Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λυσιτελῆ

См. также в других словарях:

  • λυσιτελῆ — λῡσιτελῆ , λυσιτελής paying for expenses incurred neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λῡσιτελῆ , λυσιτελής paying for expenses incurred masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λῡσιτελῆ , λυσιτελής paying for expenses incurred masc/fem …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσιτελῇ — λῡσιτελῇ , λυσιτελέω indemnify for expenses incurred pres subj mp 2nd sg λῡσιτελῇ , λυσιτελέω indemnify for expenses incurred pres ind mp 2nd sg λῡσιτελῇ , λυσιτελέω indemnify for expenses incurred pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσιτελής — ες (Α λυσιτελής, ές) ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες 2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός 3. φθηνός 4. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»