-
1 κτῆσις
A acquisition (opp. ἀπόλαυσις, Arist.Rh. 1410a6),κ. τινὸς ποιεῖσθαι Th.1.8
, 13;ἡ φιλοσοφία κ. ἐπιστήμης Pl. Euthd. 288d
;ῥᾳδίαν ἔχει < τὴν> κτῆσιν Alcid.Soph.5
; κατ' ἔργου κτῆσιν according to success in the work, S.Tr. 230.II (from [tense] pf.) possession, λέχους, πλούτου, etc., ib. 162, El. 960, etc.;κ. ἔχειν τῶν μετάλλων ἐργασίας Th.4.105
;ἡ τῶν χρημάτων κ. Pl.R. 331b
; διὰ τὴν τῶν υἱέων κ. on account of your having sons, Id.Ap. 20b; ;φέροντας.. ἀγαθοῦ κτῆσιν οὐδενός D.18.308
; κ. ἐκ δεσπότου καὶ δούλου [συνέστηκεν] Arist.Pol. 1277a8; holding, opp. χρῆσις ('using'), Id.EN 1098b32; ownership, opp. χρῆσις ('usufruct'), POxy. 237 viii 35, al.;τὰς κτήσεις βεβαίας εἶμεν IG42(1).76.25
(Epid., ii B.C.).2 as collective, = κτήματα, possessions, property,διὰ κτῆσιν δατέοντο Il.5.158
;κ. ὄπασσεν Od.14.62
;πατρῴα κ. S.El. 1290
;μετρίης κτήσιος ἐπιμέλεσθαι Democr.285
;ἡ ἰδία κ. POxy. 237 viii 32
(i A.D.): in pl., Hdt.4.114, etc.;ἀρετῆς βέβαιαι.. αἱ κ. μόναι S.Fr. 194
; esp. lands, farms, D.H.8.19, D.S.14.29, etc.: also in sg., farm, estate, PFlor. 155.6 (iii A.D.).
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский