Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φύξηλις

См. также в других словарях:

  • φύξηλις — cowardly fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύξηλις — ήλιος και ήλιδος, ὁ, ἡ, Α φυγόμαχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυξ τής μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω* (πρβλ. το ριζικό όν. φύξ) + επίθημα ηλ ις (< επίθημα * ēl , πρβλ. ἀνθ ήλ η, χαμ ηλ ός + κατάλ. ίς). Για το ζεύγος φύξ ι ς: φύξ ηλ ις,… …   Dictionary of Greek

  • φυξήλιδας — φύξηλις cowardly fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυξήλιδος — φύξηλις cowardly fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύξηλιν — φύξηλις cowardly fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»