-
1 καταμείγνυμι
A mix in, combine, καταμειγνύντας τούς τε μετοίκους κτλ. Ar.Lys. 580;τὴν φροντίδα καταμείξας.. εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα Id.Nu. 230
;τὴν προῖκα εἰς τὴν οὐσίαν D.30.10
;τινὰ εἰς ὑμᾶς αὐτούς Id.25.63
;συμπόταις ἑαυτόν Plu.2.148a
; δένδρα τοῖς φυτοῖς ib. 648c;τοῖς ἀναγκαίοις ἀρετῆς τινα ζῆλον Id.Lyc.27
:—[voice] Pass., [ ὕδωρ] Aër.8;τούτοις καταμεμεῖχθαι τοιαύτην δύναμιν Arist.Spir. 485b10
; οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμείγνυντο, i.e. were mingled with the citizens, X.An.7.2.3;εἰς γένος Plu.Cat.Ma.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμείγνυμι
-
2 καταμίγνυμι
καταμίγνυμι, later spelling of καταμείγνυμι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμίγνυμι
-
3 καταμίσγω
A = καταμείγνυμι, Str.1.2.9:—[voice] Med., Nic.Al. 353:— [voice] Pass., h.Pan.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμίσγω
См. также в других словарях:
καταμείγνυμι — και καταμειγνύω (Α) ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα, αναμιγνύω, ανακατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μείγνυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
κατάμειξις — κατάμειξις, ἡ (Α) [καταμείγνυμι] η πλήρης ανάμιξη … Dictionary of Greek
καταμίγνυμι — (Α) βλ. καταμείγνυμι … Dictionary of Greek
καταμίσγω — (Α) καταμείγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μείγνυμι] … Dictionary of Greek
συγκαταμείγνυμι — και συγκαταμίγνυμι Α ενώνω, συνενώνω, αναμιγνύω (α. «χάριτας Μούσαις συγκαταμειγνύς», Ευρ. β. «ὠδαῑς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμειγνύναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταμείγνυμι «ενώνω, αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek