Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔλαθεν

  • 1 έλαθεν

    ἐλαύνω
    drive: aor ind pass 3rd pl (epic)
    λανθάνω
    escape notice: aor ind act 3rd sg
    ἔλᾱθεν, λανθάνω
    escape notice: imperf ind act 3rd sg (doric)

    Morphologia Graeca > έλαθεν

  • 2 ἔλαθεν

    ἐλαύνω
    drive: aor ind pass 3rd pl (epic)
    λανθάνω
    escape notice: aor ind act 3rd sg
    ἔλᾱθεν, λανθάνω
    escape notice: imperf ind act 3rd sg (doric)

    Morphologia Graeca > ἔλαθεν

  • 3 λανθάνω

    λανθάνω, Pi.Fr.75.13, etc.:—also [full] λήθω (which is the form of the [voice] Act. generally used in compds., δια-λανθάνω being the sole exception), Il.23.323, S.OT 1325 (lyr.), X.Smp.4.48; [dialect] Dor. [full] λάθω [pron. full] [ᾱ] S.El. 222 (lyr.); inf.
    A

    λᾱθέμεν Pi.O.1.64

    : [tense] impf.

    ἐλάνθανον Il.13.721

    , etc.;

    ἔληθον Od.19.151

    , S.El. 1359; [dialect] Ep.

    λῆθον Il.15.461

    ; [dialect] Ion.

    λήθεσκεν 24.13

    : [tense] fut.

    λήσω Od.11.102

    , Ar.Ec.98, etc.; [dialect] Aeol.inf.

    λᾱσην Alc.Supp.22.8

    ; [dialect] Dor.

    λᾱσῶ Theoc.14.9

    , al., so (in late writers) λήσομαι, v. infr. c. 11: [tense] aor. 1

    ἔλησα Nic.Al. 280

    (but Hom. has ἐπ-έλησα, Alc. ἐξ-έλᾱσα, in causal sense): [tense] aor. 2

    ἔλᾰθον Il.17.676

    , etc. (for λέλᾰθον, v. infr. B): [tense] pf.

    λέληθα Semon.7.9

    , Sol.13.27; [dialect] Aeol.part.

    λελᾱθων Alc.Supp.26.8

    : [tense] plpf. ἐλελήθειν, [dialect] Att. - ήθη, Th.8.33, Ar.Eq. 822, Nu. 380, Luc.Pr.Im. 15; [dialect] Ion.[ per.] 3sg.

    ἐλελήθεε Hdt.6.79

    .
    B causal [full] ληθάνω, [tense] aor. 2 λέλᾰθον, v. infr. B.
    C [voice] Med. and [voice] Pass.,

    λανθάνομαι Arist.Po. 1455a25

    (s.v.l.),

    λήθομαι Il.11.790

    , A.Ag.39; [dialect] Dor. λάθομαι [ᾱ] Pi.O.8.72: [dialect] Ep. [tense] impf.

    λανθανόμην Od.12.227

    : [tense] fut.

    λήσομαι 1.308

    ; [dialect] Dor.

    λᾱσεῦμαι Theoc.4.39

    , also

    λελήσομαι E.Alc. 198

    : [tense] aor. 1 ἐλησάμην or λησάμην only in late [dialect] Ep., Maiist.47, Mosch.3.62 ([dialect] Dor. λᾱς-), Q.S.3.99, etc.; also ἐλήσθην, [dialect] Dor. inf.

    λασθῆμεν Theoc.2.46

    , cf. διαλανθάνω: [tense] aor. 2 ἐλᾰθόμην, [dialect] Ep. λαθ-, Il.13.835, E.Hipp. 289: rare in Prose exc. in compds., Plu.Caes.38; also [dialect] Ep. redupl. λελάθοντο, etc., v. infr. c: [tense] pf.

    λέλησμαι S.El. 342

    , Pl.Phdr. 252a; [dialect] Ep. λέλασμαι, part. λελασμένος, etc.; cf. ἐπιλήθω.
    A in most of the act. tenses, escape notice (freq. joined with a neg.):—Constr.:
    1 c. acc. pers. only, escape his notice,

    λάθε δ' Ἕκτορα Il.22.277

    ;

    οὐδέ σε λήσει 23.326

    ;

    οὐ λῆθε Διὸς πυκινὸν νόον 15.461

    , cf. Od.11.102, al.; [

    τοῦτον] οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός A.Ag. 796

    (anap.);

    οὐ λάθει μ' ὀργά S.El. 222

    (lyr.), cf. Ph. 207 (lyr.);

    τουτί μ' ἐλελήθειν Ar.Nu. 380

    ; εἰ λανθάνει σε perhaps you don't know, Men. Sam.78: impers., λεληθέναι οὐ θαυμάζω τὸ πλῆθος περὶ τούτου it escaped the notice of the people, X.Hier.2.5; σὲ δὲ λέληθεν περὶ τοῦτο ὡς .. Pl. Lg. 903c.
    2 most freq. with a part. added, in which case we usually translate the part. by a Verb, and express λανθάνω by an Adv., unawares, without being observed; either,
    a c. acc. pers., ἄλλον τινὰ λήθω μαρνάμενος I am unseen by others while fighting, i.e. 1 fight unseen by them, Il.13.273;

    πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων Od.8.93

    , cf. 12.17, 220, 19.88, al., Pi.O.1.64, 6.36, Hdt.8.25: freq. in Trag. and [dialect] Att., μὴ λάθῃ με προσπεσών lest he come on unseen by me, S.Ph.46, cf. 156 (lyr.); ὅπως μὴ λήσουσιν αὐτοὺς αἱ νῆες.. ἀφορμηθεῖσαι should put to sea without their observing them, Th.8.10; or,
    b without an acc., φονέα ἐλάνθανε βόσκων he maintained the murderer unawares, Hdt.1.44;

    λέληθας ἐχθρὸς ὤν S.OT 415

    ;

    δουλεύων λέληθας Ar.V. 517

    ;

    συνέβη δὲ ὑπερημέρῳ γενομένῳ λαθεῖν D.21.89

    : the reflex. Pron. may be supplied and is sts. added,

    λέληθεν αὑτὸν τοῖς ξυνοῦσιν ὢν βαρύς S.Fr. 103

    ;

    ἕως σαυτὸν λάθοις διαρραγείς Ar. Pax32

    , cf. Nu. 242, X.An.6.3.22: sts., however, a different object must be supplied from the context, βάλλοντες ἐλάνθανον (not ἑαυτούς, but Τρῶας) Il. 13.721;

    ἐλάνθανε [πάντας] ἔχων Hdt.8.5

    ; μὴ διαφθαρεὶς λάθῃ [τινὰ ὁ βίος] S.Ph. 506;

    μὴ λάθῃ [ἡμᾶς] φύγδα βάς A.Eu. 256

    (lyr.), cf. Th. 4.133, etc.—In a few examples this constr. is reversed, and λαθών is put in the part., as in our idiom, ἀπὸ τείχεος ἆλτο λαθών (for ἔλαθεν ἁλόμενος) Il.12.390;

    ἣ.. λήθουσά μ' ἐξέπινες S.Ant. 532

    .
    4 folld. by a relat. clause, οὐδέ με λήθεις, ὅττι θεῶν τίς σ' ἦγε thou escapest me not, it is not unknown to me, that some god led thee, Il.24.563; οὐδέ ἑ λήθει, ὅππως .. 23.323; ἐδόκεες θεοὺς λήσειν οἷα ἐμηχανῶ thou thought'st to escape the gods' notice in.., Hdt.8.106;

    οὔκουν με.. οἷα πράττεις λανθάνει Ar.Eq. 465

    ; οὐ λανθάνεις με, ὅτι .. X.Mem.3.5.24, cf. Smp.3.6, 13; ὁ γείτων λ. τινὰ οὐ μόνον ὅτι πράττει, ἀλλ' εἰ .. Pl.Tht. 174b.
    B causal, make one forget a thing, c. gen. rei, in compds. ἐκληθάνω, ἐπι-λήθω; the simple Verb only in [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. 2, ὄφρα.. λελάθῃ ὀδυνάων that.. he may cause him to forget his pains, Il.15.60;

    πόλιν λελάθοιτε συντυχιᾶν Lyr.Adesp.140.9

    : but
    II in late [dialect] Ep., λέλαθον, = ἔλαθον, escaped notice of, ἑὸν νόον, τοκῆας, A.R.2.226, 3.779, cf. Orph.A. 876.
    C [voice] Med. and [voice] Pass., let a thing escape one, forget,
    1 forget simply, in [tense] pres. (abs.),

    σὺ δὲ λήθεαι Il.11.790

    : c. gen.,

    Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης.. λανθανόμην Od.12.227

    , cf. Pi.O.8.72;

    οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν Od.1.308

    ;

    ἄλγος, οὗ ποτ' οὐ λελήσεται E.Alc. 198

    : mostly in [tense] aor. 2,

    ἀλκῆς λαθέσθαι A.Supp. 731

    ;

    νόστου τε λαθέσθαι Od.9.97

    ; πῶς ἂν.. Ὀδυσῆος.. λαθοίμην; 1.65: also in redupl. [tense] aor.,

    οὐδὲ σέθεν.. θεοὶ μάκαρες λελάθοντο Il.4.127

    ;

    μή τίς μοι ἀπειλάων λελαθέσθω 16.200

    ;

    οὐ δυνάμην λελαθέσθ' Ἄτης 19.136

    (but in Hes.Th. 471 like the [voice] Act., ὅπως λελάθοιτο τεκοῦσα that she might bear unknown): so in [tense] pf.,

    τῶν δὲ λέλασται Il.5.834

    ;

    ἐμεῖο λελασμένος 23.69

    ;

    κείνου λελῆσθαι S. El. 342

    , etc.;

    ἑταίρων πάντων λέλησται Pl.Phdr. 252a

    : with a relat. clause,

    λελασμένος ὅσσ' ἐπεπόνθει Od.13.92

    : [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, once in S., οὐδέ ποτε λησόμενον οἷον ἔφυ κακόν never will be forgotten, El.1249 (lyr.); cf. ἐπιλανθάνω.
    2 forget purposely, pass over, ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν either he chose to forget it.., Il.9.537;

    μαθοῦσιν αὐδῶ, κοὐ μαθοῦσι λήθομαι A.Ag.39

    .
    II in later writers [tense] fut. [voice] Med. is used like [voice] Act., escape notice,

    ἡμᾶς Arist.APr. 66a31

    , cf. A.R.3.737, Luc.Sacr.14: abs., Alciphr.3.52

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λανθάνω

  • 4 γάρ

    γάρ particle, always in second or third position.
    1 not joined with other particles.
    a gives reason for what precedes.

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά. μείων γὰρ αἰτία O. 1.35

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν. ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19

    (If a man had the qualities I describe, he would be celebrated.) ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (but cf. h infra) O. 6.8

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα,. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90

    ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (sc. in Aigina). ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ δυσπαλές because Aigina is a great commercial stateand is bound to reverence the rule of righteous dealing, Sandys O. 8.23

    πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο· πρόσθε γὰρ νώνυμνος O. 10.50

    Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα. τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (cf. f infra) O. 12.3 ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον· ἐοικότα γὰρ καὶ

    τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.34

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν. εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ἱκόμαν οἴκαδ'. πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέωνP. 4.109 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνον γε πράξασθαι πόνον. κεῖτο γὰρ ( δέρμα sc.)

    λόχμᾳ P. 4.244

    μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν· ὥρα γὰρ συνάπτει P. 4.247

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν, δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μεκροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.52

    ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς· τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ ὁμῶς N. 1.53

    ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς. εἶδε γὰρ N. 1.56

    ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν· ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.3

    ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός· ἄπορα γὰρ λόγον Αἰκακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα· παροιχομένων γὰρ ἀνέρων N. 6.29

    ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν. πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται, νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε. τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ ἀναβαίνων αὐδὰν μανύει N. 9.4

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες· δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45

    οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους · ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής τω τότ' ἦν I. 2.6

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος· ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας I. 4.2

    δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων. τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί I. 4.30

    προφρόνων Μοισᾶν τύχομεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ. τόλμα γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.45

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς· Φυλακίδᾳ γὰρ ἧλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57

    κώμαζ' ἔπειτεν Στρεψιάδᾳ· φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21

    ἄλοχον

    εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν. ἔρως γὰρ ἔχεν I. 8.29

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει· ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70

    ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ. ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων Pae. 6.7

    ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ. θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62

    πιστὰ δ Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι. τίμαθεν γὰρ (Wil.: τιμαθέντας Π.) Παρθ. 2.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις. πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν *fr. 104b. 5.* πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει fr. 121. 3.
    b gives an explanation of what precedes. αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα. ἤδη γὰρ αὐτῷ ἀντέφλεξε Μήνα i. e. for by now all else was ready O. 3.19

    νίσεται σὺν παισὶ Λήδας. τοῖς γὰρ ἐπέτρεπεν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25

    ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα τὸν Εὐάδνα τέκοι· Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν. κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61

    χαρίτων νέμομαι κᾶπον· κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν O. 9.28

    ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον. ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι i. e. since we are gifted in different directions O. 9.104

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον. ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα. γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον. ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.7

    May my poetry be effective.

    Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96

    τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα. Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ἀείδων ἔμολον O. 14.17

    καιρὸν εἰ φθέγ-

    ξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82

    With the help of Artemis he mastered his horses.

    ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ τίθησι κόσμον P. 2.9

    νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου P. 2.38

    αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον· τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται ΛακεδαίμονοςP. 4.48

    Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ· μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.68

    οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι. μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημP. 4.148 κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσανP. 4.209

    ἀκηράτοις ἁνίαις. κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34

    ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ· ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49

    Ἡσυχία, τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ. τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι P. 8.6

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει. μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦP. 8.52 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις. εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ but ultimately it is god who is responsible for good fortune P. 8.73

    Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα· γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7

    κώπαν σχάσον. ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ. πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    I had rather be generous to my friends than miserly. κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (but cf. Σ: ἐλπίδος ποτὲ διαπεσὼν τῆς ἴσης τύχοι ἂν ἀμοιβῆς) N. 1.32

    κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων. ποσσὶ γὰρ κράτεσκε N. 3.52

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν· πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίοις. κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης. πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ N. 7.9

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε· ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12

    βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί. λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν φυτεῦσαι N. 7.84

    λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν· ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24

    ἴστω λαχὼν ὄλβον. εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσωθεν N. 9.46

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων. νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41

    ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους. κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων. οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων. ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν I. 4.23

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.33

    Homer has perpetuated the fame of Aias.

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴτῃ τι I. 4.40

    We sing the praise of the victorious sons of Lampon.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται. ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν. δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε· φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας I. 8.46

    ἔλαθεν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον· ὤμοσε [γὰρ θ]εὸς (supp. Housman) Πα.. 112. ἐπεύχομαι εὐμαχανίαν διδόμεν. τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες, ὅστις ἄνευθ' Ἐλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7 B. 18. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67. The soul survives the body. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    c introduces narrative in elaboration of what precedes.—

    δέξαιτόνδε κῶμον. ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων, ὅς O. 4.10

    ἔμαθε δὲ σαφές· εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.25

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου P. 3.25

    φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαιP. 4.102δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων. κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ΦρίξοςP. 4.159

    σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες· τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν P. 4.256

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων. κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος P. 4.281

    ἔχοντι τὰν ( Κυράναν sc.)

    χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι. σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    Ἀντίλοχος ἀναμείναις Μέμνονα. Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32

    ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ. παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ὠκύτατον γάμον. ἔστασεν γὰρ P. 9.114

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9

    ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν. φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτὲ N. 9.13

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ. τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός· αὐτίκα γὰρ

    ἦλθε Λήδας παῖς N. 10.65

    ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι I. 1.17

    ἤρχετο μόροιο κάρυξ. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43) introducing argument, proof, example: It is easy for a poet to praise a man for his labours.

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκὺς. ὃς δ ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.47

    You Graces are a source of pleasure to men.

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται. κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    cf. N. 7.24
    d after a verb of announcing or simm.

    κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν. νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν O. 10.13

    Χάριτες, κλῦτ' ἐπεὶ εὔχομαι· σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    κέκλυτε. φαμὶ γὰρP. 4.14 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ. τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; P. 4.70

    γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν. εἰ γὰρ P. 4.263

    ἀκούσατ. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἤ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1

    εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις. ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60

    e introduces an explanation of particular words.

    Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.22

    ἄπιστον ἔειπ (= ἔειπα).

    αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33

    ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα. θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες. δαίμων δ' ἄισος I. 7.42

    οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ. [ γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel) fr. 169. 16.
    f introduces an explanation of something not directly expressed. στρατὸν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι· τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος i. e. they are unable to behave in another way for... O. 11.19 Χαρίτων μή με λίποι καθαρὸν φέγγος. Αἰγίνᾳ τε γάρ φαμι πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι i. e. they did not leave me in the past for... P. 9.90 Zeus buried Amphiareus before Periklymenos struck him from behind. (He was in full flight.)

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    His parents' lackof ambition prevented Aristagoras competing in Ol. and Pyth. games. (I would have let him.)

    ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον κάλλιον ἂνδηριώντωνἐνόστησ' ἀντιπάλων N. 11.24

    They won in different events. (but not in the pentathlon)

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον I. 1.26

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν. (Melissos had to use all means possible.)

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49

    esp. after voc., Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι i. e. on you I call O. 4.1 cf. O. 12.3, O. 14.5

    Φοῖβε, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν, ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    g introduces explanation in parenthesis.

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν, μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς, ὅν τε N. 10.46

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34

    h introduces the answer to a preceding question.

    τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    cf. O. 6.8

    ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἑρεχθέος ἀστῶν P. 7.9

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοὶ ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3.
    i introducing a question, progressive. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20 cf. P. 4.70
    k fragg. ἐπικράνοισι γὰρ fr. 6b. d. ἀριστεύοντα γὰρ ἐν fr. 6b. e. ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1.

    τῶν γὰρ ἀντομένων[ Pae. 2.42

    ]γὰρ ἐπῆν πόνος[ Pae. 8.88

    ]σοφίᾳ γὰρ Pae. 14.40

    ]α μὲν γὰρ εὔχομαι Pae. 16.3

    ]ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ἀιὼν γὰρ Pae. 22.8

    ]γὰρ εὔχομαι. Δ. 1. 1. ]θαμὰ γὰρ οἰκόθεν[ Δ. 4h. 11. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 2. ]ι γὰρ ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. προβάτων γὰρ *fr. 104b. 1. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις fr. 105b. 1. πάντων γὰρ fr. 140a. 54 (28). ] γάρ σε fr. 140a. 60 (34). κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. 1. ὁ γὰρ ἔπαινος *fr. 181* ]εν γὰρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. νικώμενοι γὰρ (v. l. δέ) fr. 229. ] οντι γὰρ ανα[ ?fr. 333a. 15. ] εὔφρων γὰρ[ P. Oxy. 1792. fr. 41. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442. fr. 68.
    2 εἰ γάρ if only, introducing wish. — “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43 with apodosis suppressed.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98

    3 combined with other particles.
    a καὶ γάρ, καὶ γάρ.
    I for the fact is, emphasising the explanation.

    ταχέες ἔβαν· καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων P. 4.181

    ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα. καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἕρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.59

    καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ· καὶ γὰρ βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.67

    ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν. καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30

    νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων. καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν θαυμασταὶ πέλονται I. 5.4

    ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι

    σαόφρονος. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pae. 9.47

    καὶ γὰρ:

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    II where the καί goes closely with what follows, and is emphatic, also, even.καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε μείλιχος ὀργὰP. 9.42

    καὶ γὰρ αὐτά, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς, ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50

    καὶ γὰρ ἐν ἀγαθέᾳ χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς Πυθῶνι κράτησεν Καλλίας N. 6.34

    καὶ γάρ:

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.56

    γ. introduces example, yes and, and further

    καὶ γὰρ Ἀλκμήνας O. 7.27

    καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης P. 1.10

    μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων. καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26

    b introducing double reason.
    I

    τε γὰρ δέ. κακολόγοι δὲ πολῖται· ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον· ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29

    II

    μὲν γὰρ δέ. Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο, Πυθῶνι δ O. 2.48

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    cf. frag. Pae. 16.3
    III

    μὲν γὰρ ἀλλά. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι. ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    c γὰρ ὦν, looking to what follows, of course, but then

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός· οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12

    d γάρ τοι emphasising general validity of the reason.

    τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται. λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85

    I pray to Aiakos as I make this offering to the victors.

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    Lexicon to Pindar > γάρ

  • 5 σπουδάζω

    σπουδάζω, S.OC 1143, Ar. Pax 471 (lyr.), etc.: [dialect] Att.[tense] fut.
    A

    - άσομαι Pl. Euthphr.3e

    , D.21.213, later

    - άσω Plb.3.5.8

    , D.S.1.58, etc.: [tense] aor.

    ἐσπούδασα E.HF 507

    , Pl.Phd. 114e: [tense] pf.

    ἐσπούδακα Ar.V. 694

    , Pl.Phdr. 236b, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. v. supr.:—[voice] Pass., [tense] fut.

    σπουδασθήσομαι Ael. NA4.13

    : [tense] aor.

    ἐσπουδάσθην Str.17.3.15

    , Plu.Per.24: [tense] pf.

    ἐσπούδασμαι Pl.Ly. 219e

    (v. infr.):
    I intr.,
    I to be busy, eager to do a thing, c. inf., S.OC 1143, E.Hec. 817, Pl.Euthd. 293a, etc.; σπούδασον ἐλθεῖν.. ταχέως make haste.., 2 Ep.Ti.4.9; ὅτ' ἐσπούδαζες ἄρχειν wast eager to rule, E.IA 337 (troch.): c. part.,

    ἐσπ. διδάσκων X.Oec.9.1

    : freq. σ. περί τινος or τι, Id.Mem.1.3.8, Pl.R. 330c, etc.;

    ὑπέρ τινος D.59.77

    ;

    εἰς τὰ σά Id.21.195

    ;

    πρός τι Id.22.76

    ;

    ἐπί τισι X.Mem.1.3.11

    , cf. D.21.2: c. dat.,

    σ. γάμῳ Aristaenet.2.3

    ; σ. ὅπως.. endeavour that.., D.43.12, SIG312.10 (Samos, iv B.C.): abs., ἐσπουδακυῖα in haste, hurriedly, Ar.Th. 572; ἐσπουδακώς eagerly, Men.562.
    b c. acc. et inf.,

    σπουδάσαντες τοῦτ' αὐτοῖς παραγενέσθαι Pl.Alc.2.141d

    , cf. 2 Ep.Pet.1.15, BGU1080.14 (iii A.D.), etc.
    2 of persons, σ. πρός τινα pay him serious attention, Pl.Grg. 510c, etc.;

    εἴς τινα AP9.422

    (Apollonid.); σ. περί τινα to be anxious for his success, Isoc.1.10, X.Cyr.5.4.13, etc. (distd. fr. πρός τινα by Luc.Sol.10);

    περί τινος X.Lac.4.1

    ;

    ὑπὲρ τῶν οἰκετῶν Aeschin.1.17

    ;

    ὑπέρ τινος D.21.213

    , etc.; σ. τινί be a partisan or backer of, Plu.Art.21, Arr.Epict.1.11.27, PGiss.71.6 (ii A.D.);

    ἀπό τινος Philostr.VS2.27.6

    .
    4 study, Philostr. VS1.7.2; lecture, teach, ib.1.21.5.
    II trans.,
    1 c. acc. rei, do anything hastily or earnestly, be earnest about,

    τὸ αὑτοῦ E.HF 507

    ;

    τὰς περὶ τὸ μανθάνειν ἡδονάς Pl.Phd. 114e

    , etc.; opp. παρέργοις χρῆσθαι, Id.Euthd. 273d, cf. Ti. 21c;

    τὰ ἑαυτοῦ ἡδέα X.Smp.8.17

    ;

    σ. τοῦτο, ὅπως.. Id.Eq.11.10

    :—[voice] Pass., σπουδάζεταί τι is zealously pursued, πᾶν ὅ τι ς. E.Supp. 761;

    σ. ἀγών X.Lac.10.3

    ; χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης ς. Pl.R. 485e; ἡ κωμῳδία διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι.. ἔλαθεν because it was not taken up seriously, Arist.Po. 1449b1; οὐ πάνυ σπουδάζεται ὑπ' αὐτῶν is not much valued, Luc.Cont.11: esp. freq. in [tense] pf. part.,

    πᾶσα ἡ τοιαύτη σπουδὴ οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν ἐσπουδασμένη Pl.Ly. 219e

    ; προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα elaborately worked up, Id.Lg. 722e, cf. 659e; so τὰ μάλιστα ἐσπ. σῖτα καὶ ποτά the choicest, X.Cyr.4.2.38; τὰ ἐσπ., of writing tablets, the best quality, Thphr.HP 3.9.7 (also κλίνας καὶ δίφρους καὶ τὰ ἄλλα τὰ σπουδαζόμενα ib.5.3.2); εἰ ταῦτ' ἐσπουδασμένα ἐν γράμμασιν ἐτέθη if those pains were seriously bestowed on letters, Pl.Ep. 344c;

    αἱ ἐσπουδασμέναι παιδιαί Arist.Rh. 1371a3

    , cf. Pol. 1336a34.
    2 [voice] Pass., of persons, to be treated with respect, opp. καταφρονεῖσθαι, Id.Rh. 1380a26; to be courted, Str.17.3.15, Plu.Them.5, D.L.5.75; of women, Plu.Cim.4, Art.26.
    b in LXX, trouble, disturb any one, Jb.22.10, 23.16.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδάζω

  • 6 ἔμπας

    ἔμπᾱς (A), Pi.P.4.86, etc. (so always in Trag., exc.
    A

    ἔμπᾰ S.Aj. 563

    ): [dialect] Ep. [full] ἔμπης also in late [dialect] Ion. prose, Aret.SA2.8, SD2.11: [dialect] Dor. also [full] ἔμπᾱν, Pi.P.5.55, N.6.4, 11.44; and [full] ἔμπᾰ (v. supr.), Id.N.4.36, Call.Epigr.14:—poet. Adv.
    1 = ὁμοίως, alike,

    Ζεὺς δ' ἔ. πάντ' ἰθύνει Il.17.632

    ;

    ἔ. ἐς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ' ἀϋτμή 14.174

    ;

    ἔ. τὰ καὶ τὰ νέμων Pi.P.5.55

    .
    2 in any case,

    νῦν δ' ἔ. γὰρ κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο, ἴομεν Il.12.326

    ; οὐκ ἐφάμην ῥιγωσέμεν ἔ. Od.14.481; anyhow, as things are, σὺ δὲ χαῖρε καὶ ἔ. 5.205, cf. Il.19.308, v.l. for αὕτως in Od.16.143; ὄφρ' ἔτι μᾶλλον Τρωσὶ μὲν εὐκτὰ γένηται ἐπικρατέουσί περ ἔ. though they are victorious as it is, Il.14.98.
    3 in the same way, so,

    ἔ. μοι τοῖχοι.. φαίνοντ' ὀφθαλμοῖς ὡς εἰ πυρὸς αἰθομένοιο Od.19.37

    , cf. 18.354.
    II = ὅμως, all the same, nevertheless,

    ἔ. δ' οὐκ ἐδάμασσα Il.5.191

    ;

    πρῆξαι δ' ἔ. οὔ τι δυνήσεαι 1.562

    , cf. Od.19.302, 2.199; after

    ἀλλά, ἀλλὰ καί, ἀλλ' ἔ. μιν ἐάσομεν 16.147

    , cf. Il. 8.33, Od.4.100, al.; ἀλλὰ καὶ ἔ. αἰσχρόν but even so.., Il.2.297, cf. 19.422; ἐγὼ δ' αἰσχύνομαι ἔ. Od.18.12, cf. 15.214; following part. with περ,= καίπερ, Νέστορα δ' οὐκ ἔλαθεν πίνοντά περ ἔ. Il.14.1, cf. Od. 15.361, 18.165; rarely before the part.,

    ἄλγεα δ' ἔ. ἐν θυμῷ κατακεῖσθαι ἐάσομεν ἀχνύμενοί περ Il.24.522

    . (Signff. 1 and 11 were distd. by Aristarch., cf. Sch.T Il.14.1.)
    III in later Poets sts. in a milder sense, at any rate, yet, A.Pr.48, Eu. 229, S.Ant. 845, E.Cyc. 535 (lyr.); after δέ, Pi.P.4.86;

    ἀλλ' ἔμπας A.Pr. 189

    (lyr.), E.Alc. 906 (lyr.);

    ἀλλ' ἔμπαν Pi.N.6.4

    , 11.44; ἔμπα, καἴπερ ἔχει .. ib.4.36, cf. S.Aj. 563: with a part., ib. 1338; δύστηνον ἔμπας, καίπερ ὄντα δυσμενῆ ib. 122; also with Adj.,

    ἀφωνήτῳ περ ἔμπας ἄχει Pi.P.4.237

    .
    ------------------------------------
    ἔμπας (B), πασα, παν,
    A all, dub. in IG7.2712.69 (Acraeph., i A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπας

  • 7 ὑπονέμομαι

    ὑπονέμομαι, [voice] Med.,
    A eat away beneath or secretly,

    ἔλαθεν πῦρ ὑπονειμάμενον AP7.444

    (Theaet.); but ὑπονεμησαμένη, though found in codd. in Hp.Oss.18, is f. l. for ὑπονης αμένη, v. ὑπονέω.
    II undermine (cf. ὑπόνομος): metaph., deceive,

    γυναῖκας Epich.9

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπονέμομαι

  • 8 ὥστε

    A as Adv., bearing the same relation to ὡς as ὅστε to ὅς, and used by Hom. more freq. than ὡς in similes, when it is commonly written divisim, and is relat. to a demonstr. ὥς: sts. c. [tense] pres. Indic., Il.2.459 sq., 12.421, 13.703: sts. c. [tense] aor.,

    ὥς τε λέων ἐχάρη 3.23

    : sts. c. subj. [tense] pres. or [tense] aor., 2.474 sq., 11.67, 16.428, Od.22.302: all three usages combined in one simile, with varied construction, Il.5.136-9:—the verb is sts. omitted,

    λάμφ' ὥς τε στεροπή 10.154

    : this usage of ὥστε is chiefly [dialect] Ep. (Pi. uses ὧτε, q. v.), but it occurs in Alc.(?)27 (prob.), B.12.124 and sts. in Trag.,

    κατώρυχες δ' ἔναιον ὥστ' ἀήσυροι μύρμηκες A.Pr. 452

    , cf. Th.62, Pers. 424, Ch. 421 (lyr.), S.OC 343, Ant. 1033, Tr. 112 (lyr.).
    II to mark the power or virtue by which one does a thing, as being, inasmuch as, like ἅτε, τὸν δ' ἐξήρπαξ' Ἀφροδίτη ῥεῖα μάλ', ὥ. θεός Il.3.381, cf. 18.518; ὥ. περὶ ψυχῆς since it was for life, Od.9.423;

    ὥ. ταῦτα νομίζων Hdt.1.8

    , cf. 5.83, 101, 6.94.
    B as Conj. to express the actual or intended result of the action in the principal clause:
    I mostly c. inf., so as or for to do a thing, twice in Hom., εἰ δέ σοι θυμὸς ἐπέσσυται, ὥ. νέεσθαι if thy heart is eager to return, Il.9.42; οὐ τηλίκος.., ὥ. σημάντορι πάντα πιθέσθαι not of such age as to obey a master in all things, Od.17.21;

    ῥηϊδίως κεν ἐργάσσαιο, ὥ. σε κεἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν Hes.Op.44

    ; ὥ. ἀποπλησθῆναι ( ἀποπλῆσαι codd.)

    τὸν χρησμόν Hdt.8.96

    : freq. in Pi., O.9.74, N.5.1, 35, al.; also in Trag. and [dialect] Att. after demonstratives,

    οὔπω τοσοῦτον ἠπατημένος κυρῶ ὥστ' ἄλλα χρῄζειν S.OT 595

    , etc.; this constr. is found in cases where (as in Il.9.42 supr. cit.) ὥστε seems superfluous; so after

    ἐθέλειν, Κύπρις.. ἤθελ' ὥ. γίγνεσθαι τόδε E.Hipp. 1327

    ; after ἔστι, for ἔξεστι, S.Ph. 656; after ψηφίζεσθαι, Th.5.17; after ἐπαίρειν, E.Supp. 581;

    ἐπαγγελλόμενοι ὥ. βοηθεῖν Th.8.86

    ; after words implying request,

    δεηθέντες.. ὥ. ψηφίσασθαι Id.1.119

    ;

    πεῖσαι ὥ. συγχωρῆσαι Id.8.45

    .
    2 after Comparatives with ἤ, when the possibility of the consequence is denied (cf.

    ὡς B. 111.2

    ), μέζω κακὰ ἢ ὥστε ἀνακλαίειν woes too great for tears, Hdt. 3.14;

    μεῖζον ἢ ὥστε φέρειν δύνασθαι κακόν X.Mem.3.5.17

    : but in Poetry ὥστε is sts. left out,

    νόσημα μεῖζον ἢ φέρειν S.OT 1293

    ;

    κρείσσον' ἢ φέρειν κακά E.Hec. 1107

    (rarely in Prose, Pl.Tht. 149c); similarly with the Posit., ψυχρὸν ὥ. λούσασθαι too cold to bathe in, X.Mem.3.13.3; ἡμεῖς ἔτι νέοι ὥ. διελέσθαι too young to.., Pl.Prt. 314b;

    γέρων ἐκεῖνος ὥ. δ' ὠφελεῖν παρών E.Andr.80

    : this ὥστε is sts. omitted after words implying comparison, ὀλίγους εἶναι στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλέειν too few.. Hdt.6.109;

    ταπεινὴ ἡ διάνοια ἐγκαρτερεῖν Th.2.61

    , etc.
    3 ὥστε.. ἄν is used with inf., of contingencies more or less improbable,

    οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε.. ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕσωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν Th.2.49

    , cf. S.OT 374, El. 1316, D.8.35.
    4 sts. implying on condition that.., like ἐφ' ᾧτε, παραδοῦναι σφᾶς αὐτοὺς Ἀθηναίοις, ὥστε βουλεῦσαι ὅ τι ἂν ἐκείνοις δοκῇ Th.4.37, cf. X.An.5.6.26.
    II c. Indic., to express the actual or possible result with emphasis,

    οὐκ οὕτω φρενοβλαβὴς ὁ Πρίαμος οὐδὲ οἱ ἄλλοι.., ὥ. κινδυνεύειν ἐβούλοντο Hdt.2.120

    (fort. delendum ἐβούλοντο)

    ; ἀσθενέες οὕτω, ὥ... διατετρανέεις Id.3.12

    ; οὕτως ἀγνωμόνως ἔχετε, ὥ. ἐλπίζετε .. ; are you so foolish that you expect.. ? D.2.26,

    βέβηκεν, ὥ. πᾶν ἐν ἡσύχῳ ἔξεστι φωνεῖν S.OC82

    , cf. OT 533: freq. in X., Mem.2.2.3, al.; with ἄν and the [tense] impf. or [tense] aor. implying a supposed case,

    ὥστ', εἰ φρονῶν ἔπρασσον, οὐδ' ἂν ὧδ' ἐγιγνόμην κακός S.OC 271

    ; ὥστε οὐκ ἂν ἔλαθεν

    αὐτόθεν ὁρμώμενος Th.5.6

    :

    ὥστε τὴν πόλιν ἂν ἡγήσω πολέμου ἐργαστήριον εἶναι X.Ages.1.26

    .
    2 at the beginning of a sentence, to mark a strong conclusion, and so, therefore,

    ὥστ'.. ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ S.Ph.75

    ;

    ὥστ' οὐχ ὕπνῳ γ' εὕδοντά μ' ἐξεγείρετε Id.OT 65

    ;

    ὥ. καὶ ταῦτα λεχθήσεται Arist.Metaph. 1004a22

    : c. imper.,

    θνητὸς δ' Ὀρέστης, ὥ. μὴ λίαν στένε S.El. 1172

    ;

    ὥ. θάρρει X.Cyr.1.3.18

    , cf. Pl.Prt. 311a;

    ὥ. ἂν βούλησθε χειροτονήσατε D.9.70

    cod.A (- ήσετε cett.); before a question,

    ὥ. τίς ἂν ἀπετόλμησε..; Lys.7.28

    .
    3 c. opt., with ἄν, Hdt.2.16;

    βρέφος γὰρ ἦν τότ'.., ὥστ' οὐκ ἂν αὐτὸν γνωρίσαιμ' E.Or. 379

    , cf. S.OT 857, Ar.Ach. 943 (lyr.). b. c. opt. in orat. obliq., X.HG3.5.23; after opt. in principal clause, Id.Oec.1.13.
    4 with subj., in order that, in Thessalian dialect,

    τὸς ταμίας φροντίσαι οὕστε.. γενειθεῖ τᾶ πόλι ἁ δόσις BCH59.38

    ([place name] Crannon); ἀντιλλαβέσθαι τᾶς πόλλιος (sic) οὕστε.. ἐς πάντουν ἐγλυθεῖ τοῦν δανείουν ib.p.37.
    III with part., instead of inf., after a part. in the principal clause,

    τοσοῦτον ἁπάντων διενεγκόντες, ὥσθ' ὑπὲρ Ἀργείων δυστυχησάντων Θηβαίοις.. ἐπιτάττοντες κτλ. Isoc.4.64

    (s. v.l.); οὕτω σφόδρα μισοῦντα τοῦτον, ὥστε πολὺ δὴ (ἂν Dobree)

    θᾶττον διαθέμενον κτλ. Is.9.16

    ;

    ὥστε.. δέον D.3.1

    .
    V in later Greek, folld. by Preps.,

    Παρμένοντι κλειδὸς ὥ. ἐπὶ τὸ Διοσκούριον Inscr.Délos316.83

    (iii B. C.);

    ξύλον ὥ. ἐπὶ τὴν ἅμαξαν IG11(2)

    287 A52 (iii B. C.); μόλυβδος ὥ. εἰς τὸ Κύνθιον ib.203A52 (iii B. C.); κριθῶν ὥ. εἰς τὰ κτήνη barley for the animals, PCair.Zen.251.5 (iii B. C.);

    ὥ. εἰς ξένια φοίνικας PHal.1.7.4

    (iii B. C.).
    b c. dat., for, χρεία αὐτοῦ ἐστὶν ὥ. Πισικλεῖ it is needed for P., PCair.Zen. 241 (iii B. C.);

    ὥ. τοῖς χησίν IG11(2).287

    A45 (iii B. C.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὥστε

См. также в других словарях:

  • ἔλαθεν — ἐλαύνω drive aor ind pass 3rd pl (epic) λανθάνω escape notice aor ind act 3rd sg ἔλᾱθεν , λανθάνω escape notice imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υπερσαρκώ — (I) έω, Α [ὑπέρσαρκος] 1. (για επουλωμένο τραύμα) εκφύω περιττή σάρκα («ὑπερσαρκεῑ τὸ ἕλκος», Ιπποκρ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) παίρνω πολλά περιττά κιλά, γίνομαι παχύσαρκος («ὑπὸ τρυφῆς... ἔλαθεν ὑπερσαρκήσας», Αιλ.). (II) όω, Α [ὑπέρσαρκος] (για… …   Dictionary of Greek

  • υπονέμομαι — Α 1. βόσκω από κάτω ή κρυφά («ἔλαθεν πῡρ ὑπονειμάμενον», Ιπποκρ.) 2. μτφ. εξαπατώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νέμομαι «βόσκω, τρώγω»] …   Dictionary of Greek

  • υφαιρώ — ὑφαιρῶ, έω, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑπαιρέω, Α [αἱρῶ] 1. αποσπώ κάτι κρυφά και επιτήδεια, υποκλέπτω, λαθροχειρώ 2. αφαιρώ ένα ποσόν από το σύνολο στο οποίο ανήκει, μειώνω την αξία ή την ποσότητα ενός όλου αρχ. 1. κυριεύω κάποιον εσωτερικά («τοὺς δ ἄρ ὑπὸ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»