Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑγι-ής

См. также в других словарях:

  • ασελγαίνω — ἀσελγαίνω (Α) φέρομαι ακόλαστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασελγής (πρβλ. υγιής < υγι αίνω)] …   Dictionary of Greek

  • κιμβεία — κιμβεία, ἡ (Α) η τσιγγουνιά, η φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιμβ (τού κίμβιξ) + επίθημα εία (πρβλ. ανδρ εία, υγι εία)] …   Dictionary of Greek

  • κοτεινός — κοτεινός, ή, όν (Α) κοτήεις*, γεμάτος οργή και έχθρα, φθονερός, εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα εινός (πρβλ. σκοτ εινός, υγι εινός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»