. be with someone (Judg 14:11) Mt 17:17; Mk 3:14; 5:18; J 3:26; 12:17; ἔστω μεθʼ ὑμῶν εἰρήνη AcPlCor 2:40; of God, who is with someone (Gen 21:20; Judg 6:13 al.; Philo, Det. Pot. Ins. 4; Jos., Ant. 6, 181; 15, 138) Lk 1:66; J 3:2; 8:29; Ac 10:38 al.; also be with in the sense be favorable to, in league with (Ex 23:2) Mt 12:30; Lk 11:23; of punishment attending a pers. τὸ πῦρ ἐστι μετʼ αὐτοῦ AcPlCor 2:37.—παρά and gen. come from someone (X., An. 2, 4, 15; Just., D. 8, 4 ἔλεος παρὰ θεοῦ) fr. God J 6:46; 7:29; w. dat. be with, among persons Mt 22:25; Ac 10:6. W. neg. be strange to someone, there is no … in someone Ro 2:11; 9:14; Eph 6:9.—ὑπέρ w. gen. be on one’s side Mk 9:4 and Lk 9:50 (both opp. κατά); w. acc. be superior to (Sir 25:10; 30:16) Lk 6:40.
    of condition or circumstance: κατά w. acc. live in accordance with (Sir 28:10; 43:8; 2 Macc 9:20) κατὰ σάκρα, πνεῦμα Ro 8:5. οὐκ ἔστιν κατὰ ἄνθρωπον not human (in origin) Gal 1:11.—Fig. ὑπό w. acc. be under (the power of) someth. Ro 3:9; 6:14f; Gal 3:10, 25.—W. ἐν of existing ἐν τῷ θεῷ εἶναι of humankind: have its basis of existence in God Ac 17:28. Of states of being: ἐν δόξῃ 2 Cor 3:8; ἐν εἰρήνῃ Lk 11:21; ἐν ἔχθρᾳ at enmity 23:12; ἐν κρίματι under condemnation vs. 40. ἐν ῥύσει αἵματος suffer from hemorrhages Mk 5:25; Lk 8:43 (cp. Soph., Aj. 271 ἦν ἐν τῇ νόσῳ; cp. TestJob 35:1 ἐν πληγαῖς πολλαῖς). Periphrastically for an adj. ἐν ἐξουσίᾳ authoritative Lk 4:32. ἐν βάρει important 1 Th 2:7. ἐν τῇ πίστει true believers, believing 2 Cor 13:5. Be involved in someth. ἐν ἑορτῇ be at the festival=take part in it J 2:23. ἐν τούτοις ἴσθι devote yourself to these things 1 Ti 4:15 (cp. X., Hell. 4, 8, 7 ἐν τοιούτοις ὄντες=occupied w. such things; Jos., Ant. 2, 346 ἐν ὕμνοις ἦσαν=they occupied themselves w. the singing of hymns).—Fig., live in the light 1J 2:9; cp. vs. 11; 1 Th 5:4; in the flesh Ro 7:5; 8:8; AcPlCor 1:6. ἐν οἷς εἰμι in the situation in which I find myself Phil 4:11 (X., Hell. 4, 2, 1; Diod S 12, 63, 5; 12, 66, 4; Appian, Hann. 55 §228 ἐν τούτοις ἦν=he was in this situation; Jos., Ant. 7, 232 ἐν τούτοις ἦσαν=found themselves in this sit.; TestJob 35:6 ἐν τίνι ἐστίν; s. ZPE VIII 170). ἐν πολλοῖς ὢν ἀστοχήμασι AcPlCor 2:1. Of characteristics, emotions, etc. ἔν τινί ἐστιν, e.g. ἀδικία J 7:18; ἄγνοια Eph 4:18; ἀλήθεια J 8:44; 2 Cor 11:10 (cp. 1 Macc 7:18); ἁμαρτία 1J 3:5.
    of time ἐγγύς of καιρός be near Mt 26:18; Mk 13:28. πρὸς ἑσπέραν ἐστίν it is toward evening Lk 24:29 (Just., D. 137, 4 πρὸς δυσμὰς … ὁ ἥλιός ἐστι).
    to be alive in a period of time, live, denoting temporal existence (Hom., Trag., Thu. et al.; Sir 42:21; En 102:5 Philo, De Jos. 17; Jos., Ant. 7, 254) εἰ ἤμεθα ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν if we had lived in the days of our fathers Mt 23:30. ὅτι οὐκ εἰσὶν because they were no more 2:18 (Jer 38:15). ἦσαν ἐπὶ χρόνον ἱκανόν (those who were healed and raised by Christ) remained alive for quite some time Qua.
    to be the time at which someth. takes place w. indications of specific moments or occasions, be (X., Hell. 4, 5, 1, An. 4, 3, 8; Sus 13 Theod.; 1 Macc 6:49; 2 Macc 8:26; Jos., Ant. 6, 235 νουμηνία δʼ ἦν; 11, 251): ἦν ὥρα ἕκτη it was the sixth hour (=noon acc. to Jewish reckoning) Lk 23:44; J 4:6; 19:14.—Mk 15:25; J 1:39. ἦν ἑσπέρα ἤδη it was already evening Ac 4:3. πρωί̈ J 18:28. ἦν παρασκευή Mk 15:42. ἦν ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων J 5:1. σάββατόν ἐστιν vs. 10 et al. Short clauses (as Polyaenus 4, 9, 2 νὺξ ἦν; 7, 44, 2 πόλεμος ἦν; exc. 36, 8 ἦν ἀρίστου ὥρα; Jos., Ant. 19, 248 ἔτι δὲ νὺξ ἦν) χειμὼν ἦν J 10:22; ἦν δὲ νύξ (sim. Jos., Bell. 4, 64) 13:30; ψύχος it was cold 18:18; καύσων ἔσται it will be hot Lk 12:55.
    to take place as a phenomenon or event, take place, occur, become, be, be in (Hom., Thu. et al.; LXX; En 104:5; 106:6.—Cp. Just., D. 82, 2 of Christ’s predictions ὅπερ καὶ ἔστι ‘which is in fact the case’.) ἔσται θόρυβος τοῦ λαοῦ a popular uprising Mk 14:2. γογγυσμὸς ἦν there was (much) muttering J 7:12. σχίσμα there was a division 9:16; 1 Cor 1:10; 12:25. ἔριδες … εἰσίν quarrels are going on 1:11. δεῖ αἱρέσεις εἶναι 11:19. θάνατος, πένθος, κραυγή, πόνος ἔσται Rv 21:4. ἔσονται λιμοὶ κ. σεισμοί Mt 24:7. Hence τὸ ἐσόμενον what was going to happen (Sir 48:25) Lk 22:49. πότε ταῦτα ἔσται; when will this happen? Mt 24:3. πῶς ἔσται τοῦτο; how can this be? Lk 1:34. Hebraistically (הָיָה; s. KBeyer, Semitische Syntax im NT, ’62, 63–65) καὶ ἔσται w. fut. of another verb foll. and it will come about that Ac 2:17 (Jo 3:1); 3:23 (w. δέ); Ro 9:26 (Hos 2:1).—W. dat. ἐστί τινι happen, be granted, come, to someone (X., An. 2, 1, 10; Jos., Ant. 11, 255; Just., D. 8, 4 σοὶ … ἔλεος ἔσται παρὰ θεοῦ) Mt 16:22; Mk 11:24; Lk 2:10; GJs 1:1; 4:3; 8:3; τί ἐστίν σοι τοῦτο, ὅτι what is the matter with you, that GJs 17:2.—Of becoming or turning into someth. become someth. εἰς χολὴν πικρίας εἶναι become bitter gall Ac 8:23. εἰς σάρκα μίαν Mt 19:5; Mk 10:8; 1 Cor 6:16; Eph 5:31 (all Gen 2:24. Cp. Syntipas p. 42, 24 οὐκ ἔτι ἔσομαι μετὰ σοῦ εἰς γυναῖκα); τὰ σκολιὰ εἰς εὐθείας Lk 3:5 (Is 40:4); εἰς πατέρα 2 Cor 6:18; Hb 1:5 (2 Km 7:14; 1 Ch 22:10; 28:6); εἰς τὸ ἕν 1J 5:8. Serve as someth. (IPriene 50, 39 [c. II B.C.] εἶναι εἰς φυλακὴν τ. πόλεως; Aesop., Fab. 28 H.=18 P.; 26 Ch.; 18 H-H. εἰς ὠφέλειαν; Gen 9:13; s. also εἰς 4d) 1 Cor 14:22; Col 2:22; Js 5:3.—Of something being ἀνεκτότερον ἔσται it will be more tolerable τινί for someone Lk 10:12, 14.
    to exist as possibility ἔστιν w. inf. foll. it is possible, one can (Περὶ ὕψους 6; Diog. L. 1, 110 ἔστιν εὑρεῖν=one can find; Just., A I, 59, 10 ἔστι ταῦτα ἀκοῦσαι καὶ μαθεῖν; D. 42, 3 ἰδεῖν al.; Mel., P. 19, 127); neg. οὐκ ἔστιν νῦν λέγειν it is not possible to speak at this time Hb 9:5. οὐκ ἔστιν φαγεῖν it is impossible to eat 1 Cor 11:20 (so Hom. et al.; UPZ 70, 23 [152/151 B.C.] οὐκ ἔστι ἀνακύψαι με πώποτε … ὑπὸ τῆς αἰσχύνης; 4 Macc 13:5; Wsd 5:10; Sir 14:16; 18:6; EpJer 49 al.; EpArist 163; Jos., Ant. 2, 335; Ath. 22, 3 ἔστιν εἰπεῖν).
    to have a point of derivation or origin, be,/come from somewhere ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου from Herod’s jurisdiction Lk 23:7; ἐκ Ναζαρέτ (as an insignificant place) J 1:46; ἐκ τῆς γῆς 3:31; ἐκ γυναικός 1 Cor 11:8 al. ἐξ οὐρανοῦ, ἐξ ἀνθρώπων be of heavenly (divine), human descent Mt 21:25; Mk 11:30; Lk 20:4. Be generated by (cp. Sb 8141, 21f [ins I B.C.] οὐδʼ ἐκ βροτοῦ ἤεν ἄνακτος, ἀλλὰ θεοῦ μεγάλου ἔκγονος; En 106:6) Mt 1:20. Esp. in Johannine usage ἐκ τοῦ διαβόλου εἶναι originate from the devil J 8:44; 1J 3:8. ἐκ τοῦ πονηροῦ 3:12; ἐκ τοῦ κόσμου J 15:19; 17:14, 16; 1J 4:5. ἐκ τῆς ἀληθείας εἶναι 2:21; J 18:37 etc. Cp. 9 end.
    to belong to someone or someth. through association or genetic affiliation, be, belong w. simple gen. (X., Hell. 2, 4, 36; Iambl., Vi. Pyth. 33, 230 τῶν Πυθαγορείων) οἱ τῆς ὁδοῦ ὄντες those who belong to the Way Ac 9:2. εἰμὶ Παύλου I belong to Paul 1 Cor 1:12; 3:4; cp. Ro 8:9; 2 Cor 10:7; 1 Ti 1:20; Ac 23:6. ἡμέρας εἶναι belong to the day 1 Th 5:8, cp. vs. 5. W. ἔκ τινος 1 Cor 12:15f; Mt 26:73; Mk 14:69f; Lk 22:58 al. (cp. X., Mem. 3, 6, 17; oft LXX). ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα belong to the twelve 22:3. ὅς ἐστιν ἐξ ὑμῶν who is a fellow-countryman of yours Col 4:9.—To belong through origin 2 Cor 4:7. Of Mary: ἦν τῆς φυλῆς τοῦ Δαυίδ was of David’s line GJs 10:1. Cp. 8 above.
    to have someth. to do with someth. or someone, be. To denote a close relationship ἐξ ἔργων νόμου εἶναι rely on legal performance Gal 3:10. ὁ νόμος οὐκ ἔστιν ἐκ πίστεως the law has nothing to do with faith vs. 12.—To denote a possessor Mt 5:3, 10; l9:14; Mk 12:7; Lk 18:16; 1 Cor 6:19. Esp. of God who owns the Christian Ac 27:23; 1 Cor 3:23; 2 Ti 2:19 (Num 16:5). οὐδʼ εἶναι τὸν κόσμον θεοῦ, ἀλλὰ ἀγγέλων AcPlCor 1:15 (cp. Just., A II, 13, 4 ὅσα … καλῶς εἴρηται, ἡμῶν τῶν χριστιανῶν ἐστι).—W. possess. pron. ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία Lk 6:20. οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι Mk 10:40 (cp. Just., A I, 4, 2 ὑμέτερον ἀγωνιᾶσαί ἐστι ‘it is a matter for your concern’).—To denote function (X., An. 2, 1, 4) οὐχ ὑμῶν ἐστιν it is no concern of yours Ac 1:7—Of quality παιδεία οὐ δοκεῖ χαρᾶς εἶναι discipline does not seem to be (partake of) joy Hb 12:11.—10:39.
    as an auxiliary: very commonly the simple tense forms are replaced by the periphrasis εἶναι and the ptc. (B-D-F §352–55; Mlt. 225–27, 249; Mlt-H. 451f; Rdm.2 102, 105, 205; Kühner-G. I 38ff; Rob. 374–76, 1119f; CTurner, Marcan Usage: JTS 28, 1927 349–51; GKilpatrick, BT 7, ’56, 7f; very oft. LXX).
    (as in Hom et al.) w. the pf. ptc. to express the pf., plpf. and fut. pf. act. and pass. (s. Mayser 329; 377) ἦσαν ἐληλυθότες they had come Lk 5:17. ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη their hearts were hardened Mk 6:52. ἠλπικότες ἐσμέν we have set our hope 1 Cor 15:19. ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστίν the time has become short 7:29. ἦν ἑστώς (En 12:3) he was standing (more exactly he took his stand) Lk 5:1.
    w. pres. ptc. (B-D-F §353).
    α. to express the pres. ἐστὶν προσαναπληροῦσα τὰ ὑστερήματα supplies the wants 2 Cor 9:12 (Just., A I, 26, 5 Μαρκίων … καὶ νῦν ἔτι ἐστὶ διδάσκων; Mel., P. 61, 441 ἐστὶν … κηρυσσόμενον).
    β. impf. or aor. ἦν καθεύδων he was sleeping Mk 4:38. ἦσαν ἀναβαίνοντες … ἦν προάγων 10:32; cp. Lk 1:22; 5:17; 11:14 al. (JosAs 1:3 ἦν συνάγων τὸν σίτον; Mel., P. 80, 580 ἦσθα εὐφραινόμενος). ἦν τὸ φῶς τὸ ἀλήθινόν … ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον the true light entered the world J 1:9, w. ἦν introducing a statement in dramatic contrast to the initial phrase of vs. 8.—To denote age (Demetr.: 722 Fgm. 1, 2 al. Jac.; POxy 275, 9 [66 A.D.] οὐδέπω ὄντα τῶν ἐτῶν; Tob 14:11) Mk 5:42; Lk 3:23; Ac 4:22; GJs 12:3.—Mussies 304–6.
    γ. fut. ἔσῃ σιωπῶν you will be silent Lk 1:20; cp. 5:10; Mt 24:9; Mk 13:13; Lk 21:17, 24 al.; 2 Cl 17:7 Bihlm. (the child) shall serve him (God).
    w. aor. ptc. as plpf. (Aelian, NA 7, 11; Hippiatr. 34, 14, vol. I p. 185, 3 ἦν σκευάσας; ISyriaW 2070b ἦν κτίσας; AcThom 16; 27 [Aa II/2 p. 123, 2f; p. 142, 10]; B-D-F §355 m.—JVogeser, Z. Sprache d. griech. Heiligenlegenden, diss. Munich 1907, 14; JWittmann, Sprachl. Untersuchungen zu Cosmas Indicopleustes, diss. Munich 1913, 20; SPsaltes, Gramm. d. byzant. Chroniken 1913, 230; Björck [διδάσκω end] 75; B-D-F §355). ἦν βληθείς had been thrown Lk 23:19; J 18:30 v.l.—GPt 6:23; 12:51. (Cp. Just., A II, 10, 2 διʼ εὑρέσεως … ἐστὶ πονηθέντα αὐτοῖς ‘they achieved through investigation’).
    Notice esp. the impersonals δέον ἐστίν it is necessary (Pla. et al.; POxy 727, 19; Sir praef. ln. 3; 1 Macc 12:11 δέον ἐστὶν καὶ πρέπον) Ac 19:36; εἰ δέον ἐστίν if it must be 1 Pt 1:6 (s. δεῖ 2a); 1 Cl 34:2; πρέπον ἐστίν it is appropriate (Pla. et al.; POxy 120, 24; 3 Macc 7:13) Mt 3:15; 1 Cor 11:13.
    In many cases the usage w. the ptc. serves to emphasize the duration of an action or condition (BGU 183, 25 ἐφʼ ὸ̔ν χρόνον ζῶσα ᾖ Σαταβούς); JosAs 2:1 ἦν … ἐξουθενοῦσα καὶ καταπτύουσα πάντα ἄνδρα). ἦν διδάσκων he customarily taught Mk 1:22; Lk 4:31; 19:47. ἦν θέλων he cherished the wish 23:8. ἦσαν νηστεύοντες they were keeping the fast Mk 2:18. ἦσαν συλλαλοῦντες they were conversing for a while 9:4. ἦν προσδεχόμενος he was waiting for (the kgdm.) 15:43. ἦν συγκύπτουσα she was bent over Lk 13:11.
    to emphasize the adjectival idea inherent in the ptc. rather than the concept of action expressed by the finite verb ζῶν εἰμι I am alive Rv 1:18. ἦν ὑποτασσόμενος he was obedient Lk 2:51. ἦν ἔχων κτήματα πολλά he was very rich Mt 19:22; Mk 10:22. ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων you shall have authority Lk 19:17 (Lucian, Tim. 35 ἴσθι εὐδαιμονῶν). ἦν καταλλάσσων (God) was reconciling 2 Cor 5:19 (cp. Mel., P. 83, 622 οὗτος ἦν ὁ ἐκλεξάμενός σε; Ath. 15, 2 οὗτός ἐστιν ὁ … καρπούμενος).—LMcGaughy, Toward a Descriptive Analysis of ΕΙΝΑΙ as a Linking Verb in the Gk. NT, diss. Vanderbilt, ’70 (s. esp. critique of treatment of εἰμί in previous edd. of this lexicon pp. 12–15).—Mlt. 228. B. 635. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > εἰμί

  • 16 στενός

    στενός, ή, όν (Aeschyl., Hdt.+; ins, pap, LXX; TestAbr; EpArist 118; Philo; Jos., Bell. 1, 41; Mel., P. 45, 317) in ref. to dimension narrow πύλη (q.v. 2) Mt 7:13f. θύρα (Arrian, Anab. 6, 29, 5 of the θυρὶς στενή in the grave of Cyrus ὡς μόλις ἂν εἶναι ἑνὶ ἀνδρὶ οὐ μεγάλῳ πολλὰ κακοπαθοῦντι παρελθεῖν=so that it would be difficult for even a relatively small man to pass through without some distress) Lk 13:24. Of a prison cell AcPl Ha 3, 19 (restored). στ. ὁδός (Machon vs. 392; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 66, 38 Jac.; Diod S 20, 29, 7; Maximus Tyr. 39, 3n μία [ὁδὸς] στενὴ κ. τραχεῖα κ. οὐ πολλοῖς πάνυ ὁδεύσιμος=one narrow, rough path and not readily passable for a large group; Appian, Syr. 43 §225; Arrian, Anab. 2, 11, 3; 3, 18, 4; Jos., Ant. 19, 116) Mt 7:14 v.l.—B. 886. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > στενός

  • 17 ἐν

    ἐν prep. w. dat. (Hom.+). For lit. s. ἀνά and εἰς, beg. For special NT uses s. AOepke, TW II 534–39. The uses of this prep. are so many and various, and oft. so easily confused, that a strictly systematic treatment is impossible. It must suffice to list the main categories, which will help establish the usage in individual cases. The earliest auditors/readers, not being inconvenienced by grammatical and lexical debates, would readily absorb the context and experience little difficulty.
    marker of a position defined as being in a location, in, among (the basic idea, Rob. 586f)
    of the space or place within which someth. is found, in: ἐν τῇ πόλει Lk 7:37. ἐν Βηθλέεμ Mt 2:1. ἐν τῇ ἐρήμῳ 3:1 (Just., D. 19, 5, cp. A I, 12, 6 ἐν ἐρημίᾳ) ἐν τῷ ἱερῷ Ac 5:42. ἐν οἴκῳ 1 Ti 3:15 and very oft. ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου in my Father’s house Lk 2:49 and perh. Mt 20:15 (cp. Jos., Ant. 16, 302, C. Ap. 1, 118 ἐν τοῖς τοῦ Διός; PTebt 12, 3; POxy 523, 3; Tob 6:11 S; Goodsp., Probs. 81–83). ἐν τῇ ἀγορᾷ Mt 20:3. ἐν (τῷ) οὐρανῷ in heaven (Arat., Phaen. 10; Diod S 4, 61, 6; Plut., Mor. 359d τὰς ψυχὰς ἐν οὐρανῷ λάμπειν ἄστρα; Tat. 12, 2 τὰ ἄστρα τὰ ἐν αὐτῷ) Ac 2:19 (Jo 3:3); Rv 12:1; IEph 19:2.—W. quotations and accounts of the subject matter of literary works: in (Ps.-Demetr. c. 226 ὡς ἐν τῷ Εὐθυδήμῳ; Simplicius in Epict. p. 28, 37 ἐν τῷ Φαίδωνι; Ammon. Hermiae in Aristot. De Interpret. c. 9 p. 136, 20 Busse ἐν Τιμαίῳ παρειλήφαμεν=we have received as a tradition; 2 Macc 2:4; 1 Esdr 1:40; 5:48; Sir 50:27; Just., A I, 60, 1 ἐν τῷ παρὰ Πλάτωνι Τιμαίῳ) ἐν τῇ ἐπιστολῇ 1 Cor 5:9. ἐν τῷ νόμῳ Lk 24:44; J 1:45. ἐν τοῖς προφήταις Ac 13:40. ἐν Ἠλίᾳ in the story of Elijah Ro 11:2 (Just., D. 120, 3 ἐν τῷ Ἰούδα). ἐν τῷ Ὡσηέ 9:25 (Just., D. 44, 2 ἐν τῷ Ἰεζεκιήλ). ἐν Δαυίδ in the Psalter ( by David is also prob.: s. 6) Hb 4:7. ἐν ἑτέρῳ προφήτῃ in another prophet B 6:14. Of inner life φανεροῦσθαι ἐν ταῖς συνειδήσεσι be made known to (your) consciences 2 Cor 5:11. ἐν τῇ καρδίᾳ Mt 5:28; 13:19; 2 Cor 11:12 et al.
    on ἐν τῷ ὄρει (X., An. 4, 3, 31; Diod S 14, 16, 2 λόφος ἐν ᾧ=a hill on which; Jos., Ant. 12, 259; Just., D. 67, 9 ἐν ὄρει Χωρήβ) J 4:20f; Hb 8:5 (Ex 25:40). ἐν τῇ ἀγορᾷ in the market Mt 20:3. ἐν τῇ ὁδῷ on the way Mt 5:25. ἐν πλαξίν on tablets 2 Cor 3:3. ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν on the street corners Mt 6:5.
    within the range of, at, near (Soph., Fgm. 37 [34 N.2] ἐν παντὶ λίθῳ=near every stone; Artem. 4, 24 p. 217, 19 ἐν Τύρῳ=near Tyre; Polyaenus 8, 24, 7 ἐν τῇ νησῖδι=near the island; Diog. L. 1, 34; 85; 97 τὰ ἐν ποσίν=what is before one’s feet; Jos., Vi. 227 ἐν Χαβωλώ) ἐν τῷ γαζοφυλακείῳ (q.v.) J 8:20. ἐν τῷ Σιλωάμ near the pool of Siloam Lk 13:4. καθίζειν ἐν τῇ δεξιᾷ τινος sit at someone’s right hand (cp. 1 Esdr 4:29) Eph 1:20; Hb 1:3; 8:1.
    among, in (Hom.+; PTebt 58, 41 [111 B.C.]; Sir 16:6; 31:9; 1 Macc 4:58; 5:2; TestAbr B 9 p. 13, 27 [Stone p. 74]; Just., A I, 5, 4 ἐν βαρβάροις) ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ in the generation now living Mk 8:38. ἐν τῷ γένει μου among my people Gal 1:14 (Just., D. 51, 1 al. ἐν τῷ γένει ὑμῶν). ἐν ἡμῖν Hb 13:26. ἐν τῷ ὄχλῳ in the crowd Mk 5:30 (cp. Sir 7:7). ἐν ἀλλήλοις mutually (Thu. 1, 24, 4; Just., D. 101, 3) Ro 1:12; 15:5. ἐν τοῖς ἡγεμόσιν (=among the commanding officers: Diod S 18, 61, 2; Appian, Bell. Civ. 5, 21 §84) Ἰούδα Mt 2:6 et al. ἐν ἀνθρώποις among people (as Himerius, Or. 48 [14], 11; Just., A I, 23, 3, D. 64, 7) Lk 2:14; cp. Ac 4:12.
    before, in the presence of, etc. (cp. Od. 2, 194; Eur., Andr. 359; Pla., Leg. 9, 879b; Demosth. 24, 207; Polyb. 5, 39, 6; Epict. 3, 22, 8; Appian, Maced. 18 §2 ἐν τοῖς φίλοις=in the presence of his friends; Sir 19:8; Jdth 6:2; PPetr. II, 4 [6], 16 [255/254 B.C.] δινὸν γάρ ἐστιν ἐν ὄχλῳ ἀτιμάζεσθαι=before a crowd) σοφίαν λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις in the presence of mature (i.e. spiritually sophisticated) adults 1 Cor 2:6 (cp. Simplicius in Epict. p. 131, 20 λέγειν τὰ θεωρήματα ἐν ἰδιώταις). ἐν τ. ὠσὶν ὑμῶν in your hearing Lk 4:21 (cp. Judg 17:2; 4 Km 23:2; Bar 1:3f), where the words can go linguistically just as well w. πεπλήρωται as w. ἡ γραφὴ αὕτη (this passage of scripture read in your hearing). ἐν ὀφθαλμοῖς τινος in someone’s eyes, i.e. judgment (Wsd 3:2; Sir 8:16; Jdth 3:4; 12:14; 1 Macc 1:12) Mt 21:42 (Ps 117:23). ἔν τινι in the same mng. as early as Trag. (Soph., Oed. C. 1213 ἐν ἐμοί=in my judgment, Ant. 925 ἐν θεοῖς καλά; also Pla., Prot. 337b; 343c) ἐν ἐμοί 1 Cor 14:11; possibly J 3:21 (s. 4c below) and Jd 1 belong here.—In the ‘forensic’ sense ἔν τινι can mean in someone’s court or forum (Soph., Ant. 459; Pla., Gorg. 464d, Leg. 11, 916b; Ael. Aristid. 38, 3 K.=7 p. 71 D.; 46 p. 283, 334 D.; Diod S 19, 51, 4; Ps.-Heraclit., Ep. 4, 6; but in several of these pass. the mng. does not go significantly beyond ‘in the presence of’ [s. above]) ἐν ὑμῖν 1 Cor 6:2 ( by you is also tenable; s. 6 below).
    esp. to describe certain processes, inward: ἐν ἑαυτῷ to himself, i.e. in silence, διαλογίζεσθαι Mk 2:8; Lk 12:17; διαπορεῖν Ac 10:17; εἰδέναι J 6:61; λέγειν Mt 3:9; 9:21; Lk 7:49; εἰπεῖν 7:39 al.; ἐμβριμᾶσθαι J 11:38.
    marker of a state or condition, in
    of being clothed and metaphors assoc. with such condition in, with (Hdt. 2, 159; X., Mem. 3, 11, 4; Diod S 1, 12, 9; Herodian 2, 13, 3; Jdth 10:3; 1 Macc 6:35; 2 Macc 3:33) ἠμφιεσμένον ἐν μαλακοῖς dressed in soft clothes Mt 11:8. περιβάλλεσθαι ἐν ἱματίοις Rv 3:5; 4:4. ἔρχεσθαι ἐν ἐνδύμασι προβάτων come in sheep’s clothing Mt 7:15. περιπατεῖν ἐν στολαῖς walk about in long robes Mk 12:38 (Tat. 2, 1 ἐν πορφυρίδι περιπατῶν); cp. Ac 10:30; Mt 11:21; Lk 10:13. ἐν λευκοῖς in white (Artem. 2, 3; 4, 2 ἐν λευκοῖς προϊέναι; Epict. 3, 22, 1) J 20:12; Hv 4, 2, 1. Prob. corresp. ἐν σαρκί clothed in flesh (cp. Diod S 1, 12, 9 deities appear ἐν ζῴων μορφαῖς) 1 Ti 3:16; 1J 4:2; 2J 7. ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ in all his glory Mt 6:29 (cp. 1 Macc 10:86). ἐν τ. δόξῃ τοῦ πατρός clothed in his Father’s glory 16:27; cp. 25:31; Mk 8:38; Lk 9:31.
    of other states and conditions (so freq. w. γίνομαι, εἰμί; Attic wr.; PPetr II, 11 [1], 8 [III B.C.] γράφε, ἵνα εἰδῶμεν ἐν οἷς εἶ; 39 [g], 16; UPZ 110, 176 [164 B.C.] et al.; LXX; Just., A I, 13, 2 πάλιν ἐν ἀφθαρσίᾳ γενέσθαι; 67, 6 τοῖς ἐν χρείᾳ οὖσι; Tat. 20, 1f οὐκ ἔστι γὰρ ἄπειρος ὁ οὐρανός, … πεπερασμένος δὲ καὶ ἐν τέρματι; Mel., HE 4, 26, 6 ἐν … λεηλασίᾳ ‘plundering’): ὑπάρχων ἐν βασάνοις Lk 16:23. ἐν τῷ θανάτῳ 1J 3:14. ἐν ζωῇ Ro 5:10. ἐν τοῖς δεσμοῖς Phlm 13 (Just., A II, 2, 11 ἐν δ. γενέσθαι). ἐν πειρασμοῖς 1 Pt 1:6; ἐν πολλοῖς ὢν ἀστοχήμασι AcPlCor 2:1. ἐν ὁμοιώματι σαρκός Ro 8:3. ἐν πολλῷ ἀγῶνι 1 Th 2:2. ἐν φθορᾷ in a state of corruptibility 1 Cor 15:42. ἐν ἑτοίμῳ ἔχειν 2 Cor 10:6 (cp. PEleph 10, 7 [223/222 B.C.] τ. λοιπῶν ἐν ἑτοίμῳ ὄντων; PGen 76, 8; 3 Macc 5:8); ἐν ἐκστάσει in a state of trance Ac 11:5 (opp. Just., D, 115, 3 ἐν καταστάσει ὤν). Of qualities: ἐν πίστει κ. ἀγάπῃ κ. ἁγιασμῷ 1 Ti 2:15; ἐν κακίᾳ καὶ φθόνῳ Tit 3:3; ἐν πανουργίᾳ 2 Cor 4:2; ἐν εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι 1 Ti 2:2; ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ θεοῦ Ro 3:26; ἐν μυστηρίῳ 1 Cor 2:7; ἐν δόξῃ Phil 4:19.
    marker of extension toward a goal that is understood to be within an area or condition, into: ἐν is somet. used w. verbs of motion where εἰς would normally be expected (Diod S 23, 8, 1 Ἄννων ἐπέρασε ἐν Σικελίᾳ; Hero I 142, 7; 182, 4; Paus. 7, 4, 3 διαβάντες ἐν τῇ Σάμῳ; Epict. 1, 11, 32; 2, 20, 33; Aelian, VH 4, 18; Vett. Val. 210, 26; 212, 6 al., s. index; Pel.-Leg. 1, 4; 5; 2, 1; PParis 10, 2 [145 B.C.] ἀνακεχώρηκεν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ; POxy 294, 4; BGU 22, 13; Tob 5:5 BA; 1 Macc 10:43; TestAbr B 2 p. 106, 23=Stone p. 60 [s. on the LXX Thackeray 25]; πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ En 10:9; TestAbr A 6 p. 83, 22 [Stone p. 14] δάκρυα … ἐν τῷ νιπτῆρι πίπτοντα): εἰσέρχεσθαι Lk 9:46; Rv 11:11; ἀπάγειν GJs 6:1; ἀνάγειν 7:1; εἰσάγειν 10:1; καταβαίνειν J 5:3 (4) v.l.; ἀναβαίνειν GJs 22:13; ἀπέρχεσθαι (Diod S 23, 18, 5) Hs 1:6; ἥκειν GJs 5:1; ἀποστέλλειν 25:1. To be understood otherwise: ἐξῆλθεν ὁ λόγος ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ the word went out = spread in all Judaea Lk 7:17; likew. 1 Th 1:8. The metaphorical expr. ἐπιστρέψαι ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων turn the disobedient to the wisdom of the righteous Lk 1:17 is striking but consistent w. the basic sense of ἐν. S. also γίνομαι, δίδωμι, ἵστημι, καλέω, and τίθημι. ἐν μέσῳ among somet. answers to the question ‘whither’ (B-D-F §215, 3) Mt 10:16; Lk 10:3; 8:7.
    marker of close association within a limit, in
    fig., of pers., to indicate the state of being filled w. or gripped by someth.: in someone=in one’s innermost being ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα in him dwells all the fullness Col 2:9. ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα (prob. to be understood as local, not instrumental, since ἐν αὐ. would otherwise be identical w. διʼ αὐ. in the same vs.) everything was created in association with him 1:16 (cp. M. Ant. 4, 23 ἐν σοὶ πάντα; Herm. Wr. 5, 10; AFeuillet, NTS 12, ’65, 1–9). ἐν τῷ θεῷ κέκρυπται ἡ ζωὴ ὑμῶν your life is hid in God 3:3; cp. 2:3. Of sin in humans Ro 7:17f; cp. κατεργάζεσθαι vs. 8. Of Christ who, as a spiritual being, fills people so as to be in charge of their lives 8:10; 2 Cor 13:5, abides J 6:56, lives Gal 2:20, and takes form 4:19 in them. Of the divine word: οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν 1J 1:10; μένειν ἔν τινι J 5:38; ἐνοικεῖν Col 3:16. Of God’s spirit: οἰκεῖν (ἐνοικεῖν) ἔν τινι Ro 8:9, 11; 1 Cor 3:16; 2 Ti 1:14. Of spiritual gifts 1 Ti 4:14; 2 Ti 1:6. Of miraculous powers ἐνεργεῖν ἔν τινι be at work in someone Mt 14:2; Mk 6:14; ποιεῖν ἔν τινι εὐάρεστον Hb 13:21. The same expr. of God or evil spirits, who somehow work in people: 1 Cor 12:6; Phil 2:13; Eph 2:2 al.
    of the whole, w. which the parts are closely joined: μένειν ἐν τῇ ἀμπέλῳ remain in the vine J 15:4. ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλὰ ἔχομεν in one body we have many members Ro 12:4. κρέμασθαι ἔν τινι depend on someth. Mt 22:40.
    esp. in Paul. or Joh. usage, to designate a close personal relation in which the referent of the ἐν-term is viewed as the controlling influence: under the control of, under the influence of, in close association with (cp. ἐν τῷ Δαυιδ εἰμί 2 Km 19:44): of Christ εἶναι, μένειν ἐν τῷ πατρί (ἐν τῷ θεῷ) J 10:38; 14:10f (difft. CGordon, ‘In’ of Predication or Equivalence: JBL 100, ’81, 612f); and of Christians 1J 3:24; 4:13, 15f; be or abide in Christ J 14:20; 15:4f; μένειν ἐν τῷ υἱῷ καὶ ἐν τῷ πατρί 1J 2:24. ἔργα ἐν θεῷ εἰργασμένα done in communion with God J 3:21 (but s. 1e above).—In Paul the relation of the individual to Christ is very oft. expressed by such phrases as ἐν Χριστῷ, ἐν κυρίῳ etc., also vice versa (FNeugebauer, NTS 4, ’57/58, 124–38; AWedderburn, JSNT 25, ’85, 83–97) ἐν ἐμοὶ Χριστός Gal 2:20, but here in the sense of a above.—See, e.g., Dssm., D. ntl. Formel ‘in Christo Jesu’ 1892; EWeber, D. Formel ‘in Chr. Jesu’ u. d. paul. Christusmystik: NKZ 31, 1920, 213ff; LBrun, Zur Formel ‘in Chr. Jesus’ im Phil: Symbolae Arctoae 1, 1922, 19–37; MHansen, Omkring Paulus-Formeln ‘i Kristus’: TK 4/10, 1929, 135–59; HBöhlig, ʼΕν κυρίῳ: GHeinrici Festschr. 1914, 170–75; OSchmitz, D. Christusgemeinschaft d. Pls2 ’56; AWikenhauser, D. Christusmystik d. Pls2 ’56; KMittring, Heilswirklichkeit b. Pls; Beitrag z. Verständnis der unio cum Christo in d. Plsbriefen 1929; ASchweitzer, D. Mystik d. Ap. Pls 1930 (Eng. tr., WMontgomery, The Myst. of Paul the Ap., ’31); WSchmauch, In Christus ’35; BEaston, Pastoral Ep. ’47, 210f; FBüchsel, ‘In Chr.’ b. Pls: ZNW 42, ’49, 141–58. Also HKorn, D. Nachwirkungen d. Christusmystik d. Pls in den Apost. Vätern, diss. Berlin 1928; EAndrews, Interpretation 6, ’52, 162–77; H-LParisius, ZNW 49, ’58, 285–88 (10 ‘forensic’ passages); JAllan, NTS 5, ’58/59, 54–62 (Eph), ibid. 10, ’63, 115–21 (pastorals); FNeugebauer, In Christus, etc. ’61; MDahl, The Resurrection of the Body ( 1 Cor 15) ’62, 110–13.—Paul has the most varied expressions for this new life-principle: life in Christ Ro 6:11, 23; love in Christ 8:39; grace, which is given in Christ 1 Cor 1:4; freedom in Chr. Gal 2:4; blessing in Chr. 3:14; unity in Chr. vs. 28. στήκειν ἐν κυρίῳ stand firm in the Lord Phil 4:1; εὑρεθῆναι ἐν Χ. be found in Christ 3:9; εἶναι ἐν Χ. 1 Cor 1:30; οἱ ἐν Χ. Ro 8:1.—1 Pt 5:14; κοιμᾶσθαι ἐν Χ., ἀποθνῄσκειν ἐν κυρίῳ 1 Cor 15:18.—Rv 14:13; ζῳοποιεῖσθαι 1 Cor 15:22.—The formula is esp. common w. verbs that denote a conviction, hope, etc. πεποιθέναι Gal 5:10; Phil 1:14; 2 Th 3:4. παρρησίαν ἔχειν Phlm 8. πέπεισμαι Ro 14:14. ἐλπίζειν Phil 2:19. καύχησιν ἔχειν Ro 15:17; 1 Cor 15:31. τὸ αὐτὸ φρονεῖν Phil 4:2. ὑπακούειν Eph 6:1. λαλεῖν 2 Cor 2:17; 12:19. ἀλήθειαν λέγειν Ro 9:1. λέγειν καὶ μαρτύρεσθαι Eph 4:17. But also apart fr. such verbs, in numerous pass. it is used w. verbs and nouns of the most varied sort, often without special emphasis, to indicate the scope within which someth. takes place or has taken place, or to designate someth. as being in close assoc. w. Christ, and can be rendered, variously, in connection with, in intimate association with, keeping in mind ἁγιάζεσθαι 1 Cor 1:2, or ἅγιος ἐν Χ. Phil 1:1; ἀσπάζεσθαί τινα 1 Cor 16:19. δικαιοῦσθαι Gal 2:17. κοπιᾶν Ro 16:12. παρακαλεῖν 1 Th 4:1. προσδέχεσθαί τινα Ro 16:2; Phil 2:29. χαίρειν 3:1; 4:4, 10. γαμηθῆναι ἐν κυρίῳ marry in the Lord=marry a Christian 1 Cor 7:39. προϊστάμενοι ὑμῶν ἐν κυρίῳ your Christian leaders (in the church) 1 Th 5:12 (but s. προί̈στημι 1 and 2).—εὐάρεστος Col 3:20. νήπιος 1 Cor 3:1. φρόνιμος 4:10. παιδαγωγοί vs. 15. ὁδοί vs. 17. Hence used in periphrasis for ‘Christian’ οἱ ὄντες ἐν κυρίῳ Ro 16:11; ἄνθρωπος ἐν Χ. 2 Cor 12:2; αἱ ἐκκλησίαι αἱ ἐν Χ. Gal 1:22; 1 Th 2:14; νεκροὶ ἐν Χ. 4:16; ἐκλεκτός Ro 16:13. δόκιμος vs. 10. δέσμιος Eph 4:1. πιστὸς διάκονος 6:21; ἐν Χ. γεννᾶν τινα become someone’s parent in the Christian life 1 Cor 4:15. τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν κυρίῳ 9:1.—The use of ἐν πνεύματι as a formulaic expression is sim.: ἐν πν. εἶναι be under the impulsion of the spirit, i.e. the new self, as opposed to ἐν σαρκί under the domination of the old self Ro 8:9; cp. ἐν νόμῳ 2:12. λαλεῖν speak under divine inspiration 1 Cor 12:3. ἐγενόμην ἐν πνεύματι I was in a state of inspiration Rv 1:10; 4:2; opp. ἐν ἑαυτῷ γενόμενος came to himself Ac 12:11 (cp. X., An. 1, 5, 17 et al.).—The expr. ἐν πν. εἶναι is also used to express the idea that someone is under the special infl. of a good or even an undesirable spirit: Mt 22:43; Mk 12:36; Lk 2:27; 1 Cor 12:3; Rv 17:3; 21:10. ἄνθρωπος ἐν πν. ἀκαθάρτῳ (ὤν) Mk 1:23 (s. GBjörck, ConNeot 7, ’42, 1–3).—ἐν τῷ πονηρῷ κεῖσθαι be in the power of the evil one 1J 5:19. οἱ ἐν νόμῳ those who are subject to the law Ro 3:19. ἐν τῷ Ἀδὰμ ἀποθνῄσκειν die because of a connection w. Adam 1 Cor 15:22.—On the formula ἐν ὀνόματι (Χριστοῦ) s. ὄνομα 1, esp. dγג. The OT is the source of the expr. ὀμνύναι ἔν τινι swear by someone or someth. (oft. LXX) Mt 5:34ff; 23:16, 18ff; Rv 10:6; παραγγέλλομέν σοι ἐν Ἰησοῦ Ac 19:14 v.l. The usage in ὁμολογεῖν ἔν τινι acknowledge someone Mt 10:32; Lk 12:8 (s. ὁμολογέω 4b) is Aramaic.
    marker introducing means or instrument, with, a construction that begins w. Homer (many examples of instrumental ἐν in Radermacher’s edition of Ps.-Demetr., Eloc. p. 100; Reader, Polemo p. 258) but whose wide currency in our lit. is partly caused by the infl. of the LXX, and its similarity to the Hebr. constr. w. בְּ (B-D-F §219; Mlt. 104; Mlt-H. 463f; s. esp. M-M p. 210).
    it can serve to introduce persons or things that accompany someone to secure an objective: ‘along with’
    α. pers., esp. of a military force, w. blending of associative (s. 4) and instrumental idea (1 Macc 1:17; 7:14, 28 al.): ἐν δέκα χιλιάσιν ὑπαντῆσαι meet, w. 10,000 men Lk 14:31 (cp. 1 Macc 4:6, 29 συνήντησεν αὐτοῖς Ἰούδας ἐν δέκα χιλιάσιν ἀνδρῶν). ἦλθεν ἐν μυριάσιν αὐτοῦ Jd 14 (cp. Jdth 16:3 ἦλθεν ἐν μυριάσι δυνάμεως αὐτοῦ).
    β. impers. (oft. LXX; PTebt 41, 5 [c. 119 B.C.]; 16, 14 [114 B.C.]; 45, 17 al., where people rush into the village or the house ἐν μαχαίρῃ, ἐν ὅπλοις). (Just., D. 86, 6 τῆς ἀξίνης, ἐν ἧ πεπορευμένοι ἦσαν … κόψαι ξύλα) ἐν ῥάβδῳ ἔρχεσθαι come with a stick (as a means of discipline) 1 Cor 4:21 (cp. Lucian, Dial. Mort. 23, 3 Ἑρμῆν καθικόμενον ἐν τῇ ῥάβδῳ; Gen 32:11; 1 Km 17:43; 1 Ch 11:23; Dssm., B 115f [BS 120]). ἐν πληρώματι εὐλογίας with the full blessing Ro 15:29. ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ Mt 16:28. ἐν αἵματι Hb 9:25 (cp. Mi 6:6). ἐν τῷ ὕδατι καὶ ἐν τῷ αἵματι 1J 5:6. ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει τοῦ Ἠλίου equipped w. the spirit and power of Elijah Lk 1:17. φθάνειν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ come with the preaching of the gospel 2 Cor 10:14. μὴ ἐν ζύμῃ παλαιᾷ not burdened w. old leaven 1 Cor 5:8.
    it can serve to express means or instrumentality in terms of location for a specific action (cp. TestAbr A 12 p. 91, 5f [Stone p. 30] κρατῶν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ ζυγόν; Tat. 9, 2 οἱ ἐν τοῖς πεσσοῖς ἀθύροντες ‘those who play w. gaming pieces’ [as, e.g., in backgammon]): κατακαίειν ἐν πυρί Rv 17:16 (cp. Bar 1:2; 1 Esdr 1:52; 1 Macc 5:5 al.; as early as Il. 24, 38; cp. POxy 2747, 74; Aelian, HA 14, 15. Further, the ἐν Rv 17:16 is not textually certain). ἐν ἅλατι ἁλίζειν, ἀρτύειν Mt 5:13; Mk 9:50; Lk 14:34 (s. M-M p. 210; WHutton, ET 58, ’46/47, 166–68). ἐν τῷ αἵματι λευκαίνειν Rv 7:14. ἐν αἵματι καθαρίζειν Hb 9:22. ἐν ῥομφαίᾳ ἀποκτείνειν kill with the sword Rv 6:8 (1 Esdr 1:50; 1 Macc 2:9; cp. 3:3; Jdth 16:4; ἀπολεῖ ἐν ῥομφαίᾳ En 99:16; 4 [6] Esdr [POxy 1010] ἐν ῥ. πεσῇ … πεσοῦνται ἐν μαχαίρῃ; cp. Lucian, Hist. Conscrib. 12 ἐν ἀκοντίῳ φονεύειν). ἐν μαχαίρῃ πατάσσειν Lk 22:49 (διχοτομήσατε … ἐν μ. GrBar 16:3); ἐν μ. ἀπόλλυσθαι perish by the sword Mt 26:52. ποιμαίνειν ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ Rv 2:27; 12:5; 19:15 (s. ποιμαίνω 2aγ and cp. PGM 36, 109). καταπατεῖν τι ἐν τοῖς ποσίν tread someth. w. the feet Mt 7:6 (cp. Sir 38:29). δύο λαοὺς βλέπω ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς μου I see two peoples with my eyes GJs 17:2 (ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὀρᾶν=see with the eyes: cp. Il. 1, 587; Od. 8, 459; Callinus [VII B.C.], Fgm. 1, 20 Diehl2). ποιεῖν κράτος ἐν βραχίονι do a mighty deed w. one’s arm Lk 1:51 (cp. Sir 38:30); cp. 11:20. δικαιοῦσθαι ἐν τῷ αἵματι be justified by the blood Ro 5:9. ἐν ἁγιασμῷ πνεύματος 2 Th 2:13; 1 Pt 1:2; ἐν τ. παρακλήσει 2 Cor 7:7. εὐλογεῖν ἐν εὐλογίᾳ Eph 1:3. λαλοῦντες ἑαυτοῖς ἐν ψάλμοις 5:19. ἀσπάσασθαι … ἐν εὐχῇ greet w. prayer GJs 24:1. Of intellectual process γινώσκειν ἔν τινι know or recognize by someth. (cp. Thuc. 7, 11, 1 ἐν ἐπιστολαῖς ἴστε; Sir 4:24; 11:28; 26:29) J 13:35; 1J 3:19; cp. ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου in the breaking of bread Lk 24:35 (s. 10c).—The ἐν which takes the place of the gen. of price is also instrumental ἠγόρασας ἐν τῷ αἵματί σου Rv 5:9 (cp. 1 Ch 21:24 ἀγοράζω ἐν ἀργυρίῳ).—ἐν ᾧ whereby Ro 14:21.—The idiom ἀλλάσσειν, μεταλλάσσειν τι ἔν τινι exchange someth. for someth. else Ro 1:23, 25 (cp. Ps 105:20) is not un-Greek (Soph., Ant. 945 Danaë had to οὐράνιον φῶς ἀλλάξαι ἐν χαλκοδέτοις αὐλαῖς=change the heavenly light for brass-bound chambers).
    marker of agency: with the help of (Diod S 19, 46, 4 ἐν τοῖς μετέχουσι τοῦ συνεδρίου=with the help of the members of the council; Philostrat., Vi. Apoll. 7, 9 p. 259, 31 ἐν ἐκείνῳ ἑαλωκότες) ἐν τῷ ἄρχοντι τ. δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια Mt 9:34. ἐν ἑτερογλώσσοις λαλεῖν 1 Cor 14:21. κρίνειν τ. οἰκουμένην ἐν ἀνδρί Ac 17:31 (cp. SIG2 850, 8 [173/172 B.C.] κριθέντω ἐν ἄνδροις τρίοις; Synes., Ep. 91 p. 231b ἐν ἀνδρί); perh. 1 Cor 6:2 (s. 1e); ἀπολύτρωσις ἐν Χρ. redemption through Christ Ro 3:24 (cp. ἐν αὐτῷ σωθήσεσθε Just., A I, 60, 3).
    marker of circumstance or condition under which someth. takes place: ἐν ᾧ κρίνεις Ro 2:1 (but s. B-D-F §219, 2); ἐν ᾧ δοκιμάζει 14:22; ἐν ᾧ καυχῶνται 2 Cor 11:12; ἐν ᾧ τις τολμᾷ 11:21; ἐν ᾧ καταλαλοῦσιν whereas they slander 1 Pt 2:12, cp. 3:16 (on these Petrine pass. s. also ὅς 1k); ἐν ᾧ ξενίζονται in view of your changed attitude they consider it odd 4:4. ἐν ᾧ in 3:19 may similarly refer to a changed circumstance, i.e. from death to life (WDalton, Christ’s Proclamation to the Spirits, ’65, esp. 135–42: ‘in this sphere, under this influence’ [of the spirit]). Other possibilities: as far as this is concerned: πνεῦμα• ἐν ᾧ spirit; as which (FZimmermann, APF 11, ’35, 174 ‘meanwhile’ [indessen]; BReicke, The Disobedient Spirits and Christian Baptism, ’46, 108–15: ‘on that occasion’=when he died).—Before a substantive inf. (oft. LXX; s. KHuber, Unters. über den Sprachchar. des griech. Lev., diss. Zürich 1916, 83): in that w. pres. inf. (POxy 743, 35 [2 B.C.] ἐν τῷ δέ με περισπᾶσθαι οὐκ ἠδυνάσθην συντυχεῖν Ἀπολλωνίῳ; Just., D. 10, 3 ἐν τῷ μήτε σάββατα τηρεῖν μήτε …) βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν as they were having rough going in the waves=having a difficult time making headway Mk 6:48. ἐθαύμαζον ἐν τῷ χρονίζειν … αὐτόν they marveled over his delay Lk 1:21. ἐν τῷ τὴν χεῖρα ἐκτείνειν σε in that you extend your hand Ac 4:30; cp. 3:26; Hb 8:13. W. aor. inf. ἐν τῷ ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα Hb 2:8. Somet. the circumstantial and temporal (s. 7 and 10) uses are so intermingled that it is difficult to decide between them; so in some of the pass. cited above, and also Hv 1, 1, 8 et al. (B-D-F §404, 3; Rob. 1073).—WHutton, Considerations for the Translation of ἐν, Bible Translator 9, ’58, 163–70; response by NTurner, ibid. 10, ’59, 113–20.—On ἐν w. article and inf. s. ISoisalon-Soininen, Die Infinitive in der LXX, ’65, 80ff.
    marker denoting the object to which someth. happens or in which someth. shows itself, or by which someth. is recognized, to, by, in connection with: ζητεῖν τι ἔν τινι require someth. in the case of someone 1 Cor 4:2; cp. ἐν ἡμῖν μάθητε so that you might learn in connection w. us vs. 6. Cp. Phil 1:30. ἵνα οὕτως γένηται ἐν ἐμοί that this may be done in my case 1 Cor 9:15 (Just., D. 77, 3 τοῦτο γενόμενον ἐν τῷ ἡμετέρῳ Χριστῷ). ἐδόξαζον ἐν ἐμοὶ τὸν θεόν perh. they glorified God in my case Gal 1:24, though because of me and for me are also possible. μήτι ἐν ἐμοὶ ἀνεκεφαλαιώθη ἡ ἱστορία GJs 13:1 (s. ἀνακεφαλαιόω 1). ποιεῖν τι ἔν τινι do someth. to (with) someone (Epict., Ench. 33, 12; Ps.-Lucian, Philopatr. 18 μὴ ἑτεροῖόν τι ποιήσῃς ἐν ἐμοί; Gen 40:14; Jdth 7:24; 1 Macc 7:23) Mt 17:12; Lk 23:31. ἐργάζεσθαί τι ἔν τινι Mk 14:6. ἔχειν τι ἔν τινι have someth. in someone J 3:15 (but ἐν αὐτῷ is oft. constr. w. πιστεύων, cp. v.l.); cp. 14:30 (s. BNoack, Satanas u. Soteria ’48, 92). ἵνα δικαιοσύνης ναὸν ἐν τῷ ἰδίῳ σώματι ἀναδείξῃ AcPlCor 2:17 (s. ἀναδείκνυμι 1).—For the ordinary dat. (Diod S 3, 51, 4 ἐν ἀψύχῳ ἀδύνατον=it is impossible for a lifeless thing; Ael. Aristid. 49, 15 K.=25 p. 492 D.: ἐν Νηρίτῳ θαυμαστὰ ἐνεδείξατο=[God] showed wonderful things to N.; 53 p. 629 D.: οὐ γὰρ ἐν τοῖς βελτίστοις εἰσὶ παῖδες, ἐν δὲ πονηροτάτοις οὐκέτι=it is not the case that the very good have children, and the very bad have none [datives of possession]; 54 p. 653 D.: ἐν τ. φαύλοις θετέον=to the bad; EpJer 66 ἐν ἔθνεσιν; Aesop, Fab. 19, 8 and 348a, 5 v.l. Ch.) ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί Gal 1:16. φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς Ro 1:19 (Aesop 15c, 11 Ch. τ. φανερὸν ἐν πᾶσιν=evident to all). ἐν ἐμοὶ βάρβαρος (corresp. to τῷ λαλοῦντι βάρβ.) 1 Cor 14:11 (Amphis Com. [IV B.C.] 21 μάταιός ἐστιν ἐν ἐμοί). δεδομένον ἐν ἀνθρώποις Ac 4:12. θεῷ … ἐν ἀνθρώποις Lk 2:14.—Esp. w. verbs of striking against: προσκόπτω, πταίω, σκανδαλίζομαι; s. these entries.
    marker of cause or reason, because of, on account of (PParis 28, 13=UPZ 48, 12f [162/161 B.C.] διαλυόμενοι ἐν τῷ λιμῷ; Ps 30:11; 1 Macc 16:3 ἐν τῷ ἐλέει; 2 Macc 7:29; Sir 33:17)
    gener. ἁγιάζεσθαι ἔν τινι Hb 10:10; 1 Cor 7:14. ἐν τ. ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν Ro 1:24; perh. ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα 9:7; Hb 11:18 (both Gen 21:12). ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν because of their many words Mt 6:7. ἐν τούτῳ πιστεύομεν this is the reason why we believe J 16:30; cp. Ac 24:16; 1 Cor 4:4 (Just., D. 68, 7 οὐχὶ καὶ ἐν τούτῳ δυσωπήσω ὑμᾶς μὴ πείθεσθαι τοῖς διδασκάλοις ὑμῶν=‘surely you will be convinced by this [argument] to lose confidence in your teachers, won’t you?’); perh. 2 Cor 5:2. Sim., of the occasion: ἔφυγεν ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ at this statement Ac 7:29; cp. 8:6. W. attraction ἐν ᾧ = ἐν τούτῳ ὅτι for the reason that = because Ro 8:3; Hb 2:18; 6:17.
    w. verbs that express feeling or emotion, to denote that toward which the feeling is directed; so: εὐδοκεῖν (εὐδοκία), εὐφραίνεσθαι, καυχᾶσθαι, χαίρειν et al.
    marker of a period of time, in, while, when
    indicating an occurrence or action within which, at a certain point, someth. occurs Mt 2:1. ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις 3:1. ἐν τῷ ἑξῆς afterward Lk 7:11. ἐν τῷ μεταξύ meanwhile (PTebt 72, 190; PFlor 36, 5) J 4:31. in the course of, within ἐν τρισὶν ἡμέραις (X., Ages. 1, 34; Diod S 13, 14, 2; 20, 83, 4; Arrian, Anab. 4, 6, 4 ἐν τρισὶν ἡμέραις; Aelian, VH 1, 6; IPriene 9, 29; GDI 1222, 4 [Arcadia] ἰν ἁμέραις τρισί; EpArist 24; Demetr.: 722 Fgm. 1:3 Jac.) Mt 27:40; J 2:19f.
    point of time when someth. occurs ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως Mt 11:22 (En 10:6; Just., D. 38, 2; Tat. 12, 4). ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ J 6:44; 11:24; 12:48; cp. 7:37. ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ Mt 8:13; 10:19; cp. 7:22; J 4:53. ἐν σαββάτῳ 12:2; J 7:23. ἐν τῇ ἡμέρᾳ J 11:9 (opp. ἐν τῇ νυκτί vs. 10). ἐν τῷ δευτέρῳ on the second visit Ac 7:13. ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ in the new age Mt 19:28. ἐν τῇ παρουσίᾳ 1 Cor 15:23; 1 Th 2:19; 3:13; Phil 2:12 (here, in contrast to the other pass., there is no reference to the second coming of Christ.—Just., D. 31, 1 ἐν τῇ ἐνδόξῳ γινομένῃ αὐτοῦ παρουσίᾳ; 35, 8; 54, 1 al.); 1J 2:28. ἐν τῇ ἀναστάσει in the resurrection Mt 22:28; Mk 12:23; Lk 14:14; 20:33; J 11:24 (Just., D. 45, 2 ἐν τῇ τῶν νεκρῶν ἀναστάσει). ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι at the last trumpet-call 1 Cor 15:52. ἐν τῇ ἀποκαλύψει at the appearance of Jesus/Christ (in the last days) 2 Th 1:7; 1 Pt 1:7, 13; 4:13.
    to introduce an activity whose time is given when, while, during (Diod S 23, 12, 1 ἐν τοῖς τοιούτοις=in the case of this kind of behavior) ἐν τῇ προσευχῇ when (you) pray Mt 21:22. ἐν τῇ στάσει during the revolt Mk 15:7. ἐν τῇ διδαχῇ in the course of his teaching Mk 4:2; 12:38. If Lk 24:35 belongs here, the sense would be on the occasion of, when (but s. 5b). ἐν αὐτῷ in it (the preaching of the gospel) Eph 6:20. γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ (τῇ προσευχῇ) while you are watchful in it Col 4:2. Esp. w. the pres. inf. used substantively: ἐν τῷ σπείρειν while (he) sowed Mt 13:4; Mk 4:4; cp. 6:48 (s. 7 above and βασανίζω); ἐν τῷ καθεύδειν τοὺς ἀνθρώπους while people were asleep Mt 13:25; ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτόν during the accusations against him 27:12. W. the aor. inf. the meaning is likewise when. Owing to the fundamental significance of the aor. the action is the focal point (s. Rob. 1073, opp. B-D-F §404) ἐν τῷ γενέσθαι τὴν φωνήν Lk 9:36. ἐν τῷ ἐπανελθεῖν αὐτόν 19:15. ἐν τῷ εἰσελθεῖν αὐτούς 9:34.—W. ἐν ᾦ while, as long as (Soph., Trach. 929; Cleanthes [IV/III B.C.] Stoic. I p. 135, 1 [Diog. L. 7, 171]; Demetr.: 722 Fgm. 1, 11 Jac.; Plut., Mor. 356c; Arrian, Anab. 6, 12, 1; Pamprepios of Panopolis [V A.D.] 1, 22 [ed. HGerstinger, SBWienAk 208/3, 1928]) Mk 2:19; Lk 5:34; 24:44 D; J 5:7.
    marker denoting kind and manner, esp. functioning as an auxiliary in periphrasis for adverbs (Kühner-G. I 466): ἐν δυνάμει w. power, powerfully Mk 9:1; Ro 1:4; Col 1:29; 2 Th 1:11; ἐν δικαιοσύνῃ justly Ac 17:31; Rv 19:11 (cp. Just., A II, 4, 3 and D. 16, 3; 19, 2 ἐν δίκῃ). ἐν χαρᾷ joyfully Ro 15:32. ἐν ἐκτενείᾳ earnestly Ac 26:7. ἐν σπουδῇ zealously Ro 12:8. ἐν χάριτι graciously Gal 1:6; 2 Th 2:16. ἐν (πάσῃ) παρρησίᾳ freely, openly J 7:4; 16:29; Phil 1:20. ἐν πάσῃ ἀσφαλείᾳ Ac 5:23. ἐν τάχει (PHib 47, 35 [256 B.C.] ἀπόστειλον ἐν τάχει) Lk 18:8; Ro 16:20; Rv 1:1; 22:6. ἐν μυστηρίῳ 1 Cor 2:7 (belongs prob. not to σοφία, but to λαλοῦμεν: in the form of a secret; cp. Polyb. 23, 3, 4; 26, 7, 5; Just., D. 63, 2 Μωυσῆς … ἐν παραβολῇ λέγων; 68, 6 εἰρήμενον … ἐν μυστηρίῳ; Diod S 17, 8, 5 ἐν δωρεαῖς λαβόντες=as gifts; 2 Macc 4:30 ἐν δωρεᾷ=as a gift; Sir 26:3; Polyb. 28, 17, 9 λαμβάνειν τι ἐν φερνῇ). Of the norm: ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους acc. to the measure of each individual part Eph 4:16. On 1 Cor 1:21 s. AWedderburn, ZNW 64, ’73, 132–34.
    marker of specification or substance: w. adj. πλούσιος ἐν ἐλέει Eph 2:4; cp. Tit 2:3; Js 1:8.—of substance consisting in (BGU 72, 11 [191 A.D.] ἐξέκοψαν πλεῖστον τόπον ἐν ἀρούραις πέντε) τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασιν Eph 2:15. ἐν μηδενὶ λειπόμενοι Js 1:4 (contrast Just., A I, 67, 6 τοῖς ἐν χρείᾳ οὖσι). Hb 13:21a.— amounting to (BGU 970, 14=Mitt-Wilck. II/2, 242, 14f [177 A.D.] προσηνενκάμην αὐτῷ προοῖκα ἐν δραχμαῖς ἐννακοσίαις) πᾶσαν τὴν συγγένειαν ἐν ψυχαῖς ἑβδομήκοντα πέντε Ac 7:14.—Very rarely for the genitive (Philo Mech. 75, 29 τὸ ἐν τῷ κυλίνδρῳ κοίλασμα; EpArist 31 ἡ ἐν αὐτοῖς θεωρία = ἡ αὐτῶν θ.; cp. 29; Tat. 18, 1 πᾶν τὸ ἐν αὐτῇ εἶδος) ἡ δωρεὰ ἐν χάριτι the free gift in beneficence or grace Ro 5:15.—DELG. LfgrE s.v. ἐν col. 569 (lit. esp. early Greek). M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐν

См. также в других словарях:

  • προοφείλω — και αττ. τ. προὐφείλω Α οφείλω, χρωστώ από πριν («πολλὰ πολλοῑς προοφείλειν», Δίων Κάσσ.) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Парадокс — (παρα δοκέω кажусь) мнение, расходящееся с общепринятым. П. может выражать собой и истинное мнение, и ложное, в зависимости от того, каким является общепринятое. Стремление к парадоксальным утверждениям, свойственное многим авторам, часто… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Teeteto — Para otros usos de este término, véase Teeteto (desambiguación). Teeteto, en griego Θεαίτητος, en latín Theaetetus o Theaitetos (Atenas c. 417 a. C. 369 a. C.), hijo de Eufronio, del demo ateniense de Sunión, fue un matemático …   Wikipedia Español

  • мъного — (570) нар. В большом количестве; много, очень: Не рьци много съгрѣшихъ. много безаконьновахъ. не имамь дрьзновени˫а ѥже къ б҃ѹ припасти. Изб 1076, 56 об.; и страньны˫а же много коривъши възвратис˫а въ домъ свои. ЖФП XII, 28г; старьць же много… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»