Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπέφυγε

См. также в других словарях:

  • ἀπέφυγε — ἀποφεύγω flee from aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • ηιών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας. Στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων από την Αμφίπολη, o Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, o Πέρσης στρατηγός… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφόρηση — Μετακίνηση φορτισμένων κολλοειδών σωματιδίων υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου· τα θετικά φορτισμένα σωματίδια κατευθύνονται προς το αρνητικό ηλεκτρόδιο και τα αρνητικά φορτισμένα προς το θετικό. Η ταχύτητα μεταφοράς εξαρτάται από τον αριθμό των …   Dictionary of Greek

  • ιμπρεσιονισμός — Ζωγραφικό κίνημα, που εμφανίστηκε στη Γαλλία στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και προέβαλε στους καθιερωμένους κανόνες της ακαδημαϊκής ζωγραφικής την αξία του δημιουργικού αυθορμητισμού και των άμεσων εντυπώσεων που προκαλούν τα χρώματα ως… …   Dictionary of Greek

  • λιπόστρατος — ο αυτός που απέφυγε τη στράτευση, φυγόστρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + στρατός] …   Dictionary of Greek

  • Αγιούμπ Χαν, Μουχάμαντ — (1907 1969). Πακιστανός στρατιωτικός και πολιτικός. Σταδιοδρόμησε ως στρατιωτικός μέχρι το 1958, οπότε ανέτρεψε με στρατιωτικό πραξικόπημα τον πρόεδρο της χώρας του Μιρζά. Κυβέρνησε δικτατορικά, θεσμοθετώντας νέο απολυταρχικό σύνταγμα και… …   Dictionary of Greek

  • Άκρατα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 1.737 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και βρίσκεται 72 χλμ. Α της Πάτρας. Κόντα στην Α. βρισκόταν η αρχαία πόλη Αιγαί. μάχη της Α. Μετά τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • Άμασις — Όνομα δύο φαραώ της Αιγύπτου. Αναφέρονται επίσης και με τα ονόματα Άμωσις ή Άχμωσις. 1. Ιδρυτής της 18ης δυναστείας (1570 – 1545 π.Χ.). Κυρίευσε την Αύαρη και ανάγκασε τους κατακτητές Υξώς να στραφούν από την Αίγυπτο στη Συρία. Γενικότερα, όμως,… …   Dictionary of Greek

  • Αμπού Χαφς Ομάρ — (9ος αι. μ.Χ.).Άραβας, αντίπαλος των Ομεϊαδών. Το 815, όταν οι Ομεϊάδες τον υποχρέωσαν να εγκαταλείψει την Ισπανία, επιδόθηκε μαζί με Ανδαλουσιανούς πειρατές σε ληστρικές επιδρομές εναντίον της Αιγύπτου που κράτησαν οκτώ χρόνια. To 823,… …   Dictionary of Greek

  • Ανδοκίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αττικός αγγειοπλάστης (6ος αι. π.Χ.). Υπήρξε τυπικός εκπρόσωπος της μεταβατικής φάσης από τον μελανόμορφο στον ερυθρόμορφο ρυθμό. Πιστεύεται μάλιστα πως ο ρυθμός αυτός διαμορφώθηκε στο εργαστήριό του. Στα αγγεία του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»