Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἐρινύες

См. также в других словарях:

  • Ερινύες — Θεότητες της μυθολογίας. Έργο τους ήταν η εκδίκηση και η τιμωρία των εγκλημάτων. Κόρες της Γαίας και τους Σκότους, παριστάνονταν ως γριές με μαύρο δέρμα και φίδια αντί για μαλλιά. Τα ονόματά τους, Αληκτώ, Τεισιφόνη και Μέγαιρα σήμαιναν αντίστοιχα …   Dictionary of Greek

  • Ερινύες — οι θεότητες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐρινύες — Ἐρινύς the Erinys fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινύες — Ἐρινύς the Erinys fem nom/voc pl ἐρινύε̄ς , ἐρινύω pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭРИНИИ —    • Έρινύες,          или Έριννύες (санскритское Saranjüs). Эвмениды, Ευμενίδες, Furiae, древние страшные богини проклятья, мести и кары. Если человек совершил в своей жизни преступление против священных прав, напр., если дерзновенно нарушены… …   Реальный словарь классических древностей

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …   Dictionary of Greek

  • Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Τισιφόνη — ἡ, Α μία από τις ερινύες, η εκδικήτρια τών φόνων («ἐκ δὲ τῶν σταλαγμῶν τοῡ ῥέοντος αἵματος ἐρινύες ἐγένοντο, Ἀληκτώ, Τισιφόνη, Μέγαιρα», Απολλόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίνω / τίσις «εκδίκηση» + φόνη (< φόνος < θείνω* «χτυπώ»)] …   Dictionary of Greek

  • άοινος — Όρος που χρησιμοποιείται στην ιατρική για να χαρακτηρίσει π.χ. τη δίαιτα στην οποία απαγορεύεται κάθε είδος οινοπνεύματος. Επειδή η απαγόρευση αφορούσε κυρίως τον οίνο, ονομάστηκε ά. * * * ἄοινος, ον (Α) 1. ο χωρίς κρασί 2. φρ. «ἄοινοι χοαί»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»