Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μόλπᾳ

См. также в других словарях:

  • μολπά — μολπά̱ , μολπή dance fem nom/voc/acc dual μολπά̱ , μολπή dance fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολπᾷ — μολπάζω sing of fut ind mid 2nd sg (epic) μολπάζω sing of fut ind act 3rd sg (epic) μολπή dance fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολπᾶι — μολπᾷ , μολπάζω sing of fut ind mid 2nd sg (epic) μολπᾷ , μολπάζω sing of fut ind act 3rd sg (epic) μολπᾷ , μολπή dance fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολπᾶς — μολπᾶ̱ς , μολπάζω sing of fut ind act 2nd sg (doric) μολπή dance fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολπάν — μολπά̱ν , μολπή dance fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολπάς — μολπά̱ς , μολπή dance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολπάτιδα — μολπά̱τιδα , μολπῆτις she who sings and dances fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππιος — ἵππιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον σθένος», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο ιπποδρόμιο («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», Πίνδ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἵππιος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»