-
1 εισφορά
εἰσφορά̱, εἰσφοράcarrying: fem nom /voc /acc dualεἰσφορά̱, εἰσφοράcarrying: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 εἰσφορά
εἰσφορά̱, εἰσφοράcarrying: fem nom /voc /acc dualεἰσφορά̱, εἰσφοράcarrying: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 εισφορά
-
4 εἰσφορᾷ
-
5 εἰσφορά,-ᾶς
ἡ N 1 4-0-0-0-0=4 Ex 30,13.14.15.16contribution, offeringCf. LE BOULLUEC 1989, 308 -
6 εἰσφορά
II at Athens, etc., property-tax levied for purposes of war,εἰσφορὰς εἰσφέρειν Antipho 2.2.12
, Lys.30.26, cf. Th.3.19, etc.b in Egypt, special tax, PTeb.89.74, 124.35 (pl.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσφορά
-
7 εισφοράν
-
8 εἰσφοράν
-
9 εισφοράς
-
10 εἰσφοράς
-
11 εισφοράς
-
12 εἰσφορᾶς
-
13 εισφοραίν
-
14 εἰσφοραῖν
-
15 εισφοραίς
-
16 εἰσφοραῖς
-
17 εισφοραί
-
18 εἰσφοραί
-
19 εισφορών
εἰσφοράcarrying: fem gen plεἰσφορέωpres part act masc nom sg (attic epic doric)εἰσφορέωpres part act masc nom sg (attic epic doric) -
20 εἰσφορῶν
εἰσφοράcarrying: fem gen plεἰσφορέωpres part act masc nom sg (attic epic doric)εἰσφορέωpres part act masc nom sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
εἰσφορά — εἰσφορά̱ , εἰσφορά carrying fem nom/voc/acc dual εἰσφορά̱ , εἰσφορά carrying fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφορᾷ — εἰσφορά carrying fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισφορά — η (AM εἰσφορά) συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος αρχ. 1. συγκομιδή 2. (για λέξη) εισαγωγή 3. εισήγηση, πρόταση 4. πληρωμή (ιδίως φόρων) 5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα τής εκκλησίας τού δήμου σε πολίτες ή μετοίκους… … Dictionary of Greek
εισφορά — η 1. συμβολή σε δαπάνη ή σε κάποιο έργο. 2. χρήμα ή είδος που δίνεται ως συνεισφορά, ρεφενές. 3. μορφή φορολογικής επιβάρυνσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσφοράν — εἰσφορά̱ν , εἰσφορά carrying fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφοράς — εἰσφορά̱ς , εἰσφορά carrying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφοραῖν — εἰσφορά carrying fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφοραῖς — εἰσφορά carrying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφοραί — εἰσφορά carrying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφορᾶς — εἰσφορά carrying fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφορῶν — εἰσφορά carrying fem gen pl εἰσφορέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) εἰσφορέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)