Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χθών

  • 1 χθών

    χθών (χθών, -ονός, -ονί, -όνα).)
    a earth, soil, ground

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63

    χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν P. 4.226

    ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπειP. 9.46

    ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ P. 10.51

    ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν N. 1.14

    χθονὶ γυῖα καλύψαι (τεθνάναι Σ.) N. 8.38

    ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις I. 4.18

    κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι Pae. 8.73

    ἢ παγετὸν χθονός Pae. 9.18

    κατὰ [χ]θόν ε[ (supp. Lobel) Δ. 4. h. 12. τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι (v. l. χέρσον) fr. 75. 16. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. ὅσ' ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (Reiske: ἀγλαόχθων codd.) fr. 220. 2.
    b land

    ὅτε χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    of Delphi,

    ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4

    παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.34

    χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα Pae. 6.17

    of Delos, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας fr. 30c. 3. τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. opp. to sea,

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.50

    πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48

    καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 4.41

    frag.,

    ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός Pae. 4.14

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.14

    cf. fr. 220. 2, O. 2.63
    c land, country

    ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30

    ἐς εὐδείελον χθόνα

    κλειτᾶς Ἰαολκοῦ P. 4.77

    νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς P. 9.7

    ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεταιP. 9.56

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον Pae. 2.60

    χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    d fragg. ]ναιγιν χθόν, α[ fr. 215b. 7. ] χθονος αἰχμα[ (? ἐλασι]χθονος Snell) fr. 215c. 5.

    Lexicon to Pindar > χθών

  • 2 Χθών

    Χθών
    earth: fem nom /voc sg

    Morphologia Graeca > Χθών

  • 3 χθών

    χθών
    earth: fem nom /voc sg

    Morphologia Graeca > χθών

  • 4 χθών

    χθών, , gen. χθονός,
    A earth, esp. the surface of it (rarely soil,

    χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν A.Ag. 872

    ): poet. word (Com. only in lyr. or paratrag.), very rare in Prose, LXX 3 Ki.14.15 (cod. Alex.), Supp.Epigr. 2.520 ([place name] Rome); seldom with Art. (only when an Adj. is added, v. infr. 11);

    ἀπὸ χ. ὑψόσ' ἀερθείς Od.8.375

    , cf. 10.149, Il.14.349;

    ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα 8.492

    , cf. 11.619;

    ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς 20.483

    ;

    κατέθηκεν ἐπὶ χθονί 6.473

    , cf. 3.89;

    χθονὶ φύλλα πελάσσαι 13.180

    ; ἐπὶ χ., opp. οὐρανῷ, 4.443;

    ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο 1.88

    ;

    ἐπὶ χ. σῖτον ἔδοντες Od.8.222

    , etc.;

    τοὶ ἐπὶ χ. ναιετάουσι 6.153

    ;

    ἄριστον ἄνδρα τῶν ἐπὶ χ. S.Tr. 811

    ; χθόνα δύμεναι to go beneath the earth, i.e. to die, Il.6.411, Hes.Sc. 151; ἐτέθαπτο ὑπὸ

    χθονός Od.11.52

    ; κεκευθὼς ὑπὸ χθονὸς buried, A.Th. 588;

    κατὰ χθονὸς κρύψαι τινά S.Ant.24

    , cf. OC 1546 ([voice] Pass.);

    χθονὶ γυῖα καλύψαιμι Pi.N.8.38

    ;

    κούφα σοι χ. ἐπάνωθε πέσοι E.Alc. 463

    (lyr.); opp. θάλασσα, A.Ag. 576; ὑπὸ χθονός, of the nether world,

    Τάρταρον.., ἧχι βάθιστον ὑπὸ χ. ἐστι βέρεθρον Il.8.14

    ;

    κάτω μελαίνας χ. Alc.Supp.7.10

    , cf. A.Eu.72; οἱ ὑπὸ χ. φίλοι, i.e. those in the shades below, Id.Ch. 833 (lyr.), cf. S.Ant.65; ὦ κατὰ χθονὸς θεαί, i.e. the Erinyes, A.Eu. 115; εἰς τοὺς ἔνερθε καὶ κάτω χ. τόπους ib. 1023.
    2 earth, i.e. the world, Id.Pr. 139 (anap.), Ag. 528;

    ἐπ' ἔσχατα χθονός S.Fr. 956

    .
    3 Earth, as a goddess, A.Pr. 207, Eu.6.
    II land, country, once in Hom., εἴσατο δὲ χ., of Ithaca, Od. 13.352; πολύμηλος χ., of Libya, Pi.P.9.7; εὔκαρπος χ., of Sicily, Id.N.1.14; freq. in Trag., freq. without Art., χ. Ἀσιᾶτις, Φωκέων, A.Pers.61 (anap.), 485; with Art.,

    πᾶσαν τὴν Μυκηναίων χθόνα S.El. 423

    ;

    τῆς περιρρύτου χ. Αήμνου Id.Ph.1

    ;

    τὴν Κορινθίαν χ. Id.OT 795

    ;

    τὴν ἐμὴν χ. Id.Aj. 846

    ; τῆς Ἀθηναίων χ. (paratrag.) Ephipp. 14.13; even of a city,

    τῆσδε δημοῦχοι χ. S.OC 1348

    ;

    νόμους χθονός Id.Ant. 368

    (lyr.), cf. OT 736, 939; Com.,

    ὦ πόλι φίλη Κέκροπος,.. οὖθαρ ἀγαθῆς χθονός Ar.Fr. 110

    (lyr.);

    ξένης ἀπὸ χ. Eup.71

    (paratrag.). (Cf. Skt. loc. k[ snull ] ámi 'on the ground', Hittite tegan 'ground', Tocharian tkan- 'place', Ir. 'place' (acc. don, dat. dun).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χθών

  • 5 χθών

    χθών, χθονός: earth, ground; land, region, Od. 13.352.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χθών

  • 6 Χθονί

    Χθών
    earth: fem dat sg

    Morphologia Graeca > Χθονί

  • 7 Χθονός

    Χθών
    earth: fem gen sg

    Morphologia Graeca > Χθονός

  • 8 Χθόνα

    Χθών
    earth: fem acc sg

    Morphologia Graeca > Χθόνα

  • 9 Χθόνε

    Χθών
    earth: fem nom /voc /acc dual

    Morphologia Graeca > Χθόνε

  • 10 Χθόνες

    Χθών
    earth: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > Χθόνες

  • 11 χθονί

    χθών
    earth: fem dat sg

    Morphologia Graeca > χθονί

  • 12 χθονός

    χθών
    earth: fem gen sg

    Morphologia Graeca > χθονός

  • 13 χθόνα

    χθών
    earth: fem acc sg

    Morphologia Graeca > χθόνα

  • 14 χθόνε

    χθών
    earth: fem nom /voc /acc dual

    Morphologia Graeca > χθόνε

  • 15 χθόνες

    χθών
    earth: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > χθόνες

  • 16 Χθόν'

    Χθόνα, Χθών
    earth: fem acc sg
    Χθόνε, Χθών
    earth: fem nom /voc /acc dual

    Morphologia Graeca > Χθόν'

  • 17 χθόν'

    χθόνα, χθών
    earth: fem acc sg
    χθόνε, χθών
    earth: fem nom /voc /acc dual

    Morphologia Graeca > χθόν'

  • 18 ὅσος

    ὅσος, ὅσσος (ὅσοι; -αι, -αις; -ον acc., -ων, -α: ὅσσοι, -ους; -α nom., acc.)
    1 rel., as much as, many as
    a c. specific antecedent.

    τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον P. 3.47

    ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116

    διακρῖναι ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116

    ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει N. 1.49

    βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19

    πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις, ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62

    παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν I. 4.36

    irregularly coordinated,

    ἀμφ' ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69

    b antecedent not defined.

    ὅσοι δ' ἐτόλμασαν, ἔτειλαν Διὸς ὁδόν O. 2.68

    ὅσσα τ' ἀριστεύσατε, δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (cf. N. 2.17) O. 13.43

    Ἄργεί θ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις· ὅσα τ Ἀρκάσιν ἀνάσσων μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ O. 13.107

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα P. 1.13

    πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.92

    ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17

    c antecedent assimilated into rel. cl.

    ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον P. 10.28

    ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν I. 4.9

    d antecedent indeterminable. οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν, λτ;γτ; ὅσ ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (ὅσ Turnebus: ὡς codd. Plutarchi: lacunam statuit Turnebus, τῶνἐπὶ ταῖς τραπέζαις codd. Plutarchi habent) fr. 220. 2.
    e n. acc. pro adv., correl. with τοσοῦτο, as far as

    μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ' ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.35

    2 introducing indir. quest., how many καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, εὖ καθορᾷςP. 9.46

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις, ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    a adj., what a, how many

    διήρχετο κύκλον ὅσσᾳ βοᾷ O. 9.93

    νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν N. 10.41

    b n. pl., pro adv. ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων, ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 86—9.

    Lexicon to Pindar > ὅσος

  • 19 ὅσσος

    ὅσος, ὅσσος (ὅσοι; -αι, -αις; -ον acc., -ων, -α: ὅσσοι, -ους; -α nom., acc.)
    1 rel., as much as, many as
    a c. specific antecedent.

    τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον P. 3.47

    ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116

    διακρῖναι ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον P. 9.116

    ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει N. 1.49

    βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19

    πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις, ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62

    παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν I. 4.36

    irregularly coordinated,

    ἀμφ' ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69

    b antecedent not defined.

    ὅσοι δ' ἐτόλμασαν, ἔτειλαν Διὸς ὁδόν O. 2.68

    ὅσσα τ' ἀριστεύσατε, δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν (cf. N. 2.17) O. 13.43

    Ἄργεί θ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις· ὅσα τ Ἀρκάσιν ἀνάσσων μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ O. 13.107

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα P. 1.13

    πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν P. 2.92

    ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17

    c antecedent assimilated into rel. cl.

    ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον P. 10.28

    ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν I. 4.9

    d antecedent indeterminable. οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν, λτ;γτ; ὅσ ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (ὅσ Turnebus: ὡς codd. Plutarchi: lacunam statuit Turnebus, τῶνἐπὶ ταῖς τραπέζαις codd. Plutarchi habent) fr. 220. 2.
    e n. acc. pro adv., correl. with τοσοῦτο, as far as

    μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ' ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.35

    2 introducing indir. quest., how many καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, εὖ καθορᾷςP. 9.46

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις, ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    a adj., what a, how many

    διήρχετο κύκλον ὅσσᾳ βοᾷ O. 9.93

    νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν N. 10.41

    b n. pl., pro adv. ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων, ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 86—9.

    Lexicon to Pindar > ὅσσος

  • 20 Δημήτηρ

    Δημήτηρ, - τερος and - τρος
    Grammatical information: f.
    Meaning: the Greek mother goddess (Il.). See further Schwyzer 567f., Sommer Nominalkomp. 147,
    Dialectal forms: Though one might expect the name in Myc., it happens not to be found. Δαμάτηρ (Dor. etc.), also Δωμάτηρ, Δαμμάτερι (Thess.),
    Derivatives: Δημήτριος `belonging to D.' (A.), also as PN, from which the months name Δημητριών (Attica); Δημητρίεια pl. `feast for Demeter' (Samos IVa; after Άσκληπίεια a.o.), Δημήτρια pl. also `feast for Demetrios'; Δημητριασταί N. of the worshippers of Demeter (Ephesos; cf. Άπολλωνιασταί etc.); Δημητριακός `belonging to Demeter or Demetrios' (D. S.); Δημήτρειοι pl. name of the dead (Plu.). - Denomin. δαματρίζειν τὸ συνάγειν τὸν Δημητριακὸν καρπόν. Κύπριοι H. - Short form Δηώ (h. Cer. etc.) with Δηῳ̃ος and Δηωΐνη `daughter of D.'.
    Origin: XX [etym. unknown]
    Etymology: By Kretschmer Wien. Stud. 24, 523ff., Glotta 17, 240 taken as "Mother Earth", from δᾶ, a kind of `Lallwort', perhaps Pre-Greek `Earth', and μάτηρ. There is however, no indication that δᾶ (s.v.) means `earth' (though it has also been assumed in the name Poseidon). Nach Ehrlich Betonung 62ff. (with Fraenkel Lexis 3, 50ff.), from *Δασ-μάτηρ, from IE *dm̥s-, gen. of * dem- `house' (cf. δεσπότης); rightly rejected by Kretschmer Glotta 6, 294. Pisani IF 53, 28ff. and Georgiev Urgriechen und Illyrier (Sofia 1937) 9ff., 20ff. consider the word, like Δαμία, Δμία etc. as Illyrian and compare Alb. dhe `earth' (s. χθών); rejected by Kretschmer Glotta 27, 31. Acc. to Carnoy Mélanges Bidez 71ff. Δη- is only a different development of γῆ. Cf. Fraenkel Glotta 3, 58f. (also on Δαμία, Μνία); diff. on these words (to δόμος etc.) Danielsson Eranos 1, 79f. - Cf. Messap. damatura, prob. name of a goddess (Krahe Sprache der Illyr. 1, 82); the Mess. word must be an adaptation of the Greek name; cf. Δειπάτυρος s. Ζεύς). - Heubeck, Praegraeca 75-8 starts from `Phryg.' Γδαν-μαυα\/ Γδανμαα, and sees in the first element a cognate of Gr. χθών; he suggests that the form Δω(μ-) goes back on *ghdhōn-. However, he connects the whole with his Minoan-Minyan hypothesis (a separate IE language), which is unconvincing. - On Demeter Nilsson Gr. Rel. 1, 456ff.

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Δημήτηρ

См. также в других словарях:

  • Χθών — earth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθών — earth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… …   Dictionary of Greek

  • Κούφα σοὶ χθὼν ἐπάνωθεν πέσοι. — κούφα σοὶ χθὼν ἐπάνωθεν πέσοι. См. Дай Бог, чтобы земля на нем легким пухом лежала …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. — τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Χθονί — Χθών earth fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθονί — χθών earth fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χθονός — Χθών earth fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθονός — χθών earth fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χθόνα — Χθών earth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθόνα — χθών earth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»