-
1 κῦμα
κῡμα (κῦμα, -ατος, -α; -ατα, -άτων, -ασιν, -άτεσσιν.)1 wave, surgeνῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον O. 10.9
ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς P. 4.195
“χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” P. 9.48τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.55
νᾶα κύματος fr. 1a. 4. ἦν γὰρ (sc. Δᾶλος) τὸ πάροιθε φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2.ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100
ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136. met.,ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα N. 7.31
-
2 κῦμα
κῦμα, ατος, τό (Hom. et al.; PChicaginiensis col. 6, 15 p. 85 Coll. Alex. [II A.D.] κῦμα θαλάττης; PGM 5, 276 τὰ τ. θαλάσσης κύματα; LXX; PsSol 2:27; TestSol 16:2, 4; TestJob 33:6; ApcSed 8:9; EpArist, Philo; Jos., C. Ap. 2, 33) wave pl. Mt 8:24; 14:24; Mk 4:37; Ac 27:41; 1 Cl 20:7 (Job 38:11). As a figure of the inconstancy and stormy confusion (Appian, Bell. Civ. 3, 20 §76 ὁ δῆμός ἐστιν ἀστάθμητος ὥσπερ ἐν θαλάσσῃ κῦμα κινούμενον) of dissident teachers κύματα ἄγρια θαλάσσης wild waves of the sea Jd 13 (ἄγρια κύματα as Wsd 14:1); GJs 3:3 (codd.).—B. 40. M-M. -
3 Κύμα
Κύμᾱ, Κύμηfem nom /voc /acc dualΚύμᾱ, Κύμηfem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 κύμα
-
5 κῦμα
-
6 κῦμα
A anything swollen (as if pregnant): hence,I wave, billow, of rivers as well as the sea, in sg. and pl.;κ. θαλάσσης Il.2.209
, al.;κ. ῥόοιο 21.263
; κ. διϊπετέος ποταμοῖο ib. 268, 326; ; (lyr.): less freq. in Prose,κύματος ἐπαναχώρησις Th.3.89
: collectively, ὡς τὸ κ. ἔστρωτο when the swell abated, Hdt.7.193, cf. Arist.Mete. 344b35, al.b of the waves of adversity, etc., κ. ἄτης, κακῶν, Id.Pr. 886 (anap.), Th. 758 (lyr.), E. Ion 927; ; κελαινοῦ κ. μένος, of passion, A.Eu. 832;κ. κατακλυσμὸν φέρον νόσων Pl.Lg. 740e
.c phrases: ;πρὸς κῦμα λακτίζειν E.IT 1396
;ἐκ κυμάτων.. γαλήν' ὁρῶ Id.Or. 279
;ἐπ' ῃόνι κύματα μετρεῖν Theoc. 16.60
;ἀριθμεῖν τὰ κύματα Luc.Herm.84
.3 Archit., waved moulding, cyma,Λέσβιον κ. A.Fr.78
. -
7 κῦμα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κῦμα
-
8 κῦμα
κῦμα, - ατοςGrammatical information: n.Meaning: 1. `wave, breakers', also metaph. (Il.); 2. = κύημα `foetus, embryo' (A., E., AP), `young sprout' (Thphr., Gal.; Strömberg Theophrastea 79).Compounds: Compp., e.g. κυματωγή \< *κυματο-Ϝαγή `breaking of the waves, beach' (Hdt.); ἀ-κύμων `without waves' (Pi., Trag.), also `without foetus' (E.; oppos. ἐγ-κύμων att.); also ἄ-κυμος (E., Arist.), ἀκύματος ( Trag. Adesp.) `without waves'.Derivatives: Diminut. κυμάτιον `the volute on the Ionic capital' (inscr.); κυματ-ίης, - ίας m. `causing waves, stormy' (Ion. poet.), - ώδης (Arist.), - όεις (Arist., Opp.), - ηρός (Gloss.) `full of waves'. Denomin. 1. κυμαίνω, also with ἐκ- etc., `rise in waves, swell' (Il.) with κύμανσις (Arist.); also `become pregnant' ( γαστέρα; late Epic); 2. κυματόομαι, - όω `rise in waves, cover with waves' (Th., Luc., Plu.) with - ωσις (Str.); 3. κυματίζομαι `roll with the waves' (Arist.).Origin: IE [Indo-European] [593] *ḱuh₂- `swell'Etymology: Here also Κυμώ f. name of a Nereide (Hes.); also Κύμη? (Kretschmer Glotta 24, 277ff.). As `foetus' κῦμα is the verbal noun of κυέω. The usual and old meaning `wave' must derive from a graphical interpretation. [Lat. cŭm-ulus `heap' cannot be cognate, as it would have long ῡ]. - A stem-variation (m: p) with OCS kupъ ' σωρός' (Specht KZ 68, 123) is impossible. However, one might doubt the explanation from `swelling'.Page in Frisk: 2,47-48Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῦμα
-
9 Κύμα
1 Cumae in Italy. ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα (sc. Τυφῶνος) P. 1.18 ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας (a reference to the battle, in which Hiero defeated the Carthaginian and Etruscan fleet at sea 474/3 B. C.) P. 1.72 -
10 κῦμα
-ατος + τό N 3 1-0-8-8-10=27 Ex 15,8; Is 48,18; 51,15; Jer 5,22; 28(51),42wave, billowCf. LEE, J. 1983, 33 -
11 κύμα
1) surge2) waveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κύμα
-
12 Κύμας
Κύμᾱς, Κύμηfem acc plΚύμᾱς, Κύμηfem gen sg (doric aeolic) -
13 κύμαθ'
κύ̱ματα, κῦμαanything swollen: neut nom /voc /acc plκύ̱ματι, κῦμαanything swollen: neut dat sgκύ̱ματε, κῦμαanything swollen: neut nom /voc /acc dual -
14 κύματ'
κύ̱ματα, κῦμαanything swollen: neut nom /voc /acc plκύ̱ματι, κῦμαanything swollen: neut dat sgκύ̱ματε, κῦμαanything swollen: neut nom /voc /acc dual -
15 κατακλύζω
A- κλύσσω Pi.O.10(11).10
: [tense] pf.κατακέκλυκα PMagd.28.10
(iii B. C.):—deluge, inundate,τὴν γῆν Hdt. 2.13
(of the Nile), cf. 99 ([voice] Pass.), Pi.O.9.50, Th.3.89, Pl.Ti. 22d, OGI 90.24 (Rosetta, ii B. C.):—[voice] Pass., PPetr.2p.15[= 3 p.xv] (iii B. C.), etc.;ὑπ' ὄμβρων -κλυζόμενος Isoc.11.12
;κόσμος ὕδατι -κλυσθείς 2 Ep.Pet. 3.6
.2 metaph., deluge, overwhelm,τοίους γὰρ κατὰ κῦμα.. ἔκλυσεν Archil.9.3
;τὴν Φρυγῶν πόλιν.. ἤλπισας κατακλύσειν δαπάναισιν E.Tr. 995
;ἅπαντα.. κατακλύσει ποιήμασιν Cratin.186
; κ. ἀφθονίᾳ δίαιταν make life overflow with plenty, X.Oec.2.8; κατακλύσαι δεινῶν πόνων deluge with sufferings, E.Or. 343 (lyr.);εἰ καὶ μέλλει γέλωτι.. ὥσπερ κῦμα.. κατακλύσειν Pl.R. 473c
:—[voice] Pass., ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν -κλυσθῆναι, of a city, A.Th. 1084 (anap.); ;Χρυσίῳ -κεκλυσμένος Plu.Dem.14
;- κλυσθέντα πλήθει κακῶν Lib.Ep.5.1
.IV clean out a bath, Gal.15.198.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλύζω
-
16 κολόκυμα
A large heavy wave before it breaks, swell that is the forerunner of a storm: metaph., of the swelling threats of Cleon, Ar.Eq. 692 (expld. as κόλον κῦμα, Sch.ad loc.; τυφλὸν κῦμα, Hsch.; κωφὸν κῦμα, Suid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολόκυμα
-
17 κυλίνδω
κῠλίνδω, [dialect] Ep., Lyr., Trag., also Telecl.1.8, Ar.Eq. 1249, Nu. 375 ([voice] Pass.):—in Prose (always in [dialect] Att.) more freq. [full] κυλινδέω (for which καλινδέω is freq. v.l.), also Ar.Av. 502 ([voice] Med.), v.l. in Semon.7.4:— later [full] κυλίω (q.v.): [tense] fut. κυλινδήσω late, IG14.1389ii 35 (ii A.D.): [tense] aor.Aἐκύλῑσα Sosith.2.20
, Theoc.23.52, AP7.490 (Anyt.), also ( εἰς-) Ar. Th. 651, (ἐξ-) Pi.Fr.7:—[voice] Med., [tense] impf. Ar.Av. l.c.: [tense] fut. κυλίσομαι ( προ-) App.Ital.5.4: [tense] aor. ἐκυλισάμην (ἐν-) Luc.Hipp.6:—[voice] Pass., [tense] fut. κυλισθήσομαι (ἐκ-) A.Pr.87: [tense] aor. ἐκυλίσθην, [dialect] Ep. κυλ-, Il.17.99, S.El. 50, Fr. 363; laterκυλινδηθείς Str.14.2.24
: [tense] pf.κεκύλισμαι Luc.Hist. Conscr.63
, Ath.11.480c: [tense] plpf.κεκύλιστο Nonn.D.5.47
:— roll,ὀστέα.. εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει Od.1.162
, cf. 14.315; ;οἶδμα.. κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα S.Ant. 590
(lyr.); κυλίνδετ' εἴσω τὸν δυσδαίμονα trundle him in, Ar.Eq.l.c.; ὁλοιτρόχους, λίθους κυλινδεῖν, X.An.4.2.3, 4.7.4;ἔνθα Νεῖλος.. γάνος κυλίνδει A.Fr.300.3
: metaph., πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει rolls calamity upon them, Il. 17.688; στυγερὴν δὲ κυλινδήσει κακότητα IGl.c.II [voice] Med. and [voice] Pass., to be rolled, roll, freq. in Hom.,τρόφι κῦμα κυλίνδεται Il.11.307
, cf. Od.9.147, Alc.18;πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής Od.11.598
, cf. Il.13.142, 14.411;νῶϊν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται 11.347
, cf. Od. 2.163, 8.81; toss like a ship at sea,κυλίνδοντ' ἐλπι.δες Pi.O.12.6
; to be whirled round on a wheel, of Ixion, Id.P.2.23; κυλινδομένα φλόξ whirling flame, ib.1.24; [νεφέλαι] κυλινδόμεναι Ar.Nu.
l.c.; μεταξύ που κυλινδεῖται τοῦ τε μὴ ὄντος καὶ τοῦ ὄντος is tossed about between.., Pl.R. 479d.2 of persons, κυλίνδεσθαι κατὰ κόπρον roll, wallow in the dirt (in sign of grief), Il.22.414; κλαίων τε κυλινδόμενός τ' Od.4.541, cf. Ar.Av.l.c.; wander to and fro,ψυχὴ.. περὶ τάφους κυλινδουμένη Pl. Phd. 81d
;ἐν δικαστηρίοις Id.Tht. 172c
;πρὸ ποδῶν κ. Id.R. 432d
; in petitions,παρὰ πόδα τῶν ἰχνῶν τινος κ. PMasp.5.8
(vi A.D.), etc.: metaph.,ἐν ἀμηχανίῃσι κυλίνδομαι Thgn.619
; ἐν ἀμαθίᾳ κ. wallow in.., Pl.Phd. 82e, Plt. 309a;ἐν πότοις καὶ γυναιξίν Plu.2.184f
;κατὰ τὰ βιβλία Gal.9.647
.b to be rolled, whirled headlong,ἐκ δίφρων κυλισθείς S.El.50
; roll over, of the embryo, Arist.HA 586b25.3 of Time,κυλινδομέναις ἁμέραις Pi.I.3.18
.4 of words, to be tossed from mouth to mouth, i.e. be much talked of, ;κ. πᾶς λόγος παρὰ τοῖς ἐπαΐουσιν Pl.Phdr. 275e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυλίνδω
-
18 παλιρρόθιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλιρρόθιος
-
19 κολόκυμα
Grammatical information: n.Meaning: `large heavy wall,' before it breaks, of the threats of Cleon, only Ar. Eq. 692,Origin: XX [etym. unknown]Etymology: already in antiquity explained in different ways: κόλον κῦμα (sch. ad loc.), τυφλὸν or μακρὸν κῦμα (H.), κωφὸν κῦμα καὶ μη ἐπικαχλάζον (Suid.). S. Taillardat, Images $ 343. A determinative compound with attributive first member would however surprise. The word is rather a painful momentay creation referring to κόλον `bowels'; speaking is the ἀλλαντοπώλης.Page in Frisk: 1,901-902Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κολόκυμα
-
20 κυμ'
См. также в других словарях:
Κύμα — Κύμᾱ , Κύμη fem nom/voc/acc dual Κύμᾱ , Κύμη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῦμα — anything swollen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
κύμα — το, ατος 1. φούσκωμα της επιφάνειας της θάλασσας που προκαλείται από τον άνεμο, εξόγκωμα. 2. ό,τι μοιάζει με κύμα: Οι εχθροί ορμούσαν κατά κύματα. 3. στη φυσική, παλμική κίνηση που μεταδίδεται από μόριο σε μόριο: Αυτά λέγονται ηχητικά κύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκάρσιο κύμα — Κύμα του οποίου η διεύθυνση διάδοσης είναι κάθετη προς τις κινήσεις των υλικών σωματίων που μεταφέρουν το κύμα. Για παράδειγμα, αν ένα κατακόρυφο τεντωμένο νήμα μπει σε ταλάντωση στο ένα άκρο, η διαταραχή κινείται κατά μήκος του νήματος, τα… … Dictionary of Greek
νέο κύμα — I Μουσικό ρεύμα που κυριάρχησε στην σκεπτόμενη ελληνική νεολαία στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960 και χαρακτηριζόταν από εκφραστική λιτότητα, ευαισθησία και προβληματισμό. Υπήρξε ένα καθαρά ελληνικό φαινόμενο, με αρκετά δάνεια στοιχεία από… … Dictionary of Greek
κῦμ' — κῦμα , κῦμα anything swollen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύμας — Κύμᾱς , Κύμη fem acc pl Κύμᾱς , Κύμη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek