Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κρότωνος

См. также в других словарях:

  • κροτῶνος — κροτών tick masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρότωνος — Κρότων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …   Dictionary of Greek

  • υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… …   Dictionary of Greek

  • CAULONIA — apud Soli. c. 2. Notum est, a Philocteta Petiliam constitutam Caudoniam et Terinam a Crotoniensibus, etc. et Marcianum Heracleotam, Ε῎χεται δὲ τούτων πρῶτα μὲν Καυλωνία, Ε᾿κ τȏυ Κρότωνος ἥτις ἐχ᾿ ἀποιχίαν. Α᾿πὸ τȏυ συνεγγὺς κειμέννου τε τῇ πόλει… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CROTON — civitas Italiae, olim Brutiorum, celeberrima et saluberrima, ad Aeserum fluv. In ora maris Ionii, Democede, Medicô Polycratis et Darii, Herodot. l. 3. Alcmaeone, similiter Medicô, Pythagorae discipul, cuius Favorinus meminit; Orphcô Poetâ, etc.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • METAPONTUM — Italiae oppid. in sinu Tarentino, a Pyliis, qui Nestore duce a Troia navigaverunt, conditum; adeo terrae proventu felix, ut eâ gratiâ auream aestatem Apollini Delphico aliquando donum obtulerint. Mela l. 2. c. 4. et Strabo l. 6. Idem habet… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • κίκιον — κίκιον, τὸ (Α) [κίκι] 1. κίκι* 2. (κατά τον Γαλ.) «κρότωνος ῥίζας» …   Dictionary of Greek

  • καθαρτικά — Φάρμακα που διευκολύνουν την κένωση του περιεχομένου του εντέρου. Aποκαλούνται ήπια κ. ή υπακτικά, όταν η δράση τους είναι ήπια, και δραστικά, όταν η δράση τους είναι έντονη. Ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους, διακρίνονται σε δύο ομάδες:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»