-
1 κτήσεις
κτή̱σεις, κτῆσιςacquisition: fem nom /voc pl (attic epic)κτή̱σεις, κτῆσιςacquisition: fem nom /acc pl (attic) -
2 κτῆσις
κτῆσις, ἡ, das Erwerben, die Erwerbung; κτῆσιν χρημάτων ποιεῖσϑαι, zu erwerben suchen, Thuc. 1, 8. 13; φρονήσεως Plat. Phaed. 64 b, öfter; ῥᾳδίαν ἔχει κτῆσιν, läßt sich leicht erwerben, Alcidam. sophist. p. 674, 5. – Gew. der Besitz = κτήματα; χηρωσταὶ δὲ διὰ κτῆσιν δατέοντο Il. 5, 158; καὶ κτῆσιν ὄπασσεν Od. 14, 62, öfter; πατρῴαν κτῆσιν Soph. El. 1282; τὰς κτήσεις τῶν πολιτῶν καὶ τὰ ἀναλώματα φυλάττειν Plat. Legg. I, 632 b; Arist. Pol. 2, 5; Sp.; auch μετάλλων ἐργασίας, die Berechtigung zur Bearbeitung der Bergwerke, Thuc. 4, 105. – Landgüter, D. Hal. 8, 19; τὰς κατὰ τὴν χώραν κτήσεις D. Sic. 14, 29.
-
3 ἀν-αφ-αίρετος
ἀν-αφ-αίρετος, nicht wegzunehmen, unentreißbar, κτῆμα Men. monost. 2; Plut. ed. lib. 8; D. Hal. 8, 74 κτήσεις, u. öfter.
-
4 ἰσάζω
ἰσάζω, gleich machen; von einer wägenden Frau, σταϑμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα Il. 12, 435; τὰς κτήσεις Arist. pol. 2, 6; pass., ἀνάγκη πρότερον ὑπάρχειν τὴν ἀνισότητα αὐτοῖς τοῦ ἰσασϑῆναι Metaph. 13, 4; ἰσάζεται ψήφοις δίστιχα Leon. Al. 14 (IX, 356); med., sich gleichstellen, gleichachten, Λητοῖ ἰσάσκετο Il. 24, 607; gleichkommen, δι' ἐμοῦ ταῦτα γιγνόμενα ϑεοῖς ἰσάζοιτ' ἄν Plat. Tim. 41 c; auch im act. intr., gleich sein, Legg. VI, 773 a; Pol. 6, 29, 5; D. Sic. 17, 1. [ Hom. braucht ι lang.]
-
5 ισαζω
(fut. ἰσάσω; pass.: fut. ἰσασθήσομαι, aor. ἰσάσθην, pf. ἴσασμαι)1) выравнивать, уравновешиватьσταθμὸν ἔχουσα καὴ εἴριον ἀμφὴς ἀνέλκει ἰσάζουσα Hom. — (домовитая хозяйка), держащая весы и поровну развешивающая шерсть
2) делать равным, уравнивать(τὸ ἄνισον, τὰς κτήσεις Arst.): (Νιόβη) Λητοῖ ἰσάσκετο Hom. Ниоба равняла себя с Лето; δεῖ ἰσασθῆναι τὸ κέρδος πρὸς τέν τιμήν Arst. необходимо, чтобы вознаграждение было приведено в соответствие с должностью; ἰσασθεισῶν τῶν ψήφων Arst. если голоса разделились поровну
3) быть равным, равняться(ταῖς δυνάμεσιν Arst.; κατὰ τὸ μῆκος Polyb.)
ἐὰν τἄλλα ἰσάζῃ Plat. — при прочих равных (условиях) -
6 κτησις
- εως ἥ1) приобретение(χρημάτων Plat., Plut.; ἐπιστήμης Plat.)
κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. — приобрести что-л.2) владение, обладание(πλούτου Soph.)
κτῆσιν ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων Thuc. — владеть золотыми приисками3) имущество, достояние(πατρῴα κ. Soph.; αἱ κτήσεις τῶν πολιτῶν Plat.)
-
7 κτῆσις
-εως ἡ N 3 14-5-7-8-4=38 Gn 23,4.9.18.20; 36,43acquisition, getting Bar 3,17; acquisition, portion, part Jb 36,33; possession Gn 23,4; property (concrete)Gn 46,6; αἱ κτήσεις possessions, property 2 Kgs 3,17τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως book of purchase Jer 39,14Cf. HARL 1986a, 197.315; WALTERS 1973 219-224.339; WEVERS 1993, 774 -
8 βέβαιος
A firm, steady,κρύσταλλος Th.3.23
; ([comp] Comp.); γῆ β. terra firma, Arr.An.2.21.5; steadfast, durable,ὁμιλία.. πιστὴ καὶ βέβαιος S.Ph.71
;ἀρετῆς βέβαιαι.. αἱ κτήσεις μόνης Id.Fr. 194
;ψῆφος βεβαία E.El. 1263
;τὴν χάριν βέβαιον ἔχειν Th.1.32
;οὐδέπω βέβαιος ἦν ἡ σωτηρία And.1.53
;εἰρήνην βεβαίαν ἀγαγεῖν Isoc.4.173
;φιλία βέβαιος Pl.Smp. 182c
; ; , etc.b sure, certain, ; (lyr.); ; πύλας β. παρέχειν make safe, secure, Th.4.67; βεβαιότερος κίνδυνος a surer game, Id.3.39: [comp] Sup.- ότατος Id.1.124
; βέβαιόν ἐστί τινι ὅτι .. D.H.3.35; τὰ παρ' ἀνθρώπων αὐτῷ β. ἦν ibid.; but β. παρέχειν τὰν ὠνάν confirm, guarantee, GDI1867, al. (Delph.);μένειν κυρίαν καὶ β... συγχώρησιν BGU1058.47
(i B. C.).2 of persons, etc., steadfast, constant, ([comp] Comp.), cf. Th.5.43, etc.: c. inf., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν more certain to make no change, Th.3.11.3 τό β. certainty, Hdt.7.50, cf. Pl.Phlb. 59c, etc.; but τὸ β. τῆς διανοίας firmness, resolution, Th.2.89.b security, guarantee,τὸ δημόσιον β. IG12.189
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βέβαιος
-
9 δεσποτικός
A of or for a master, συμφοραί misfortunes that befall one's master, X.Cyr.7.5.64; δίκαιον a master's right, Arist.EN 134b8;ὑπομένειν τὴν δ. ἀρχήν Id.Pol. 1285a22
; ἡ δ., = δεσποτεία, ib. 1259a37;τὸ δ. Pl.Lg. 697c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτικός
-
10 κοινωνέω
Aκεκοινώνηκα Id.Phdr. 246d
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. κοινωνήσομαι (v. infr.): [tense] pf.κεκοινώνημαι Id.Lg. 801e
:— have or do in common with, share, take part in a thing with another, c. gen. rei et dat. pers., τῆς πολιτείας κ. τινί ib. 753a; κ. πόνων καὶ κινδύνων ἀλλήλοις ib. 686a, cf. X.HG2.4.21; κ. αὐτοῖς ὧν ἔπραττον ib.6.3.1;σιτήσεώς τισι Din.1.101
: also in act. sense, give a share of..,βρωτοῦ μηδενὸς μηδένα τούτῳ κ. D.25.61
; τὰ περὶ τὰς κτήσεις τοῖς συσσιτίοις ὁ νομοθέτης ἐκοινώνησε (v.l. ἐκοίνωσε) Arist.Pol. 1264a1;πυρὸς ἢ ὕδατος κ. Luc.Alex.46
;πάντων ἐκοινώνει μοι τῶν ἀπορρήτων Id.Philops.34
.2 κ. τινός have a share of, take part in a thing, ; ; ; ; ; ;σίτου καὶ ποτοῦ X. Mem.2.6.22
;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1268a18
, etc.; τῶν αὐτῶν κ. πάντων share all things in common, ib. 1257a22; (Cos, iv/iii B.C.);θυσίας Inscr.Magn.44.19
(Decr. Corc.); ἦθος παιδείας κεκοινωνηκός Aristeas 290;φύσεως κεκοινώνηκε σαρκίνης Phld.Sign. 27
; πάθους, of infection, Gal.12.312.b of partnership in business, BGU969.13 (ii A.D.), etc.3 κ. τινί go shares with, have dealings with a man, Ar.V. 692, Av. 653, Pl.R. 343d, etc.; also of things, κοινωνεῖν μὲν ἡγοῦμαι καὶ τοῦτο τοῖς πεπολιτευμένοις I think that this also is concerned with my public measures, D.18.58; στολὴν φοινικίδα.. ἥκιστα.. γυναικείᾳ κ. has least in common with.., X.Lac.11.3;οὐδὲν τραγῳδίᾳ κ. Arist.Po. 1453b10
, cf. SE 179b16: Medic., sympathize, of bodily parts, Hp.Mul.1.38:—[voice] Pass., ἐγκώμια κεκοινωνημένα εὐχαῖς united with.., Pl.Lg. 801e.4 with Preps.,φύσις ἡ θήλεια τῇ τοῦ ἄρρενος γένους κ. εἰς ἅπαντα Id.R. 453a
;κ. περί τινος Plb.31.18.6
.5 c.acc.cogn.,κ. κοινωνίαν τινί Pl.Lg. 881e
;κ. ἴσα πάντα τοῖς ἀνδράσι Id.R. 540c
: rarely c. acc. rei, κ. φόνον τινί commit murder in common with him, E.El. 1048.6 abs., share in an opinion, agree,σκόπει.., πότερον κοινωνεῖς καὶ ξυνδοκεῖ σοι Pl.Cri. 49d
.II of sexual intercourse, κ. γυναικί, ἀνδρί, Pl.Lg. 784e, Luc.DDeor.1.2, 10.2, PFlor.36.6 (iv A.D.):—[voice] Pass.,ὑπὸ μηδενός ποτε κοινωνήσεται εἰ μὴ ὑπὸ σοῦ μόνου PMag.Osl.1.293
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωνέω
-
11 κτῆσις
A acquisition (opp. ἀπόλαυσις, Arist.Rh. 1410a6),κ. τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.8
, 13;ἡ φιλοσοφία κ. ἐπιστήμης Pl. Euthd. 288d
;ῥᾳδίαν ἔχει < τὴν> κτῆσιν Alcid.Soph.5
; κατ' ἔργου κτῆσιν according to success in the work, S.Tr. 230.II (from [tense] pf.) possession, λέχους, πλούτου, etc., ib. 162, El. 960, etc.;κ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Th.4.105
;ἡ τῶν χρημάτων κ. Pl.R. 331b
; διὰ τὴν τῶν υἱέων κ. on account of your having sons, Id.Ap. 20b; ;φέροντας.. ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενός D.18.308
; κ. ἐκ δεσπότου καὶ δούλου [συνέστηκεν] Arist.Pol. 1277a8; holding, opp. χρῆσις ('using'), Id.EN 1098b32; ownership, opp. χρῆσις ('usufruct'), POxy. 237 viii 35, al.;τὰς κτήσεις βεβαίας εἶμεν IG42(1).76.25
(Epid., ii B.C.).2 as collective, = κτήματα, possessions, property,διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158
;κ. ὄπασσεν Od.14.62
;πατρῴα κ. S.El. 1290
;μετρίης κτήσιος ἐπιμέλεσθαι Democr.285
;ἡ ἰδία κ. POxy. 237 viii 32
(i A.D.): in pl., Hdt.4.114, etc.;ἀρετῆς βέβαιαι.. αἱ κ. μόναι S.Fr. 194
; esp. lands, farms, D.H.8.19, D.S.14.29, etc.: also in sg., farm, estate, PFlor. 155.6 (iii A.D.). -
12 λυσιτελής
A paying for expenses incurred: hence, useful, profitable, advantageous,τὸ πρᾶγμά μοι λ. Axionic.6.8
;οὐδέποτ'.. -έστερον ἀδικία δικαιοσύνης Pl.R. 354a
, cf. 364a;ἐμπορεύματα -έστερα X.Hier.9.11
; -εστάτην ζωὴν ζῆν Pl.R. 344e
; λυσιτελῆ advantages, Plb.4.38.8; τὸ -έστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, D. 20.13;τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι Phld.Mus.p.93
K.;κτήσεις -έστεραι Id.Oec.p.68
J.II rarely of persons, profitable, advantageous, Pl.Phdr. 239c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσιτελής
-
13 μονοειδής
μονο-ειδής, ές,A one in kind, simple, Pl.R. 612a, Phd. 78d, Smp. 211b, etc.;κτήσεις τῶν μ. Phld.Oec.p.72
J.; opp. δίσωμος, of ζῴδια, Ptol.Tetr. 119; unique, Pl.Ti. 59b, Dam.Pr. 151: [comp] Comp., Thphr.HP8.5.1; τὸ μ. uniformity, Plb.9.1.2. Adv. -, S.E.M.6.44, Iamb. Myst.1.3, etc.; in single kinds, severally,εἴτε πάντα εἴτε μ. Epicur. Ep.2p.51U.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοειδής
-
14 προγονικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγονικός
-
15 φιλοκαλέω
A love the beautiful, Th.2.40;φιλοκαλεῖν τὴν φύσιν.. εἰκός ἐστι Chrysipp.Stoic.2.334
.2 to be enthusiastic, esp. for the beautiful or the good,περὶ τὰς εὐωχίας λαμπρυνόμενοι Str.14.1.20
; εἰς ταύτην τὴν ἐπιβολήν this project (sc. of a beautiful tomb), D.S.1.66, cf. 13.90;περὶ παιδοτροφίαν J.Ap.1.12
;περὶ τὴν τῶν λόγων ἐμπειρίαν D.Chr.18.1
: c. inf.,φ. Ἑλληνικαῖς φυτείαις διακοσμῆσαι τὰ βασίλεια Plu.Alex.35
.3 beautify, elaborate,τὰ περὶ τὴν ἐκφορὰν βασιλικῶς D.S.20.37
; τοῖς πλούτοις πεφιλοκαληκότων [τὰς κτήσεις] πρὸς ἀπόλαυσιν ib.8; in literary style, study effect, Philostr.VS2.4.2.4 Arithm., elaborate, work out a calculation,ὡς ἔνεστί τινα δι' ἑαυτοῦ φιλοκαλήσαντα κατανοῆσαι Iamb. in Nic.p.110
P., cf. p.98 P.5 repair, put in good order,φ. καὶ βελτιοῦν PLond.3.1044.22
(vi A. D.): —[voice] Pass., of a church, Palestine Dept. of Antiquities Quarterly 3.97 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκαλέω
-
16 ἄξιος
A counterbalancing, cf.ἄγω v1
: hence prop. weighing as much, of like value, worth as much as, c. gen.,βοὸς ἄ. Il.23.885
; νῦν δ' οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος we are not—all together— worth one Hector, 8.234, cf. Hdt. 1.32, 7.21;πάντων Ζεὺς ἄξιον ἦμαρ ἔδωκεν Il.15.719
; so πολλοῦ ἄ. worth much, X.An.4.1.28, Pl.Smp. 185b, etc.;πλείονος ἄ. Id.Phdr. 235b
, etc.;πλείστου ἄ. Th.2.65
, Pl.Grg. 464d, etc.; παντός, τοῦ παντὸς ἄ., E.Fr. 275, Pl.Sph. 216c; παντὸς ἄ., c. inf., Ar.Av. 797; λόγου ἄ., = ἀξιόλογος, Hdt.1.133, Th.1.73, etc.; σπουδῆς, μνήμης ἄ., Plu.2.35a,172e:—opp. to these areοὐδενὸς ἄ. Thgn.456
;ἢ παντὸς ἢ τὸ παράπαν οὐδενός Pl.Phlb. 64d
; , etc.; , etc.; ; μείονος, ἐλάττονος ἄ., X. Vect.4.50, Cyr.2.2.14;πολλαπλασίου τιμήματος ἄ. κτήσεις Arist.Pol. 1306b12
; also εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄ. worth up to a sum of.., D.27.10.2 c. dat. pers., σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς 'tis worth a return to thee, i.e. will bring thee a return, Od.1.318;πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562
;βασιλεῖ ἂν πολλοῦ ἄξιοι γένοιντο X.An.2.1.14
.3 abs., worthy, goodly,ἄξια δῶρα Il.9.261
; ἄ. ὦνος a goodly price, Od.15.429; ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι it would bring thee a good price, 20.383;φέροντες ὅ τι ἕκαστος ἄξιον εἶχε X.Cyr.3.3.2
.b in [dialect] Att. in an exactly opposite sense, 'good value for the money', i.e. cheap, Ar.Eq. 672, 895: [comp] Comp., ib. 645;ὡς ἀξιώτατον πρίασθαι Lys.22.18
;ὡς ἄ. γεγόνασιν οἱ πυροὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ Thphr.Char.3.3
, cf. X.Vect.4.6.4 deserved, meet, due, , X.Oec.12.19;χάρις Id.HG1.6.11
; ἄξια δράσας ἄξια πάσχων fit suffering for fit deeds, A.Ag. 1527, cf. E. Ion 735.5 of persons, οἱ ἑωυτοῦ ἄξιοι those of one's own rank, his peers, Hdt.1.107.6 sufficient for, c. gen.,ἄ. τοῦ πολέμου τὰ χρήματα D.14.27
.7 αἰδοῦς ἀξίαν.. τὴν προθυμίαν μᾶλλον ἢ θράσους more like modesty than rashness, Arist.Cael. 291b25.II after Hom., in moral relation, worthy, estimable, of persons and things, Hdt.7.224, etc.; οὐδὲν ἀξία nothing worth, A.Ch. 445;ἀξίαν κἀπ' ἀξίων Id.Eu. 435
; .2 worthy of, deserving, mostly c. gen. rei, ἄξιον φυγῆς, ἄξια στεναγμάτων, γέλωτος, Id.Med. 1124, Or. 1326, Heracl. 507;ἐγκωμίων τί ἀξιώτερον ἤ..; X.Ages.10.3
: c. gen. pers., ;ἄξιον τοῦ πατρός Isoc.9.80
;ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι Plu.Cim.5
.b c. gen. rei et dat. pers., ἡμῖν δ' Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς is worthy of honour at our hands, E.Hec. 309;πολλῶν ἀγαθῶν ἄ. ὑμῖν Ar.Ach. 633
;ἄ. πλείστου Λακεδαιμονίοις Th. 4.81
;θανάτου τῇ πόλει X.Mem.1.1.1
, cf. 1.2.62;εἰμὶ δ' οὐ τούτων ὑμῖν ἄ. D.21.217
;χάριτος ἄ. τῇ πόλει Antipho 6.10
; laterτιμῆς ἄ. παρὰ πάντων Luc.Tox.3
.3 c. inf., Προθοήνορος ἀντὶ πεφάσθαι ἄ. worthy to be killed instead of him, Il.14.472, cf. Th.1.76;τίεσθαι δ' ἀξιώτατος A.Ag. 531
;ἄ. θρήνων τυχεῖν S.Aj. 924
; ἄξιοι δουλεύειν only fit to be slaves, Arist.Pol. 1254b36; alsoἄ. σέβειν E.Heracl. 315
(Elmsl.).b ἄξιός εἰμι, like δίκαιός εἰμι, I deserve to..,ἄξιός εἰμι πληγὰς λαβεῖν Ar.Ec. 324
;ἄξιός εἰμι ἀπολαῦσαι X.Cyr.5.4.19
: abs., the inf. being supplied, authorized to act, And.1.132; ἄ. γάρ, emphatically, Pl.Tht. 143e.c laterἄ. ἵνα Ev.Jo.1.27
.4 ἄξιόν [ἐστι] 'tis meet, fit, due,ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι Il.13.446
;ἄ. μνήμην ἔχειν Hdt.1.14
: later c. [tense] fut. inf.,ἄ. διαπορήσειν Did.
in D.9.15.b c. dat. pers. et inf., τῇ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν νο̄ρα 'tis meet for the city, is worth her while.., Ar.Ach. 205;τί σοι ζῆν ἄξιον; Id.Nu. 1074
, cf. Av. 548;ἄξιόν γε πᾶσιν ἐπολολύξαι Id.Eq. 616
; freq. in X. as ὡς οὐκ ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι κτλ. that it was not meet for him.., An.2.3.25.c the inf. is sts. omitted, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι 'tis meet in the eyes of Hellas [so to do], Ar.Ach.8; and sts. the dat., ἄξιόν ἐστι operae pretium est, it is worth while,ἐνθυμηθῆναι D.1.21
;γαμεῖν οὐκ ἄξιον E.Alc. 628
.III Adv. ἀξίως, c. gen.,ἐμάχοντο ἀξίως λόγου Hdt.6.112
;οὔτε ἑωυτοῦ ἀ. Id.3.125
; οὐκ ἀ. ἀπηγήσιος ibid.;τῆς ἀσικίας Th.3.39
; ἀ. τοῦ θεοῦ, τῆς θεᾶς, OGI331.9 (Pergam.), Inscr.Magn.33.30, cf. 1 Ep.Thess.2.12: abs., S.OT 133, etc.; κολάσετε ἀξίως as they deserve, Th.3.40. -
17 ἔγγαιος
II of property, in land, consisting of land,οὐσία Lys.Fr.91
, D.36.5;κτήσεις ἔγγειοι καὶ οἰκίαι IG9(2).338.9
(Thess.), cf. CIG 2056 ([place name] Odessus), Plb.6.45.3; τὰ ἔγγεια the fixtures of a farm, D.30.30;συμβόλαιον ἔγγειον Id.33.3
; στατῆρας δανεισάμενος ἐγγείων τόκων on mortgage, Id.34.23 ( ἑκατὸν μνᾶς ἐγγείους (v.l. ἐγγύους) ἐπὶ τόκῳ δεδανεισμένας is read by codd. in Lys.32.15);ἔγγεια καὶ ναυτικά PEleph.1.13
(iv B.C.).III in or of the earth, [φυτὰ] ἔγγεια plants, Pl.R. 491d;φυτὸν οὐκ ἔγγειον, ἀλλὰ οὐράνιον Id.Ti. 90a
;λίθων τὰ ἔγγαια μέρη Plu.2.701c
.IV in or below the earth, = χθόνιος, Ἀϊδωνεύς AP7.480 (Leon.);χθόνιον καὶ ἔ. σκότος Plu.2.953a
; opp. ἐναέριος, Them.Or.13.168b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγγαιος
-
18 ἰσάζω
Aἰσασθήσομαι Arist.EE 1243b31
: [tense] aor. 1 : [tense] pf. ἴσασμαι ib.b5: ([etym.] ἴσος):— make equal, balance, of a person holding scales,σταθμὸν.. καὶ εἴριον.. ἀνέλκει ἰσάζουσ' Il.12.435
; ἰ. τὰς κτήσεις to equalize them, Arist.Pol. 1265a38;ἰ. τὸ ἄνισον Id.EN 1132a7
; τὴν φιλίαν ib. 1163b33:—[voice] Med., make oneself equal to another, οὕνεκ' ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο (sc. Νιόβη) Il. 24.607:—[voice] Pass., to be made or to be equal, : abs., Arist. EN 1133a14, al.;μήκει ποδὸς ἴχνος ἰσάζεται Nic.Th. 286
;δίστιχα ψήφοισιν ἰσάζεται AP9.356
(Leon.).II intr. in [voice] Act., to be equal, Pl.Lg. 773a, Arist.EN 1154b24; . -
19 ὑγιής
Aὑγιέα Hdt.1.8
, etc. (ὑγιᾶ, v.l. ὑγιέα, Hp.Art.33); [dialect] Att.ὑγιᾶ Th.3.34
, Pl.Chrm. 155e, al., X.Mem.4.3.13; alsoὑγιῆ IG22.1673.42
, 42(1).121.38,60,85, 122.109 (Epid., iv B. C.), Pl.Phd. 89d, Lg. 857e, cf. IG 14.1014 (ii A. D.), erroneously called un-Attic by Moer.p.375 P., Thom.Mag.p.365 R.: dual : neut. pl.ὑγιᾶ IG22.120.59
, Thom.Mag. l.c., but ὑγιῆ in Pl.Lg. 684c, 735b, and freq. in [dialect] Att. inscrr., IG22.120.52, 1541.8, etc.; acc. pl. masc. ὑγιᾶς ib. 12.74.20; but ὑγιεῖς ib.42(1).121.36 (Epid., iv B. C.), 12(5).572.13 (Ceos, iii B. C.), and as fem., E.Ba. 948; gen. :— [comp] Comp.ὑγιέστερος Epich.154
(with v.l. ὑγιώστερον), [comp] Sup. ; irreg. [comp] Comp. ὑγιώτερος in Sophr.34, prob. cj. in Epich. l.c.:—healthy, sound in body, ὑγιέα ποιέειν or ἀποδέξαι τινά restore him to health, make him sound, Hdt.3.130, 134;ὑγιῆ σώματα ἀπεργάζεσθαι Pl.Lg. 684c
; τὸ ὑ. τοῦ σώματος, opp. τὸ νοσοῦν, Id.Smp. 186b, cf. X.Mem.1.3.13; πόλις (opp. φλεγμαίνουσα) Pl.R. 372e: prov., ὑγιέστερος κολοκύντας or ὄμφακος 'sound as a bell', Epich. l.c., Phot.; ὑγιέστερος κροτῶνος orΚρότωνος Men.318
, cf. Str. 6.1.12.2 of one's case or condition, σῶς καὶ ὑ. safe and sound, Hdt.4.76, Th.3.34.3 of things, safe and sound, in good case, of the Hermae, Lys.6.12; of ships, Th.8.107;κόσμος X.Mem.4.3.13
;τὸ ἔδαφος καὶ οἱ τοῖχοι Arist.Mir. 842a33
;σῶν καὶ ὑγιὲς μένειν Pl.Ti. 82b
; in good condition, unbroken, πίθοι, κώθων, λίθος, IG12.326.7, 42(1).121.85 (Epid., iv B. C.), 7.3073.32 (Lebad., ii B. C.); πίθοι ὑ., opp. ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά, Pl.Grg. 493e, cf. Cra. 440c, Men. 77a (v. infr. 111.1);ἱμάτια POxy.530.20
(ii A. D.); μύλος ὑ. καὶ ἀσινής ib.278.18 (i A. D.).II sound in mind, Simon.5.4, etc.;φρένες ὑγιεῖς E.Ba. 948
; virtuous, Pl.Phd. 89d; , etc.;ὡς ὑγιεστάτη ψυχή Id.Grg. 526d
; as a complimentary epithet,ὑγιέστατον ἀνθύπατον OGI568.6
(Tlos, iii A.D.).2 of words, opinions, and the like , sound, wholesome, wise, μῦθος ὃς.. νῦν ὑγιής the word which is now fitting, Il.8.524 (the only place where any of this family of words occurs in Hom.);ὑ. δόξαι Pl.R. 584e
;εἴ τι ὑ. διανοοῦνται Th.4.22
, cf. Pl.Tht. 194b;χεῖρας καὶ γνώμην καθαροὶ καὶ ὑγιεῖς IG12(1).789.5
(Lindus, ii A. D.).3 freq. with a neg.,λόγος οὐκ ὑ. Hdt.1.8
;οὐδὲν ὑ. βούλευμα Id.6.100
; so in Trag. and [dialect] Att.,ὦ μηδὲν ὑ. μηδ' ἐλεύθερον φρονῶν S.Ph. 1006
;ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑ. E.Andr. 448
;οὐδὲν ὑ. διανοουμένων Th.3.75
;μηδὲν ὑ. λέγειν E.Ph. 201
, cf. Ar. Th. 636, Pl. 274, etc.; φέρειν, ἀσκεῖν, Id.Ach. 956, Pl.50;οὐδὲν ὑ. οὐδ' ἀληθὲς ἔχειν Pl.Phd. 69b
: also of persons,τὰς οὐδὲν ὑγιές Ar.Th. 394
;πανοῦργον, ἄδικον, ὑγιὲς μηδὲ ἕν Id.Pl.37
: c. gen., οὐδ' ἦν ἄρ' ὑ. οὐδὲν ἐμπύρου φλογός there is nothing sound or good in it, E.Hel. 746;φεῦ· ὡς οὐδὲν ἀτεχνῶς ὑ. ἐστιν οὐδενός Ar.Pl. 362
, cf. 870, Pl.Phd. 90c, Grg. 524e, R. 584a, D.18.23, etc.;οὐχ ὑ. οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων E.Ba. 262
, cf. Cyc. 259; , cf. Lys.9.4.4 logically sound,τὸ ὑ. συνημμένον S.E.M.8.118
;ὑ. ἀπόδειξις Id.P.1.116
, cf. Arr.Epict.2.1.4.III neut. as Adv., ὑγιὲς φθέγγεσθαι ring sound and clear, opp. σαθρόν, Pl.Tht. 179d: also in phraseἐξ ὑγιοῦς, φροντίζειν ὅπως καὶ τἆλλα γένηται.. ἐξ ὑ.
correctly, in order,PTeb.
27.60 (ii B. C.); οὐκ ἐξ ὑ. τὰς κτήσεις ποιοῦσιν, i. e. dishonestly, Vett.Val.90.32.2 regul. Adv. ὑγιῶς, healthily,διάγειν Ath.2.46f
; soundly, κρίνειν, φιλοσοφεῖν, Pl.R. 409a, 619d;ὑ. πεπολίτευμαι D.18.298
;ὑ. ἀπαγγεῖλαι Plot.4.4.19
; ὑ. καὶ πιστῶς honourably and faithfully, freq. in Pap., POxy.1031.18 (iii A. D.), etc. (Prob. from ὑ-, cf. Skt. su- 'well', and -γιη-, I.-E. γυιψē cf. guiyō in βιῶναι.)
См. также в других словарях:
κτήσεις — κτή̱σεις , κτῆσις acquisition fem nom/voc pl (attic epic) κτή̱σεις , κτῆσις acquisition fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ανγκουίλα — Νησί (96 τ. χλμ., 12.000 κάτ. το 2002) της Καραϊβικής θάλασσας (Μικρές Αντίλλες), που ανήκει στις κτήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρωτεύουσά του είναι η πόλη Βάλεϊ. Οι κάτοικοι, αφρικανικής καταγωγής στην πλειοψηφία τους, ασχολούνται με την… … Dictionary of Greek