-
1 υγιών
ὑγιάζωmake sound: fut part act masc voc sgὑγιάζωmake sound: fut part act neut nom /voc /acc sgὑγιάζωmake sound: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)ὑγιήςhealthy: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric)ὑγιήςhealthy: neut gen pl (attic epic doric)ὑγιόωpres part act masc voc sg (doric aeolic)ὑγιόωpres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ὑγιόωpres part act masc nom sgὑγιόωpres inf act (doric) -
2 ὑγιῶν
ὑγιάζωmake sound: fut part act masc voc sgὑγιάζωmake sound: fut part act neut nom /voc /acc sgὑγιάζωmake sound: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)ὑγιήςhealthy: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric)ὑγιήςhealthy: neut gen pl (attic epic doric)ὑγιόωpres part act masc voc sg (doric aeolic)ὑγιόωpres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ὑγιόωpres part act masc nom sgὑγιόωpres inf act (doric) -
3 κανονιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανονιστικός
-
4 ὑγιής
Aὑγιέα Hdt.1.8
, etc. (ὑγιᾶ, v.l. ὑγιέα, Hp.Art.33); [dialect] Att.ὑγιᾶ Th.3.34
, Pl.Chrm. 155e, al., X.Mem.4.3.13; alsoὑγιῆ IG22.1673.42
, 42(1).121.38,60,85, 122.109 (Epid., iv B. C.), Pl.Phd. 89d, Lg. 857e, cf. IG 14.1014 (ii A. D.), erroneously called un-Attic by Moer.p.375 P., Thom.Mag.p.365 R.: dual : neut. pl.ὑγιᾶ IG22.120.59
, Thom.Mag. l.c., but ὑγιῆ in Pl.Lg. 684c, 735b, and freq. in [dialect] Att. inscrr., IG22.120.52, 1541.8, etc.; acc. pl. masc. ὑγιᾶς ib. 12.74.20; but ὑγιεῖς ib.42(1).121.36 (Epid., iv B. C.), 12(5).572.13 (Ceos, iii B. C.), and as fem., E.Ba. 948; gen. :— [comp] Comp.ὑγιέστερος Epich.154
(with v.l. ὑγιώστερον), [comp] Sup. ; irreg. [comp] Comp. ὑγιώτερος in Sophr.34, prob. cj. in Epich. l.c.:—healthy, sound in body, ὑγιέα ποιέειν or ἀποδέξαι τινά restore him to health, make him sound, Hdt.3.130, 134;ὑγιῆ σώματα ἀπεργάζεσθαι Pl.Lg. 684c
; τὸ ὑ. τοῦ σώματος, opp. τὸ νοσοῦν, Id.Smp. 186b, cf. X.Mem.1.3.13; πόλις (opp. φλεγμαίνουσα) Pl.R. 372e: prov., ὑγιέστερος κολοκύντας or ὄμφακος 'sound as a bell', Epich. l.c., Phot.; ὑγιέστερος κροτῶνος orΚρότωνος Men.318
, cf. Str. 6.1.12.2 of one's case or condition, σῶς καὶ ὑ. safe and sound, Hdt.4.76, Th.3.34.3 of things, safe and sound, in good case, of the Hermae, Lys.6.12; of ships, Th.8.107;κόσμος X.Mem.4.3.13
;τὸ ἔδαφος καὶ οἱ τοῖχοι Arist.Mir. 842a33
;σῶν καὶ ὑγιὲς μένειν Pl.Ti. 82b
; in good condition, unbroken, πίθοι, κώθων, λίθος, IG12.326.7, 42(1).121.85 (Epid., iv B. C.), 7.3073.32 (Lebad., ii B. C.); πίθοι ὑ., opp. ἀγγεῖα τετρημένα καὶ σαθρά, Pl.Grg. 493e, cf. Cra. 440c, Men. 77a (v. infr. 111.1);ἱμάτια POxy.530.20
(ii A. D.); μύλος ὑ. καὶ ἀσινής ib.278.18 (i A. D.).II sound in mind, Simon.5.4, etc.;φρένες ὑγιεῖς E.Ba. 948
; virtuous, Pl.Phd. 89d; , etc.;ὡς ὑγιεστάτη ψυχή Id.Grg. 526d
; as a complimentary epithet,ὑγιέστατον ἀνθύπατον OGI568.6
(Tlos, iii A.D.).2 of words, opinions, and the like , sound, wholesome, wise, μῦθος ὃς.. νῦν ὑγιής the word which is now fitting, Il.8.524 (the only place where any of this family of words occurs in Hom.);ὑ. δόξαι Pl.R. 584e
;εἴ τι ὑ. διανοοῦνται Th.4.22
, cf. Pl.Tht. 194b;χεῖρας καὶ γνώμην καθαροὶ καὶ ὑγιεῖς IG12(1).789.5
(Lindus, ii A. D.).3 freq. with a neg.,λόγος οὐκ ὑ. Hdt.1.8
;οὐδὲν ὑ. βούλευμα Id.6.100
; so in Trag. and [dialect] Att.,ὦ μηδὲν ὑ. μηδ' ἐλεύθερον φρονῶν S.Ph. 1006
;ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑ. E.Andr. 448
;οὐδὲν ὑ. διανοουμένων Th.3.75
;μηδὲν ὑ. λέγειν E.Ph. 201
, cf. Ar. Th. 636, Pl. 274, etc.; φέρειν, ἀσκεῖν, Id.Ach. 956, Pl.50;οὐδὲν ὑ. οὐδ' ἀληθὲς ἔχειν Pl.Phd. 69b
: also of persons,τὰς οὐδὲν ὑγιές Ar.Th. 394
;πανοῦργον, ἄδικον, ὑγιὲς μηδὲ ἕν Id.Pl.37
: c. gen., οὐδ' ἦν ἄρ' ὑ. οὐδὲν ἐμπύρου φλογός there is nothing sound or good in it, E.Hel. 746;φεῦ· ὡς οὐδὲν ἀτεχνῶς ὑ. ἐστιν οὐδενός Ar.Pl. 362
, cf. 870, Pl.Phd. 90c, Grg. 524e, R. 584a, D.18.23, etc.;οὐχ ὑ. οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων E.Ba. 262
, cf. Cyc. 259; , cf. Lys.9.4.4 logically sound,τὸ ὑ. συνημμένον S.E.M.8.118
;ὑ. ἀπόδειξις Id.P.1.116
, cf. Arr.Epict.2.1.4.III neut. as Adv., ὑγιὲς φθέγγεσθαι ring sound and clear, opp. σαθρόν, Pl.Tht. 179d: also in phraseἐξ ὑγιοῦς, φροντίζειν ὅπως καὶ τἆλλα γένηται.. ἐξ ὑ.
correctly, in order,PTeb.
27.60 (ii B. C.); οὐκ ἐξ ὑ. τὰς κτήσεις ποιοῦσιν, i. e. dishonestly, Vett.Val.90.32.2 regul. Adv. ὑγιῶς, healthily,διάγειν Ath.2.46f
; soundly, κρίνειν, φιλοσοφεῖν, Pl.R. 409a, 619d;ὑ. πεπολίτευμαι D.18.298
;ὑ. ἀπαγγεῖλαι Plot.4.4.19
; ὑ. καὶ πιστῶς honourably and faithfully, freq. in Pap., POxy.1031.18 (iii A. D.), etc. (Prob. from ὑ-, cf. Skt. su- 'well', and -γιη-, I.-E. γυιψē cf. guiyō in βιῶναι.)
См. также в других словарях:
ὑγιῶν — ὑγιάζω make sound fut part act masc voc sg ὑγιάζω make sound fut part act neut nom/voc/acc sg ὑγιάζω make sound fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ὑγιής healthy masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) ὑγιής healthy neut gen pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωνοποίηση — Η πρωταρχική σημασία του όρου υποδηλώνει την παραγωγή απογόνων πανομοιότυπης γενετικής σύστασης με εκείνη του γονέα, μέσω της διαδικασίας της αγενούς αναπαραγωγής, δηλαδή τον τρόπο αναπαραγωγής που απαιτεί την παρουσία ενός μόνο γονέα και γίνεται … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
δυσαρμονία — η 1. έλλειψη αρμονίας, ασυμφωνία 2. το σύνολο τών διαταραχών που επέρχονται στη λειτουργία ορισμένων υγιών οργανισμών συστημάτων επειδή είναι συνδεδεμένα με άρρωστα όργανα ή οργανικά συστήματα … Dictionary of Greek
ευγονία — η (ΑΜ εὐγονία) [εύγονος] νεοελλ. η απόκτηση υγιών απογόνων αρχ. μσν. γονιμότητα, ευφορία … Dictionary of Greek
ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
πορία — η, Ν βοτ. γένος βασιδιομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη, οι οποίοι αναπτύσσονται σε νεκρούς κλάδους δέντρων, στον φλοιό, σε πρέμνα ή και στο ξύλο υγιών δέντρων προκαλώντας τη σήψη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poria (< πόρος)] … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek