Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οτέρως

См. также в других словарях:

  • γενναιοτέρως — γενναῑοτέρως , γενναῖος true to one s birth adverbial comp γενναῑοτέρως , γενναῖος true to one s birth masc acc comp pl (doric) γενναῑοτέρως , γενναῖος true to one s birth masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειοτέρως — οἰκεῑοτέρως , οἰκεῖος in adverbial comp οἰκεῑοτέρως , οἰκεῖος in masc acc comp pl (doric) οἰκεῑοτέρως , οἰκεῖος in masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαιοτέρως — ἀναγκαῑοτέρως , ἀναγκαῖος of adverbial comp ἀναγκαῑοτέρως , ἀναγκαῖος of masc acc comp pl (doric) ἀναγκαῑοτέρως , ἀναγκαῖος of masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειοτέρως — θεῑοτέρως , θεῖος 1 of adverbial comp θεῑοτέρως , θεῖος 1 of masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειοτέρως — λεῑοτέρως , λεῖος smooth adverbial comp λεῑοτέρως , λεῖος smooth masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλειοτέρως — μεγαλεῑοτέρως , μεγαλεῖος magnificent adverbial comp μεγαλεῑοτέρως , μεγαλεῖος magnificent masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιοτέρως — πῑοτέρως , πῖος adverbial comp πῑοτέρως , πῖος masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαιοτέρως — σπουδαῑοτέρως , σπουδαῖος in haste adverbial comp σπουδαῑοτέρως , σπουδαῖος in haste masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαιοτέρως — σχολαῑοτέρως , σχολαῖος leisurely adverbial comp σχολαῑοτέρως , σχολαῖος leisurely masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιοτέρως — ἀλλοῑοτέρως , ἀλλοῖος of another sort adverbial comp ἀλλοῑοτέρως , ἀλλοῖος of another sort masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαγδαιοτέρως — ῥαγδαῑοτέρως , ῥαγδαῖος furious adverbial comp ῥαγδαῑοτέρως , ῥαγδαῖος furious masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»