Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εἰσφορά

См. также в других словарях:

  • εἰσφορά — εἰσφορά̱ , εἰσφορά carrying fem nom/voc/acc dual εἰσφορά̱ , εἰσφορά carrying fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφορᾷ — εἰσφορά carrying fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισφορά — η (AM εἰσφορά) συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος αρχ. 1. συγκομιδή 2. (για λέξη) εισαγωγή 3. εισήγηση, πρόταση 4. πληρωμή (ιδίως φόρων) 5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα τής εκκλησίας τού δήμου σε πολίτες ή μετοίκους… …   Dictionary of Greek

  • εισφορά — η 1. συμβολή σε δαπάνη ή σε κάποιο έργο. 2. χρήμα ή είδος που δίνεται ως συνεισφορά, ρεφενές. 3. μορφή φορολογικής επιβάρυνσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσφοράν — εἰσφορά̱ν , εἰσφορά carrying fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφοράς — εἰσφορά̱ς , εἰσφορά carrying fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφοραῖν — εἰσφορά carrying fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφοραῖς — εἰσφορά carrying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφοραί — εἰσφορά carrying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφορᾶς — εἰσφορά carrying fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσφορῶν — εἰσφορά carrying fem gen pl εἰσφορέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) εἰσφορέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»