Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λεπ-ίς

См. также в других словарях:

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • ιχθύδιο — το (Α ἰχθύδιον) υποκορ. ψαράκι αρχ. επιγρ. ο αστερισμός τών Ιχθύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυΐδιον < ἰχθυ(ο) * + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, λεπ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • κοψίδι — το 1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα 2. μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. βαλαν ίδι, λεπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… …   Dictionary of Greek

  • λέπυρ — το (Α λέπυρον) περίβλημα καρπού, φλοιός, φλούδα νεοελλ. βοτ. 1. ονομασία που αναφέρεται σε καθένα από τα δύο βράκτια που περιβάλλουν κάθε σταχύδιο στον στάχυ τών αγρωστωδών 2. ονομασία τού δερματώδους βρακτίου στη μασχάλη τού οποίου αναπτύσσεται… …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • λυπρός — λυπρός, ά, όν (AM) 1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος 2. ευτελής, πενιχρός αρχ. 1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος 2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός 3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός 4. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ξιφίδα — και ξιφίς, η μικρό εγχειρίδιο με λαβή και με κοντή, αιχμηρή και αμφίστομη συνήθως λεπίδα, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι και οι ιππότες κατά τον μεσαίωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κατάλ. ις ίδα (πρβλ. λεπ ίδα)] …   Dictionary of Greek

  • οξίς — ὀξίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πήλινο ή μεταλλικό αγγείο για το ξίδι, ξιδερό 2. (στην Αθήνα) μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το ὀξύβαφον 3. το φυτό οξαλίδα 4. (στον Αριστοφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου με μικρό ανάστημα 5. στον πληθ. αἱ ὀξίδες οι οξύτητες.… …   Dictionary of Greek

  • πίτυρο — το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως τού σιταριού νεοελλ. 1. φρ. «τρώει πίτουρα» μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο 2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα… …   Dictionary of Greek

  • σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»