-
1 αρπαξάνδραν
-
2 ἁρπαξάνδραν
-
3 Κήρ
Κήρ, ἡ, [dialect] Aeol. [full] Κᾶρ Alc. (v. infr.), gen. Κηρός, acc. Κῆρα; [dialect] Dor.pl. [full] Κᾶρες Hipparch. ap. Stob.4.34.8 (A v.l. Κῆρες), but sg. κήρ Trag.in lyr. (v. infr.):— the goddess of death or doom,Κὴρ.. Θανάτοιο Od.11.171
, etc.;Κῆρες.. Θανάτοιο Il.2.834
, etc.; ἐν δ' Ἔρις ἐν δὲ Κυδοιμὸς ὁμίλεον ἐν δ' ὀλοὴ K.Il.18.535; ἐμὲ μὲν K.ἀμφέχανε στυγερή, ἥ περ λάχε γιγνόμενόν περ 23.79
; διχθάδιαι Κῆρες, of Achilles, 9.411;Κῆρες μυρίαι 12.326
; Κῆρες Ἀχαιῶν, Τρώων, 8.73, 74; K.νηλεόποινοι Hes.Th. 217
; K. (anap.); K.ἀναπλάκητοι S.OT 472
(lyr.), cf.Tr. 133 (lyr.), Pi.Fr. 277, E.El. 1252, HF 870 (troch.); ἁρπαξάνδρα K., of the Sphinx, A.Th. 777 (lyr.): prov., θύραζε Κῆρες (v.l. Κᾶρες) , οὐκ ἔνι (v.l. ἔτ') Ἀνθεστήρια, of those who want the same always, Zen. 4.33, Suid. s.v. θύραζε.II as Appellat., doom, death, esp. when violent, rarely without personal sense in Hom., τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται εἶναι that seems to thee to be death, Il.1.228;κῆρ' ἀλεείνων 3.32
, al.;φόνον καὶ κ. φέροντες 2.352
, al.: freq. later,ὐπὰ κᾶρι.. διννάεντ' Ἀχέροντ' ἐπέραισε Alc.Supp.7.7
; .2 νοσῶν παλαιᾷ κηρί plague, disease, S.Ph.42, cf. 1166 (lyr.): in a general sense, βαρεῖα μὲν κ. τὸ μὴ πιθέσθαι grievous ruin it were not to obey, A.Ag. 206 (lyr.); ἐλευθέρῳ ψευδεῖ καλεῖσθαι κ. πρόσεστιν οὐ καλή an unseemly disgrace, S.Tr. 454.3 pl.sts. in Prose, blemishes, defects, [τοῖς καλοῖς] κ. ἐπιπεφύκασιν Pl.Lg. 937d
; [τόποι] ἰδίας ἔχουσι κῆρας Thphr.CP5.10.4
;κ. σύμφυτοι D.H.2.3
, cf. 8.61;ἁμαρτίαι καὶ κ. Plu.Cim.2
;σῶμα ἀκήρατον τῶν ἐκτὸς κ. Ti.Locr. 95b
, cf. Ph.1.368, al.: rarely sg.,συνήθειαν ὥσπερ τινὰ κ. Plu.Ant.2
, cf.Ph.1.440. (Perh. cogn. with κεραΐζω.)
См. также в других словарях:
αρπαξάνδρα — ἁρπαξάνδρα, η (Α) (για τη Σφίγγα) αυτή που αρπάζει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άρπαξ + ουσ. ανήρ (ανδρός)] … Dictionary of Greek
ἁρπαξάνδραν — ἁρπαξάνδρᾱν , ἁρπάξανδρος snatching away men fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… … Dictionary of Greek