-
1 προίκα
-
2 προῖκα
-
3 προῖκα
-
4 προίξ
προίξ, προικός, ἡ (on the accent v. Arc.125, An.Ox.3.243; [dialect] Ion. accus. πρόϊκα acc. to EM495.33),A gift, present, in Hom. only gen. προικός, as Adv., ἀργαλέον ἕνα προικὸς χαρίσασθαι burdensome is it for a single person to give of his bounty, without reimbursement, Od. 13.15; ἔμελλεν.. προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν was like ly to make trial of the Achaeans with impunity, 17.413 (unless π. γ. = taste the gift).2 after Hom., marriage-porlion, dowry, Hippon.(?)72, And. 4.14, Lys.19.9, Pl.Lg. 774c, al.; ἐν τῇ προικὶ τετιμημένα reckoned as part of the dowry, D.47.57; .II acc. προῖκα as Adv., as a free gift, freely, at one's own cost, Ar.Eq. 577, 679, Nu. 1426;π. ἐργάζεσθαι Pl.R. 346e
;ἀρετὴ τὸ π. τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν Antiph. 210
; π. κρίνειν, πρεσβεύειν, without a gift, unbribed, D.5.12, 19.232, cf. IG3.702, etc.; παῖς.. κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ' ἐπίσταται of oneself, without a teacher, [S.]Fr. 1120.62π. τῆς δόξης
to say nothing of, in addition to,Plu.
2.349e. -
5 προίκ'
-
6 προῖκ'
-
7 προίχ'
-
8 προῖχ'
-
9 Ὅμηρος
Ὅμηρος (-ος, -ου, -ον.) the poet.1τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ Ὅμηρον N. 7.21
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων (sc. Αἴαντα) I. 4.37 Ὁμήρου [ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel) Πα. 7B. 11. test., [Plut.], vit. Hom., p. 25. 4 Wil., Ὅμηρον τοίνυν Πίνδαρος μὲν ἔφη Χῖον τε καὶ Σμυρναῖον γενέσθαι fr. 264. Aelian., V. H., 9. 15, λέγεται δὲ (sc. ὑπὸ τῶν Ἀργείων) ὅτι ἄρα ἀπορῶν (sc. ὁ Ὅμηρος) ἐκδοῦναι τὴν θυγατέρα, ἔδωκεν αὐτῇ προῖκα ἔχειν τὰ ἔπη τὰ Κύπρια. καὶ ὁμολογεῖ τοῦτο ὁ Πίνδαρος fr. 265. v. fr. 347. -
10 εἰσφέρω
A : [tense] aor. Iεἰσήνεγκα Archil.78.2
(s.v.l.): [tense] pf.εἰσενήνοχα D.27.36
: [tense] plpf.- όχειν Id.24.19
:—carry in,εἴσω Od.7.6
;ἐς. ἀγγελίας Hdt.1.114
;ἐς τὠυτὸ ἐς. Id.9.70
;τινὰ εἰς τὸ λογιστήριον PAmh.2.77.22
(ii A.D.).2 bring in, contribute, τῖμον Archil.l.c.;χρήματα X.Hier.9.7
, Plu.Publ.12;εἰ. τινὶ ἔρανον Pl.Smp. 177c
, cf. X.Cyr.7.1.12 ; at Athens, etc., pay the propertytax (v. εἰσφορά II),ἐς. ἐσφοράν Th.3.19
, etc. ; , Lys.18.7 : and abs.,εἰ. εἰς τὴν πόλιν D.27.36
;εἰ. ἀφ' ὑπαρχούσης οὐσίας Id.21.157
.3 bring in or upon,πένθος δόμοις E.Ba. 367
; νόσον καινὴν γυναιξί ib. 353 ;πόλεμον Ἑλλήνων χθονί Id.Hel.38
; δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι brings cowardice into the brave, Id.Supp. 540.4 introduce,καινὰ δαιμόνια X.Mem.1.1.2
;ψεῦδος Plb.2.58.12
; esp. of political measures, bring forward, propose,γνώμην Hdt.3.80
;γνώμην ἐς τὸν δῆμον Th.8.67
; εἰ. νόμον,=Lat. legem rogare, D.23.218, 24.19;ψηφίσματα IG22.1329.10
; τιμάς ib.1343.29: abs.,ἐς. ἐς τὰς βουλὰς περί τινος Th.5.38
;εἰς τοὺς νομοφύλακας Pl.Lg. 772c
;τὴν δὲ βουλὴν εἰσενεγκεῖν, ὅτῳ τρόπῳ.. X.HG1.7.7
:—[voice] Pass.,τὰ εἰσφερόμενα [ψηφίσματα] Arist. Pol. 1298b33
.b of persons, propose, nominate, Pl.Lg. 961b :—[voice] Pass., ibid. ;τοὺς -ομένους ὑπὸ τῶν ὑπάτων πρεσβευτάς Plb.35.4.5
.II [voice] Med., [tense] fut. (lyr.): lon. [tense] aor. Iἐσενείκασθαι Hdt.
(v. infr.): [tense] pf. [voice] Pass. εἰσενήνεγμαι (v. infr.):—carry with one, sweep along, of a river, Il.11.495.2 bring in for oneself,τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ τεῖχος Hdt.5.34
, cf. Th.5.115 :—so in [voice] Pass., σῖτον ἐσενηνεῖχθαι or- έχθαι Hdt.9.41
.3 bring in with one, introduce,τοὔνομα ἐς τὴν ποίησιν Id.2.23
; πῶμ' ηὗρε κεἰσηνέγκατο θνητοῖς E.Ba. 279 ; [ λόγον] ἐσφέρεσθαι to utter it, Id.Hel. 664 (lyr.) ; having brought50
minae as a dowry into the family, D.27.4, cf.41.4 ;προῖκα εἰσενεγκαμένῃ Thphr. Char.22.10
.4 contribute,εἰσενήνεκται.. οὐκ ἔλαττον μ' μνῶν Lys.19.43
, cf. Michel473.9 (Mylasa, ii B.C.) ; apply, employ,πᾶσαν εἰ. σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν Plb.21.29.12
, cf. Chrysipp.Stoic.2.293, IG22.1343.23, Inscr.Prien. 111.126 (i B.C.), D.S.1.84 ;ἀνδρείαν Onos.4.2
;θάρσος J.AJ18.8.5
; ἰσχύν ib.17.5.6 ;φιλονεικίαν Ael.VH12.64
.III[voice] Pass., to be brought in, introduced,ἐσενειχθέντος σιδηρίου Hdt.9.37
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσφέρω
-
11 καταμείγνυμι
A mix in, combine, καταμειγνύντας τούς τε μετοίκους κτλ. Ar.Lys. 580;τὴν φροντίδα καταμείξας.. εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα Id.Nu. 230
;τὴν προῖκα εἰς τὴν οὐσίαν D.30.10
;τινὰ εἰς ὑμᾶς αὐτούς Id.25.63
;συμπόταις ἑαυτόν Plu.2.148a
; δένδρα τοῖς φυτοῖς ib. 648c;τοῖς ἀναγκαίοις ἀρετῆς τινα ζῆλον Id.Lyc.27
:—[voice] Pass., [ ὕδωρ] Aër.8;τούτοις καταμεμεῖχθαι τοιαύτην δύναμιν Arist.Spir. 485b10
; οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμείγνυντο, i.e. were mingled with the citizens, X.An.7.2.3;εἰς γένος Plu.Cat.Ma.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμείγνυμι
-
12 καταπροΐξομαι
καταπροΐξομαι, [dialect] Att. [suff] καταπρο-προίξομαι, in early writers only [tense] fut., later also [tense] aor. 1 (v. infr.): used with neg., and usu. c. part., οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε ὧδε λωβησάμενος καταπροΐξεται heA shall not escape unpunished for thus insulting me, Hdt.3.156;οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες Id.5.105
, cf. 7.17; ; οὔτοι καταπροίξει τοῦτο δρῶν you shall not escape unpunished for doing this, Id.V. 1366;οὔτοι.. καταπροίξει λέγουσα ταυτί Id.Th. 566
: abs., ἐκείνους οὐ καταπροΐξεσθαι ἔφη should not get off scot-free, Hdt.3.36: without a neg., Them.Or.2.25b: in [tense] aor. 1,οὐ μὴν ἐκεῖνός γε παντελῶς κατεπροίξατο Plu.2.10c
(- πράξ- codd.), cf. Hsch.2 c. gen. pers., ἐμεῦ δ' ἐκεῖνος οὐ καταπροΐξεται he shall not escape me unpunished, Archil.92;οὔτοι ἐμοῦ.. καταπροίξει Ar.Nu. 1240
;οὔτοι.. καταπροίξει Μυρτίας Id.V. 1396
.3 both constructions combined,οὐ καταπροίξῃ αὐτὸς μεθύων νηφούσης γυναικός Hdn.1.17.5
.--[dialect] Ion. word, used in colloquial [dialect] Att. of Com. (Glossed προῖκα ἐκφύγοι in Suid., δωρεὰν καταγνώσεται in EM495.34, and connected by both with προΐσσομαι, προΐκτης; but perh. rather from κατα-προ-ἱκνέομαι.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπροΐξομαι
-
13 κομίζω
Aκομιῶ Od.15.546
, Hdt.2.121.γ, Ar.Ec. 800, etc.; κομίσω only late, as AP6.41 (Agath.): [tense] aor. ἐκόμισα, [dialect] Ep.ἐκόμισσα Il.13.579
,κόμισσα Od.18.322
,κόμισα Il.13.196
; [dialect] Dor.ἐκόμιξα Pi.P.4.159
: [tense] pf.κεκόμικα Hdt.9.115
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. , Th.1.113, etc.; [dialect] Ion. - ιεῦμαι, v. infr. 11.4; late : [tense] aor.ἐκομισάμην Hdt.6.118
, etc.; [dialect] Ep. ἐκομισς- or κομισς-, Od.14.316, Il. 8.284:—[voice] Pass., [tense] fut. - ισθήσομαι Th.1.52, D.18.301: [tense] aor.ἐκομίσθην Hdt.1.31
, Th.5.3, etc.: [tense] pf.κεκόμισμαι D.18.241
: but more freq. in med. sense, v. infr. 11.2: ([etym.] κομέω):—take care of, provide for,τόν γε γηράσκοντα κομίζω Il.24.541
;τόνδε τ' ἐγὼ κομιῶ Od.15.546
;ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17.113
, etc.;κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ὢς ἀτίταλλε 18.322
, cf. 20.68: rare in Trag., A.Ch. 262, 344; receive, treat,φιλίως, οὐ πολεμίως κ. Th.3.65
codd.:—more freq. in [voice] Med.,καί σε.. κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Il.8.284
, cf. Od.14.316;Σίντιες.. ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα Il.1.594
;κομίζεσθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν And.1.127
, cf. Is.1.15:—[voice] Pass., οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν not often was he attended to, Od.8.451.2 of things, attend, give heed to,τὰ ο' αὐτῆς ἔργα κόμιζε Il.6.490
, Od.21.350;κτήματα μὲν.. κομιζέμεν ἐν μεγάροισι 23.355
; δῶμα κ., of the mistress of the house, 16.74, etc.;τὸν χρυσόν Hdt.1.153
; ἔξω κ. πηλοῦ πόδα keep it out of the mud, A.Ch. 697:—[voice] Med.,ἔργα κ. Δημήτερος Hes.Op. 393
; Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν store up.., ib. 600.II carry away so as to preserve, Ἀμφίμαχον.. κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν they carried away his body, Il.13.196 (so in [voice] Med., κόμισαί με carry me safe away, 5.359, cf.E.IT 774); of things, τὴν δὲ κόμισσε κῆρυξ the herald took up the mantle, that it might not be lost, Il.2.183; [τρυφάλειαν] κόμισαν.. ἑταῖροι 3.378
, cf. 13.579; later, simply, save, rescue,ἄνδρ' ἐκ θανάτου Pi.P.3.56
;ἄρουραν πατρίαν σφίσιν κόμισον Id.O.2.14
; of the dead, νεκρὸν κ. carry out to burial, E.Andr. 1264, cf. S.Aj. 1397:—in [voice] Med., Is.8.21; also, simply, carry the body home, opp. θάπτω, A.Ch. 683, cf. Hdt.4.71.2 carry off as a prize or booty,χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε Il.2.875
;κόμισσα δὲ μώνυχας ἵππους 11.738
; τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν four victories they won, Pi. N.2.19;ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ' ἀνδρός S.OC 1411
:—in [voice] Med., Orac. ap. Hdt.1.67:—later freq., get for oneself, acquire, gain, δόξαν ἐσθλήν v.l. in E.Hipp. 432; ; ; τὰ ἆθλα αὐτῆς ib. 621d;κ. τί τινος S.OT 580
;τι παρά τινος Th.1.43
;τι ἀπό τινος X.Cyr.1.5.10
; gather in, reap,καρπόν Hdt.2.14
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε you have reaped the fruits, D.18.231;κεκόμισται χάριν Id.21.171
;ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν προῖκα Id.27.14
, cf. Is.5.22; simply, receive, (Halic., iv/iii B.C.); (iii B.C.) ;μισθόν IG42(1).99.24
(Epid., ii B.C.);ἀπ' ἀλλήλων χρείας Phld.D.3
Fr. 84.3 receive a missile in one's body, ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροΐ (sc. τὸν ἄκοντα) Il.14.456, cf. 463:—[voice] Med., ὡς δή μιν σῷ ἐν χροΐ πᾶν κομίσαιο (sc. τὸ ἔγχος) 22.286.4 carry, convey,κόμισαν δέπας 23.699
, cf. Od.13.68, Hdt.5.83, etc.; κομίζοις ἂν σεαυτόν betake thyself, S.Ant. 444:—[voice] Pass., to be conveyed, journey, travel, by land or sea, Hdt.5.43, etc.; εἴσω κομίζου get thee in, A.Ag. 1035, cf. Pr. 394; κ. παρά τινα betake oneself to him, Hdt.1.73: in this sense [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Med. sts. occur,κομιεύμεθα ἐς Σῖριν Id.8.62
;οἳ ἂν κομίσωνται.. ἐς Βαβυλῶνα Id.1.185
;ἔξω κομίσασθ' οἴκων E.Tr. 167
(lyr.).5 bring to a place, bring in, introduce,κόμιζέ νύν μοι παῖδα S.Aj. 530
; import, Pl.R. 370e, etc.; ;κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Isoc.11.28
;οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Arist.EN 1096a17
, cf. Metaph. 990b2:—in [voice] Med., [τὸν ἀνδριάντα] ἐπὶ Δήλιον Hdt.6.118
;ποίμνας ἐς δόμους S.Aj.63
, cf. Ar.V. 833.6 conduct, escort, τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ' ἔσω; S.OT 678 (lyr.), cf. Ph. 841 (hex.), Th.7.29, Pl.Phd. 113d, etc.; κ. ἐξ ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε take her from my sight, E.Alc. 1064;κ. ναῦς Th.2.85
;ἄρχοντα Id.8.61
.7 bring back from exile, Pi.P.4.106 (dub.); τεὰν ψυχὰν κ. (from the world below), Id.N.8.44;πάλιν κ. Pl.Phd. 107e
, etc.8 get back, recover, Pi.O.13.59;τέκνων.. κομίσαι δέμας E.Supp. 273
(hex.), cf. 495:—[voice] Med., get back for oneself, , cf. IT 1362;τὴν βασιλείαν Ar.Av. 549
;τοὺς ἄνδρας Th.1.113
, cf. 4.117;τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κ. Id.6.103
;τὰ πρέποντα Id.4.98
;ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα Isoc.8.22
; esp. of money, recover debts, etc., Lys.32.14, And.1.38, D.4.7, etc.;διπλάσια Lys.19.57
;τόκους πολλαπλασίους Pl.R. 556a
, etc.;κ. τιμωρίαν παρά τινος Lys.12.70
; κ. τὴν θυγατέρα take back one's daughter (on the death of her husband), Is.8.8.9 metaph., rescue from oblivion,ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν Pi.N.6.30
.10 bring, give,θράσος.. ἀνδράσι θνῄσκουσι κ. A.Ag. 804
(anap.):—[voice] Act. and [voice] Med. combined, χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται gives all things and gets them back again, Men.Mon. 539, cf. 89, 668.12 Medic., extract, remove, Gal.2.632.III [voice] Pass., come or go back, return, Hdt.4.76,al.;ἐκομίσθησαν ἐπ' οἴκου Th.2.33
, cf. 73;κομισθεὶς οἴκαδε Pl.R. 614b
. -
14 μετέρχομαι
μετέρχομαι, [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [full] πεδέρχομαι, Pi.N.7.74, Theoc.29.25: [tense] fut.Aμετελεύσομαι Il.6.280
(in [dialect] Att. the [tense] impf. and [tense] fut. are borrowed from μέτειμι, q. v.):— come or go among, c. dat. pl., Od.1.134, 6.222: freq. abs. in part., μετελθών if he came among them, Il.4.539, etc.; of a leader, στίχας.. Ἄρης ὄτρυνε μετελθών having gone between the ranks, 5.461, cf. 13.351.2 go among with hostile purpose, attack,λέων ἀγέληφι μετελθών 16.487
: with a double construction,βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀΐεσσιν ἠὲ μετ' ἀγροτέρας ἐλάφους Od.6.132
.II go to another place,πόλινδε μετέρχεο Il.6.86
;μ. εἰς τὸ ἱερόν D.Ep.2.20
; εἰς θεοὺς μ., i.e. die, OGI56.55 (Canopus, iii B.C.); migrate, change one's abode, Hp.Aër.18, PRev.Laws44.11 (iii B.C.); of a slave, to be transferred, PCair.Zen.355.51 (iii B.C.).IV go to seek, go in quest of, c. acc. pers.,Πάριν μετελεύσομαι Il.6.280
, cf. Archil.44, etc.: also c. acc. rei, πατρὸς κλέος εὐρὺ μετέρχομαι I go to seek tidings of my father, Od.3.83: generally, seek, E.El. 582, etc.;τὴν ἐλευθερίαν Th. 1.124
;ἀσκήσει τὸ ἀνδρεῖον μ. Id.2.39
;τὸ πάγχρυσον δέρας Πελίᾳ μ. E.Med.6
;ἰατρόν τινι μ. Ar.Ec. 363
.2 in hostile sense, pursue, Il.5.456, 21.422: metaph.,Ὀροίτεα τίσιες μετῆλθον Hdt.3.126
;ἡ Πυθίη μ. αὐτὸν τοισίδε τοῖσι ἔπεσι Id.6.86
.γ; Προμηθέα κλοπῆς δίκη μετῆλθεν Pl.Prt. 322a
; in legal sense, prosecute,μ. φονέα Antipho 1.10
; punish,τινὰς ταῖς ἐσχάταις τιμωρίαις μ. Lycurg.116
: c. acc. rei, seek to avenge,ὑβρισθέντας γάμους E.IT14
: c. dupl. acc. pers. et rei, visit a crime upon..,μ. ἁρπαγὰς Ἑλένης Ἰλίου πόλιν Id.Cyc. 280
, cf. Or. 423; : later c. gen., J.AJ1.4.2, Longus 1.12.3 of things, go after, attend to,ἔργα μετερχόμενος Od.16.314
;μετέρχεο ἔργα γάμοιο Il.5.429
; prosecute, pursue a business, ;τὰ ἐγκλήματα Th.1.34
; , etc.; μ. ἄλλων πημάτων κακὰς ὁδούς narrate them, E. Ion 930;μ. ἴχνος Pl.Tht. 187e
.4 claim at law, προῖκα ὀφείλεσθαι Mitteis Chr.88.20 (ii A.D.); οἱ μετερχόμενοι the claimants, PGnom.35 (ii A.D.).5 approach with prayer or sacrifice,θεὸν εὐχαῖσιν E.Ba. 713
; : with inf. added, ἐγώ σε μ. τῶν θεῶν εἰπεῖν τὠληθές I beseech you by the gods to speak the truth, Id.6.68, cf. 69;πὲρρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι ὀμνάσθην Theoc.29.25
.6 court, woo a woman, Pi.I.7(6).7.2 of honours, pass, descend,εἰς τοὺς παῖδάς τινος IG12(9).906.20
(Chalcis, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετέρχομαι
-
15 πενθέριος
II πενθέριον : τὴν προῖκα Θάσιοι, Hsch., cf. BCH50.227(Thasos, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθέριος
-
16 προστίθημι
Aποιθέμεν IG42(1).121.17
(Epid.); ποτθέμειν prob. in Epich.170.8: late [tense] pres. [full] προστιθῶ Ps.- Luc.Philopatr.18,27; imper.προστίθει A.Pr.83
: [tense] fut. προσθήσω: [tense] aor. προσέθηκα, pl. - έθεμεν, subj.προσθῶ Th.4.86
, [dialect] Ion.προσθέω Hdt.1.108
:— [voice] Med., [tense] fut.προσθήσομαι LXX Ex.14.13
: [tense] aor. 1προσεθηκάμην Hdt.4.65
: more freq. [tense] aor. 2 προσεθέμην, subj. προσθῶμαι (not πρόσθωμαι), [ per.] 3sg. opt.προσθεῖτο D.6.12
, butπρόσθοιτο Id.11.6
; [dialect] Dor. part.ποτθέμενος, Πρακτικά 1931.89
([place name] Dodona): [tense] pf. :—[voice] Pass., [tense] aor. 1προσετέθην Th.3.82
: [tense] fut. , al. (- τεθήσεσθαι is f.l. ib.Ex.5.7): but the [tense] pf. [voice] Pass. is chiefly supplied by πρόσκειμαι:— put to,χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Od.9.305
; π. τὰς θύρας, τὴν θύραν, put to, close the door, Hdt.3.78, Lys.1.13;τὰς πύλας Th.4.67
; κλίμακας [τοῖς πύργοις] Id.3.23; κόμῃ προσθεῖσα βόστρυχον holding it close to.., A.Ch. 229;χέρα ἐλάτῃ E.Ba. 1110
;γόνασιν ὠλένας Id.Andr. 895
, cf. S.Ph. 942; ; π. μύωπας apply the spur, Plb.11.18.4;π. χεῖρ' ἐπὶ πρόσωπα E.Ph. 1699
; apply a pessary, Hp. Nat.Mul.32, Sor.1.62, al.; [ κύαθον] Arist.Pr. 890b24:—[voice] Pass., of pessaries, Dsc.1.76, al., Sor.1.35, al.2 hand over, deliver to,θεῶν γέρα.. ἐφημέροισι προστίθει A.Pr.83
, cf. h.Merc. 129; τινὶ γυναῖκα π. give her to him as wife, Hdt.6.126; but π. γυναικὶ τάλαντον, as a dower, Hyp.Lyc.13; ;Ἅιδῃ ἐμὸν δέμας Id.Hec. 368
, cf. IA 540;π. τινὰ πυρί Id.Supp. 948
;σφαγέντα παῖδα π. πόλει Id.Ph. 964
;τισὶ π. πόλιν Th.4.86
;τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν ἑαυτῷ D.C.52.14
; alsoνᾶσον εὐκλέϊ π. λόγῳ Pi.N.3.68
.3 give besides or also, ;προῖκα D.19.195
;χρήματα Id.18.239
, etc.;πίστιν ὑμῖν Id.54.42
;τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Men.557
: abs., spend money,οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθεὶς ἂν ἡδέως Pl.Euthphr.3d
, cf. Arist.EN 1130a25, Iamb.Protr.9.II impose upon,πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω Hdt.1.108
, cf. 3.62: c. inf.,π. τινὶ πρήσσειν Id.5.30
; π. μέτρον impose measure or bounds, A.Ch. 796 (lyr.); π. τινὶ ἀτιμίην impose, inflict disgrace upon him, Hdt.7.11; π. <φθόρον> A.Ch. 482;ἐπ' ἐμαυτῷ ἀράς S.OT 820
; ;αύτὸς αὑτῷ τὴν βλάβην Id.Fr. 350
; λύπην, πόνους, E.Supp. 946, Heracl. 505;ἀναλώματα IG14.830.12
(Puteoli, ii A.D., [voice] Pass.); π. τινὶ ἔκπληξιν ἀφασίαν τε strike him dumb with fear, E.Hel. 549;ἐνθύμιον τοῖς ζῶσι Antipho 3.1.2
;τισὶ ζημίας Th.3.39
; π. φιλανθρωπίαν εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα employ it on.., D.19.140.2 attribute or impute to, , cf. Th.3.39 ([voice] Pass.); π. θράσος μοι impute boldness to me, E.Heracl. 475;θεοῖσι π. ἀμαθίαν Id.Hipp. 951
;ἀπληστίαν λέχους γυναιξί Id.Andr. 219
; .III add,τάδε τούτοισι Hdt.1.20
, al.;πρὸς [τῇ γνώμῃ] ἔργα Id.4.139
; ἄλλον πρὸς ὦν ἔθηκαν χρυσόν ib. 196;χάριτι χάριν E.HF 327
;νοσοῦντι νόσον Id.Alc. 1048
;π. τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε Th.2.35
, cf. Hdt.2.136 ([voice] Pass.), Pl.R. 468b; προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (for πλέον ἤ ..) ib. 335a; ἄγγελλε δ' ὅρκον π. S.El.47 (Reiske for ὅρκῳ codd., cf. ;ὀμόσας.. προσθείς τε χεῖρα δεξιάν Ph. 942
);τὴν στήλην ὕστερον προσέθηκε IG12.374.174
;τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις οὔτ' ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι Arist.EN 1106b11
; ; π. γράμματα ib. 418a, cf. 431c; alsoπ. ἐπὶ τοῖσδε χάριν S.Tr. 1253
;ἵππον πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63
;πρὸς τὸν μισθὸν ἑκάστῳ ὀβολόν X.HG1.5.6
, cf. Pl.Phlb. 33c: abs., make additions, Th.3.45;πρὸς τὰ ὑπάρχοντα -τιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται Arist.Rh. 1359b28
; make additions to a story, improve it, Id.Po. 1460a18; also of actors, ib. 1461b30: esp. of adding articles to statements or documents,προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ' ἀφελεῖν Isoc.12.264
, cf.POxy.1062.4 (ii A.D.), etc.; π. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Foed. ap. Th.5.23, cf. 29; π. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Foed.ib.47; πρὸς τὰς συνθήκας Foed. ap. Plb.21.43.27;π. ὅτι.. D.18.231
; of entries in accounts,προσετέθη τὰ τέλη τῷ κυριακῷ λόγῳ PAmh.77.15
(ii A.D.), cf. BGU620.15 (iv A.D.), etc.; π. τινὶ [ἀργύριον] pay, PMich.Zen.28.24 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.647.56 (iii B.C.), PRyl.153.27 (ii A.D.); πρόσθες εἰς ὄνομα Ἐπωνύχου credit to account of E., Ostr. 1159 (ii/iii A.D.); pay in, deposit gold in a bank or mint, PCair.Zen.23.32 (iii B.C.).2 c. acc. pers., τίνα τῇδε προστιθῶ στάσει; A.Ch. 114; Ἀθηναίοις π. σφᾶς αὐτούς join their party, Th.3.92; π. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ ἰδίοις κέρδεσι, Id.8.46,50.3 Math., add,πὸτ ἀριθμόν.. φᾶφον Epich.170.8
(prob.); [χωρίον] ἕτερον αὐτῷ τουτὶ ἴσον Pl.Men. 84d
; πρὸς πεπερασμένον ἀεὶ π. Arist.Ph. 266b2:—[voice] Pass.,εἴ κα.. ποτὶ τὸ ἕτερον τῶν βαρέων ποτιτεθῇ,.. ῥέπειν ἐπὶ τὸ βάρος ἐκεῖνο ᾧ ποτετέθη Archim.Aequil.1
Def.2, cf. Euc. 1Ax.2, etc.;κοινοῦ -τεθέντος Papp.742.15
.4 in Logic, add some determining word, opp. ἀφαιρεῖν, Arist.APo. 91b27, cf.EN 1147b33.5 in LXX and NT, continue or repeat an action, c. inf.,προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι LXX Ge.18.29
; οὐ προσθήσω ἔτι πατάξαι ib.8.21; οὐ μὴ προσθῶ πεῖν I will not drink again, Ev.Marc.14.25 (v.l.); also προσθεὶς Ἰὼβ εἶπεν Job continued and said, LXXJb.27.1;προσθεὶς εἶπε παραβολήν Ev.Luc.19.11
; προσθεῖσα ἔτεκεν υἱόν she bore another son, LXX Ge.38.5:—also in [voice] Med., v. infr. B.111.B [voice] Med., side with one,οἷς ἂν σὺ προσθῇ S.OC 1332
, cf. Th.3.11, 8.48, 87, D.6.12, 11.6, 52.25; τῷ ἀστῷ π. to be favourable, wellinclined to him, Hdt.2.160, cf. D.43.34; τῇ ἡδονῇ side with pleasure, Arist.MM 1201a2: abs., come in, submit, Epist.Phil. ap. D.18.39.2 assent, agree,οὔ οἱ ἔγωγε π. τῇ γνώμῃ Hdt.1.109
, cf. 3.83, Th.6.50, X. An.1.6.10;τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Hdt.2.120
;τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Pl. Lg. 674a
: later c. inf., consent, bring onself to, J.AJ19.1.8.3 φῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι will deposit this vote in favour of Orestes, i.e. will vote in his favour, A.Eu. 735; ; so μὴ μιᾷ φήφῳ π. (sc. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Th.1.20
; φῆφον π. ἐναντίαν τινί ib.40;φῆφον π. ὥστε ἀποκτεῖναι OGI218.102
(Ilium, iii B.C.).4 Math., add, Sammelb. 6951 ii 30, al. (ii A.D.).II c. acc. pers., associate with oneself, i.e. take to one as a friend, ally, or helper, win over,π. τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν Hdt.5.69
, cf. Th.6.18;εἰ στρατὸν προσθέοιτο φίλον Hdt. 1.53
, cf. 69, S.OC 404; ταύτην προσθοῦ δάμαρτα take her to wife, Id.Tr. 1224: also in bad sense,πολέμιον π. τινά X.Cyr.2.4.12
.2 c. acc. rei, apply to oneself,βάλανον Hp.Epid.1.26
.a', cf. 4.30 (abs., ib.1.26.δ'); ὀξύβαφον προσθοῦ λαβών Ar.Av. 361
; : metaph., put on,τῇ ὄφει ἀχθηδόνας Th.2.37
; add to oneself, gain, τί ἂν προσθείμην πλέον; what should I be profited? S.Ant.40; π. χάριν, = ἐπιχαρίζεσθαι, Id.OC 767; esp. of evils, bring or take upon onself,πρὸς κακοῖσι κακόν A.Pers. 531
; ; ;ἄχθος ἐπ' ἄχθει π. διπλοῦν Id.Andr. 396
; οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, Th.1.78, 144; ἔχθρας ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις π. Pl.Prt. 346b.b bring upon others, οἱ.. πόλεμον προσεθήκαντο made war upon him, Hdt.4.65; οὐκ ἄν σφι Σπαρτιήτας μῆνιν οὐδεμίαν προσθέσθαι vented any wrath upon.., Id.7.229.III in LXX and NT, continue or repeat an action (cf. supr. A.111.5),οὐ προσθήσεσθε ἔτι ἰδεῖν αὐτούς LXX Ex.14.13
; προσέθετο πέμφαι ἕτερον Ev. Luc.20.11; προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον he caused Peter also to be arrested, Act.Ap.12.3; alsoΦαραὼ προσέθετο τοῦ ἁμαρτάνειν LXX Ex.9.34
; οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι ib.Ge.8.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστίθημι
-
17 συσπεύδω
A assist zealously, ;σ. Πανταλέοντι γενέσθαι τὴν ἀρχήν Hdt.1.92
;σ. ἡμῖν τοῦ μὴ ἀνοιχθῆναι τὴν παλαίστραν PSI4.340.15
(iii B.C.);σ. Πολυνείκει τὴν κάθοδον Paus.2.19.8
; help in promoting,τὰ λοιπά PCair.Zen.62
(b).7 (iii B.C.);προῖκα πάντα Phld.Rh.2.140S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσπεύδω
-
18 ἀναπληρόω
A fill up a void, Pl.Ti. 81b, cf. 78d; τὸ κεχηνὸς τῆς ἑρμηνείας, τοῦ ῥυθμοῦ, A.D.Synt.266.22, Luc.Tim.1:—[voice] Pass., to be filled up, Arist.Cael. 306b4.2 make up, supply,εἴ τι ἐξέλιπον ἀ. Pl.Smp. 188e
;τὴν ἔνδειαν Arist.Pol. 1318b22
; τοὺς.. ἀμόρφους ἀνατληροῖ ἡ τοῦ λέγειν πιθανότης compensates them, Id.Fr. 101:—[voice] Med., δώματ' ἀ. fill their houses, E.Hel. 907.3 fill up the numbers of a body,τὴν βουλήν Plu.Publ.11
, cf. X.Vect.4.24; ἀ. τὴν συνηγορίαν fill the place of advocate (left vacant by another), Plu.Crass.3, cf. 1 Ep.Cor.14.16.4 pay in full, τὰς ὠνάς, of tax-farmers, PPar.62.5.3 (ii B. C.):—in [voice] Med., get paid, receive,ἕως ἀνεπληρώσατο τὴν προῖκα D. 27.13
.5 use expletive particles, Demetr.Eloc.58.II [voice] Pass., to be restored to its former size or state, ἀνεπληρώθη ὁ ἥλιος, after an eclipse, Th.2.28; being in process of restoration,Arist.
EN 1153a2, cf. HA 548b18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπληρόω
-
19 ἀξιόω
Aἠξίωκα Isoc.18.24
:—[voice] Med., v. infr. 111.2:—[voice] Pass., [tense] fut.ἀξιωθήσομαι Id.9.6
, but also : [tense] aor. ἠξιώθην: [tense] pf. ἠξίωμαι: ([etym.] ἄξιος):—think, deem worthy,I c. acc. et gen., whether in good sense, think worthy of a reward,ἡμᾶς ἀξιοῖλόγου E.Med. 962
;ἑαυτὸν τῶν καλλίστων X.An.3.2.7
; or in bad, of a punishment,γοργύρης Hdt.3.145
; ἀ. τινὰ ἀτιμίας Philipp. ap. D.18.166; :—[voice] Pass.,ἀξιεύμενος θυγατρὸς τῆς σῆς Hdt.9.111
; λέχη.. τυράννων ἠξιωμένα deemed worthy of kings, E.Hec. 366;ἀξιοῦσθαι κακῶν Antipho 3.2.10
;τοῦ αὑτοῦ ὀνόματος Pl.Phd. 103e
,al.2 c. acc. only, esteem, honour, S.Aj. 1114, E.Heracl. 918; ἀ. τινὰ προσφθέγμασιν honour one with words, A.Ag. 903; of things, value,οὐκ ἐξἴσου πάσας ἀξιοῦμεν ὑπολήψεις Phld.Herc.1251.12
:—[voice] Pass., : abs.,τύμβον ἀξιούμενον ὁρᾶσθαι Id.Hec. 319
, cf. Th. 5.16.II c.acc. pers. et inf., think one worthy to do or be,σέ τοι ἠξίωσε ναίειν E.Alc. 572
; οὐκ ἀξιῶ ’γὼ ’μαυτὸν ἰσχύειν μέγα Ar.Eq. 182;τί σαυτὸν ἀποτίνειν ἀξιοῖς; Pherecr.93
:—[voice] Pass., Pi. N.10.39, A.Pr. 242; διδάσκαλος ἀξιοῦσθαι to be esteemed as a teacher, Pl.Tht. 161d.2 think fit, expect, require that..,ἀ. τινὰ ἰέναι Hdt. 2.162
;ἀ. τινὰ ἀληθῆ λέγειν Antipho2.3.4
; οὐκ ἀ. [ὑμᾶς] τὰ μὴ δεινὰ ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν we expect that you do not.., Th.2.89, cf. 3.44;ἀ. σωτηρίαν ἐμοὶ γενέσθαι And.1.143
; ἀ. καὶ παρακαλεῖν τινα c. inf., Decr. ap. D.18.165;ἀ. ἵνα.. Inscr.Prien.53.58
, al.; simply, ask, request, PEleph.19.18, Apollon.Perg.1 Praef. ([voice] Pass.); esp. pray, τὸν θεὸν ὅπως.. Aristeas 245, cf. LXX Je.7.16, SIG1181.1; τὰ -ούμενα prayers, Aristeas 18; also, ask, inquire of an oracle, Ps.-Callisth. 1.3.III c. inf. only, ἀ. κομίζεσθαι, τυγχάνειν think one has a right to receive, expect to receive, Th.1.43,7.15;προῖκα θεωρεῖν ἀ. Thphr. Char.6.4
;ἄλλο τι ἀξιοῖς ἢ ἀποθανεῖν; Lys.22.5
: with a neg., οὐκ ἀξιῶ ὑποπτεύεσθαι I think I do not deserve to be suspected, have a right not to be.., Th.4.86:—[voice] Pass., ὥστε ἀξιοῦσθαι λῃτουργεῖν so as to be required to.., D.27.64; one's duty,Men.
663.2 think fit, expect, consent, resolve, etc., and so in various senses, ἀξιῶ θανεῖν I consent to die, S.OT 944, etc.; dare,ἀξιῶσαι μάχην συνάψαι A.Pers. 335
; deign to do,εἴ τις ἀξιοῖ μαθεῖν Id.Ag. 1661
, cf. S.OT 1413; ἀξιῶ χρήματα λαμβάνειν I do not hesitate to receive, Pl.Hp.Mi. 364d, etc.; οἶμαι πάντας.. φέρειν ἀξιοῦν ἔρανον I think that all should be glad to bring, D.21.101:—freq. with neg., οὐδ' ἀξιῶ μνησθῆναι I do not think them worth mentioning, Hdt.2.20; ;οὐκ ἀξιώσαντες.. τοῦτο παθεῖν Th.1.102
(but ); refusing,X.
Oec.21.4:—also in [voice] Med. (not in [dialect] Att. Prose), ἀξιοῦσθαι μέλειν deign to care for, A.Ag. 370; φονεὺς γὰρ εἶναι ἠξιώσατο thought fit to be, Id.Eu. 425; οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλῃσι not condescending to.., Hdt.1.199; οὐκ ἀξιεύμενος ἐς τὸν.. θρόνον ἵζεσθαι not deeming oneself worthy to.., Id.7.16.3 think, deem,ἀξιοῦντες ἀδικέεσθαι Id.6.87
, cf. S.OC 579, E.HF 1343; ἑκάτεροι νικᾶν ἠξίουν claimed the victory, Th.1.55.IV make a claim, Id.4.58;πάντες καθ' ὑπεροχὴν -οῠσιν Arist.Pol. 1288a23
;ἀξίωσιν ἀ. Plb.38.7.7
; ἀξιοῦν τινά τι make a claim on a person, X.Mem.3.11.12.2 ἐγὼ μὲν οὑτωσὶ περὶ τῆς τύχης ἀξιῶ hold this opinion.., D.18.255; ἐγὼ μὲν οὐκ ἀξιῶ I think not, Id.20.12: in philosophic language, lay down, maintain (cf.ἀξίωμα 11.2
), Arist.APr. 37a10, cf. 41b10, Polystr.p.24 W.; ἐν τῷ τοιῷδε ἀξιοῦντι in such a state of opinion, v.l. in Th.3.43. -
20 ἀποτιμάω
2 [voice] Pass., to be disfranchised, Phleg.Olymp.Fr.14.II value, τὰ χρήματα, of the owner, J.AJ18.1.1:—[voice] Med., of the valuer, ibid., cf. 17.13.5; fix a price by valuation, δίμνεως ἀποτιμησάμενοι having fixed their price at two minae a head, Hdt.5.77; ἀ. πολλοῦ αἰσχροὶ εἶναι value it at a high price (i.e. to offer a great deal) that they may not be ugly, Hp.Art.37:—[voice] Pass., to be valued, πλειόνων χρημάτων Catalog. ap. D.18.106.III as law-term,1 in [voice] Act., mortgage a property, D.30.28,41.7.2 [voice] Pass., of the property, to be pledged or mortgaged, Id.30.4;τινὶ εἰς προῖκα IG12(7).57
([place name] Amorgos), cf. ib.2.1138.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτιμάω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως … Dictionary of Greek
προίκα — η 1. περιουσιακά στοιχεία της νύφης από τον πατέρα ή τον προστάτη της. 2. καθετί που χαρίζει ο πατέρας στην κόρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προῖκα — προίξ gift fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῖκ' — προῖκα , προίξ gift fem acc sg προῖκε , προίξ gift fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῖχ' — προῖκα , προίξ gift fem acc sg προῖκε , προίξ gift fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вѣно — ВѢН|О (109), А с. 1. Плата, выкуп за невесту; подарок жениха невесте: Аще прѣльстить кто дв҃цю неѡбрученѹ. и спить с нею. вѣномь да вѣнить ю собѣ жену. (φερνῇ) КР 1284, 260в; Аще му(ж) приемъ вѣно въсхоще(т) ѥже по ѡбычаю вѣно створити своеи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άεδνος — (I) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που δεν έχει προίκα, άπροικος, απροίκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἕδνα (= προίκα)]. (II) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη προίκα, πολύφερνος, πολύπροικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ επιτ. + ἕδνα (= προίκα)] … Dictionary of Greek
ανάεδνος — ἀνάεδνος, η (Α) (για νύφες) αυτή που δεν έχει γαμήλια δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ομηρική και υπάρχουν τρεις δυνατές εκδοχές για την ετυμολογία της: α) ἀνάεδνος < ἀνα στερ. + ἕδνα «προίκα» β) ο τ. ἀνάεδνος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή… … Dictionary of Greek
φερνή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φερνά και αιολ. τ. φέρενα Α ό,τι φέρνει μαζί της μία γυναίκα που παντρεύεται, προίκα αρχ. 1. (μόνον ο τ. φερνά) το μέρος τής θυσίας που προορίζεται για τον θεό 2. στον πληθ. αἱ φερναί α) νυφικά δώρα β) προίκα που αποτελείται… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
εξώπροικος — η, ο 1. που είναι έξω από την προίκα, που δεν περιλαβαίνεται στην προίκα: Εξώπροικη περιουσία. 2.το ουδ. πληθ. ως ουσ., εξώπροικα ατομική περιουσία της γυναίκας, που δεν έχει δοθεί ως προίκα στο σύζυγο, τα εξωπροίκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)