Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μισθόν

См. также в других словарях:

  • μισθόν — μισθός hire masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мьзда — МЬЗД|А (429), Ы с. 1.Плата: имь же и сребрьники да˫ати. и мьздами исправити ѥже воиньствовати. (βενεφικίοις) КЕ XII, 23а; да мыють же (с) •в҃• м(с)цьмь. без мьзды баньны˫а. УСт ХII/ХIII, 243; да не ѹснеть мъзда наимни(к) твоего ѹ тебе до заѹтрь˫а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …   Wikipedia

  • вѣньць — ВѢНЬЦ|Ь (415), А с. 1. Венок: и сѹгѹбы вѣньци ѹкрасивъшесѩ. прѣлѣжьно съпасѹ молитесѩ. Стих 1156–1163, 32 об.; и да щадимыи вѣнець прииметь ѿ рѹкы вьседьржителевы. СкБГ XII, 11б; Близь ѥсть г(с)ь. вѣнчати насъ то бо есть. с нб҃се видѩ когождо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Papyrus 19 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 19 Name Oxyrhynchus Papyri 1170 Text Matthäusevangelium 10 11 † …   Deutsch Wikipedia

  • άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… …   Dictionary of Greek

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • απέχω — (AM ἀπέχω) 1. βρίσκομαι μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι 2. δεν αναμιγνύομαι, δεν μετέχω σε κάτι, κρατιέμαι μακριά από κάτι ||| αρχ. μσν. συγκρατιέμαι, δείχνω εγκράτεια, είμαι εγκρατής αρχ. 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω, αποκρούω 2. χωρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • δωρώ — δωρῶ ( έω) (AM) (συνήθως δωρούμαι) δίνω, προσφέρω δώρο, χαρίζω («γνοὺς ἀπὸ τοῡ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ») αρχ. 1. παραχωρώ, επιτρέπω 2. (παθ. για πράγμ.) προσφέρομαι ως δώρο («μισθὸν ἀφθόνως δωρηθησόμενον») 3. (παθ. για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • εντελής — ές (AM ἐντελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης («τὸν μισθὸν ἀποδώσω ντελῆ», Αριστοφ.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον μέγιστο βαθμό, απόλυτος μσν. φρ. «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος αρχ. 1. (για άνθρ.) ο τέλεια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»