Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀναλώματα

См. также в других словарях:

  • ἀναλώματα — ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀναλώμαθ' — ἀναλώματα , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc pl ἀναλώματι , ἀνάλωμα expense neut dat sg ἀναλώματε , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀναλώματ' — ἀναλώματα , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc pl ἀναλώματι , ἀνάλωμα expense neut dat sg ἀναλώματε , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀναλώματα — ἀναλώματα , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλώματ' — ἀναλώματα , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc pl ἀναλώματι , ἀνάλωμα expense neut dat sg ἀναλώματε , ἀνάλωμα expense neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… …   Dictionary of Greek

  • λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»