-
1 λεπ-ώδης
λεπ-ώδης, ες, schuppig, hülfig, E. M.
-
2 λέπ-αργος
λέπ-αργος, mit weißem Fell, weißgrau; vom Esel, Nic. Ther. 349; κίρκος, Aesch. frg. 291; Theocr. 4, 45; auch vom Schnee, VLL. Die Alten führen es aber zum Theil auch auf λαπάρας ἔχων λευκάς zurück, weißbäuchig.
-
3 λεπίζω
-
4 λέπιον
-
5 λέπισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λέπισμα
-
6 λεπιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπιστής
-
7 λεπιστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπιστός
-
8 λεπίς
A epithelial debris, Hp.Aph.4.81; layer of the skull, PMed. in Arch.Pap.4.270; ᾠοῦ λ. egg- shell, Sch.Ar. Pax 198; cup of a filbert, AP6.22 ([place name] Zonas), 102 (Phil.); coat of an onion, Sch.Luc.Hist.Conscr. 26.2 collectively, scales of fish,λεπίδος σιδηρέης ὄψιν ἰχθυοειδέος Hdt.7.61
;ὃ ἐν ὄρνιθι πτερόν, τοῦτο ἐν ἰχθύϊ ἐστὶ λ. Arist.HA 486b21
; opp. φολίς, ib. 490b23, 517b5; also of serpents, v.l. in Nic.Th. 154, cf. Emp.82.3 of other things, λ. χαλκοῦ flakes that fly from copper in hammering, Dsc.5.78, 79: abs.,λεπίς Hp.Mul.1.63
.4 plate of metal, Ph.Bel.69.50, Hero Aut.12.2, D.S.20.91, Plu.Phoc.18; collectively,λ. σιδηρᾶ BGU544.8
(ii A.D.); of gold and silver, Plb.10.27.10;λ. ἀργυρᾶ PMag.Par.1.258
.5 λ. πρίονος blade of a saw, Heliod. ap. Orib.47.14.5. -
9 λέπαργος
λέπ-αργος, mit weißem Fell, weißgrau; vom Esel; auch vom Schnee -
10 λεπώδης
λεπ-ώδης, ες, schuppig, hülsig -
11 στενο-λεσχέω
στενο-λεσχέω, wenig und sein reden, Ar. N ubh. 319, wie λεπ τολογέω.
-
12 λύγος
λύγος, ἡ, selten ὁ, jeder junge, biegsame, zum Flechten geeignete Zweig, neben κλάδος u. φιτρός genannt, Arist. plant. 1, 4; τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισιν Od. 9, 427, wo der Schol. erkl. ἱμαντῶδες φυτόν, wie ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε 10, 166; aber Il. 11, 105, δίδη μόσχοισι λύγοισι, scheint es adj., biegsam, zu sein; und sonst bei Sp., vgl. Agath. 85 (VII, 204), οὐκέτι – πέρδιξ, πλεκτὸς λεπ ταλέαις οἶκος ἔχει σε λύγοις, ein geflochtener Käfig. – Schol. Plat. Rep. III, 143 erkl. μάστιγες; vgl. Suid. – Zu Kränzen gebraucht, λύγος, ἀρχαῖον Καρῶν στέφος, Nicaenet. bei Ath. XV, 673 b, wo auch aus Anacr. angeführt ist στεφανοῠταί τε λύγῳ. – Nach Schol. Od. a. a. O. war ὁ λύγος bei den Attikern = ἅγνος, eine bestimmte Weidenart. – Λυγός aber ist nach Hesych. στρεβλωτήριον ὄργανον, eine Schraube der Tischler, geleimtes Holz darein zu spannen. – Und τὸ λύγος nach E. M. = σκότος. Vgl. λύγη.
-
13 ἀίσθω
ἀίσθω, Hom. zweimal, Il. 20, 403 αὐτὰρ ὁ ϑυμὸν ἄισϑε καὶ ἤρυγεν, ὡς ὅτε ταῦρος –. ἃς ἄρα τόν γ' ἐρυγόντα λέπ' ὀστέα ϑυμὸς ἀγήνωρ; 16, 468 ὁ δ' ἔβραχε ϑυμὸν ἀίσϑων, κὰδ δ' έπεσ' ἐν κονίῃσι μακών, απὸ δ' ἔπτατο ϑυμός. Hiernach kann ϑυμὸν ἄισϑε nicht heißen = er hauchte die Seele aus; wie Einige erklären. Man vgl. vielmehr 15, 252 ἐφἀμην νέκυας καὶ δῶμ' Ἀίδαο ἤματι τῷδ' ἴξεσϑαι, ἐπεἰ φίλον ἄιον ἦτορ, wo Ariston. Scholl. ἡ διπλῆ, ὅτι ἄιον ἀντὶ τοῠ ἐπῃσϑόμην, τοῦτο δέ ἐστι τῆς ψυχῆς μοῦ ήψατο. καὶ ἐν ἄλλοις (11, 532) »τοὶ δὲ πληγῆς ἀίοντες« ἐπαισϑόμενοι τῆς πληγῆς. Also ἀίσϑω = αἴσϑω, act. zu αἴσϑομαι, αἰσϑάνομαι; ϑυμὸν ἄισϑε = er fühlte sein Leben, durch die Verwundung, d. h. er zuckte zusammen, im innersten Leben getroffen. Apoll. Lex. Hom. 16, 16 ἀίσϑων αἰσϑόμενος· »ὁ δ' ἀνέβραχε ϑυμὸν ἀίσϑων«. – Opp. H. 5, 311.
-
14 λεπαργος
-
15 деликатный
деликат||ныйприл1. λεπτός, ἀβρός, ντελικάτος:\деликатныйный человек ὁ λεπ-τός ἀνθρωπος· \деликатныйное отношение ἡ ἀβρή συμπεριφορά·2. (затруднительный, щекотливый) λεπτός:\деликатныйный вопрос τό λεπτό ζήτημα. -
16 детализация
детализацияἡ λεπτολογία, τό λεπ-τολόγημα. -
17 λύγος
λύγος, ἡ, selten ὁ, jeder junge, biegsame, zum Flechten geeignete Zweig; δίδη μόσχοισι λύγοισι, adj., biegsam; πέρδιξ, πλεκτὸς λεπ ταλέαις οἶκος ἔχει σε λύγοις, ein geflochtener Käfig. Zu Kränzen gebraucht; = ἅγνος, eine bestimmte Weidenart. Λυγός aber ist στρεβλωτήριον ὄργανον, eine Schraube der Tischler, geleimtes Holz darein zu spannen -
18 ἀλαπάζω
Grammatical information: v.Meaning: `drain, plunder, destroy' (Hom.),Other forms: aor. ἀλάπαξα, fut. ἀλαπάξω. Aesch. twice (Th. 47, 531) future λαπάξειν (Ag. 130 doubtful); pres. λαπάσσω is used as a medical term, `empty'.Derivatives: ἀλαπαδνός with analogical - δ- (Schwyzer 489) `exhausted, feeble', mostly with negation (Hom.); A. Eu. 562 prob. has λαπαδνόν (cod. λέπ-) = ἀλαπαδνόν. λαπάζειν ἐκκενοῦν... H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Connection with Skt. álpa- `small', Lith. alpstù `faint' is difficult. The prothetic vowel points to a substr. word. Fur. 371 compare λαπαρός (as ἀκιδνός: ἀκιρός); semant. not evident. The structure of the word is hardly IE. The original meaning seems to have been `empty'; cf. the compounds with ἐξ-. - One compares λάπαθος, λαπάρη (hardly correct).Page in Frisk: 1,64Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλαπάζω
-
19 λέπρα
λέπρα, ας, ἡ (s. λεπρός; Hdt. et al.; Galen: CMG V 4, 2 p. 333, 5; 429, 11; PSI X, 1180, 36 [II A.D.]; LXX, Philo; Jos., Ant. 3, 265, C. Ap. 1, 235; Theoph. Ant. 3, 21 [p. 244, 19]) a serious skin disease, poss. including leprosy. Gk. medical writers include a variety of skin disorders under the term λ. There is abundant evidence that not all the צָרַעַת (cp. Lev 13f) and λέπρα of the Bible is true ‘leprosy’ caused by Hansen’s bacillus as known in modern times; indeed, there are many (see Gramberg and Cochrane below) who hold that Hansen’s disease was unknown in biblical times, or known by a different name than leprosy. λέπρα in LXX and NT may at times refer to what is generally termed leprosy, but probability extends to such skin diseases as psoriasis, lupus, ringworm, and favus, and in the absence of more precise data it is best to use the more general term serious skin disease Mt 8:3; Mk 1:42; Lk 5:12f; PEg2 39 [ἀ]π̣έστη ἀπʼ αὐτοῦ ἡ λέπ̣[ρα]=ASyn. 42, 32.—GMünch, Die Zaraath (Lepra) der hebr. Bibel 1893; EMcEwen, Biblical World 38, 1911, 194–202; 255–61; LHuizinga, Leprosy: BiblSacra 83, 1926, 29–46; 202–12; Billerb. IV 1928, 745–63; Handb. d. Haut-u. Geschlechtskrankheiten, ed. JJadassohn, vol. X: Die Lepra 1930; FLendrum, The Name ‘Leprosy’: Amer. Journ. of Tropical Medicine and Hygiene 1, ’52, 999–1008. Series of articles in BT: KGramberg, 11, ’60, 10–20; JSwellengrebel, 11, ’60, 69–80, with note by ENida; RCochrane, Biblical Leprosy, 12 ’61, 202f, w. mention of a separate publ. of the same title, ’61; DWallington, 12, ’61, 75–79; SBrowne, Leprosy in the Bible, in Medicine and the Bible, ed. BPalmer, ’86, 101–25; MGrmek, Diseases in the Ancient Greek World ’89, 160–61.—ABD IV 277–82 (lit.). TW.
См. также в других словарях:
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
ιχθύδιο — το (Α ἰχθύδιον) υποκορ. ψαράκι αρχ. επιγρ. ο αστερισμός τών Ιχθύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυΐδιον < ἰχθυ(ο) * + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, λεπ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κοψίδι — το 1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα 2. μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. βαλαν ίδι, λεπ ίδι)] … Dictionary of Greek
λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… … Dictionary of Greek
λέπυρ — το (Α λέπυρον) περίβλημα καρπού, φλοιός, φλούδα νεοελλ. βοτ. 1. ονομασία που αναφέρεται σε καθένα από τα δύο βράκτια που περιβάλλουν κάθε σταχύδιο στον στάχυ τών αγρωστωδών 2. ονομασία τού δερματώδους βρακτίου στη μασχάλη τού οποίου αναπτύσσεται… … Dictionary of Greek
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
λυπρός — λυπρός, ά, όν (AM) 1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος 2. ευτελής, πενιχρός αρχ. 1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος 2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός 3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός 4. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ξιφίδα — και ξιφίς, η μικρό εγχειρίδιο με λαβή και με κοντή, αιχμηρή και αμφίστομη συνήθως λεπίδα, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι και οι ιππότες κατά τον μεσαίωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κατάλ. ις ίδα (πρβλ. λεπ ίδα)] … Dictionary of Greek
οξίς — ὀξίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πήλινο ή μεταλλικό αγγείο για το ξίδι, ξιδερό 2. (στην Αθήνα) μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το ὀξύβαφον 3. το φυτό οξαλίδα 4. (στον Αριστοφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου με μικρό ανάστημα 5. στον πληθ. αἱ ὀξίδες οι οξύτητες.… … Dictionary of Greek
πίτυρο — το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως τού σιταριού νεοελλ. 1. φρ. «τρώει πίτουρα» μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο 2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα… … Dictionary of Greek
σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… … Dictionary of Greek