Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑγιῶν

См. также в других словарях:

  • ὑγιῶν — ὑγιάζω make sound fut part act masc voc sg ὑγιάζω make sound fut part act neut nom/voc/acc sg ὑγιάζω make sound fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ὑγιής healthy masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) ὑγιής healthy neut gen pl (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωνοποίηση — Η πρωταρχική σημασία του όρου υποδηλώνει την παραγωγή απογόνων πανομοιότυπης γενετικής σύστασης με εκείνη του γονέα, μέσω της διαδικασίας της αγενούς αναπαραγωγής, δηλαδή τον τρόπο αναπαραγωγής που απαιτεί την παρουσία ενός μόνο γονέα και γίνεται …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… …   Dictionary of Greek

  • γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • δυσαρμονία — η 1. έλλειψη αρμονίας, ασυμφωνία 2. το σύνολο τών διαταραχών που επέρχονται στη λειτουργία ορισμένων υγιών οργανισμών συστημάτων επειδή είναι συνδεδεμένα με άρρωστα όργανα ή οργανικά συστήματα …   Dictionary of Greek

  • ευγονία — η (ΑΜ εὐγονία) [εύγονος] νεοελλ. η απόκτηση υγιών απογόνων αρχ. μσν. γονιμότητα, ευφορία …   Dictionary of Greek

  • ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • πορία — η, Ν βοτ. γένος βασιδιομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη, οι οποίοι αναπτύσσονται σε νεκρούς κλάδους δέντρων, στον φλοιό, σε πρέμνα ή και στο ξύλο υγιών δέντρων προκαλώντας τη σήψη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poria (< πόρος)] …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»