Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Θεμιστοκλέα

См. также в других словарях:

  • Θεμιστοκλέα — Θεμιστοκλέης masc acc sg (epic ionic) Θεμιστοκλέᾱ , Θεμιστοκλέης masc acc sg (attic) Θεμιστοκλέᾱ , Θεμιστοκλῆς masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… …   Dictionary of Greek

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • υπερθεμιστοκλής — ὁ, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ ὑπὲρ Θεμιστοκλέα τῇ σοφία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + Θεμιστοκλῆς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»