Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁρπαξάνδρα

См. также в других словарях:

  • αρπαξάνδρα — ἁρπαξάνδρα, η (Α) (για τη Σφίγγα) αυτή που αρπάζει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άρπαξ + ουσ. ανήρ (ανδρός)] …   Dictionary of Greek

  • ἁρπαξάνδραν — ἁρπαξάνδρᾱν , ἁρπάξανδρος snatching away men fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»