Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δοῦρα

См. также в других словарях:

  • δοῦρα — δόρυ stem neut nom/voc/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δούρα ή Ευρωπός — Αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας, χτισμένη στη δυτική όχθη του Ευφράτη, κοντά στον σημερινό οικισμό Σαλιχίγια. H πόλη ιδρύθηκε γύρω στο 300 π.Χ. από τον Μακεδόνα στρατηγό του Αντίγονου, Νικάνορα. Αργότερα μετονομάστηκε σε Ευρωπό από τον Σέλευκο Α’.… …   Dictionary of Greek

  • δοῦρ' — δοῦρα , δόρυ stem neut nom/voc/acc pl (epic) δοῦρε , δόρυ stem neut nom/voc/acc dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Dura-Europos — Temple of Bel at Dura Europos …   Wikipedia

  • Дора древний город — или Дор (евр. Dor, ассир. Duuru, греч. Δώρα, Δούρα, Δώρος, лат. Dorum) город в северной части Саронской равнины, между Кесарией и Птолемаидой, на месте нынешней Тантуры (Тортуры). Основан финикиянами, привлеченными сюда обилием пурпуровых раковин …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Дора, или Дор — (евр. Dor, ассир. Duuru, греч. Δώρα, Δούρα, Δώρος, лат. Dorum), город в с. части Саронской равнины между Кесарией и Птолемаидой, на месте нынешней Тантуры (Тортуры). Основан финикиянами, привлеченными сюда обилием пурпуровых раковин у утесистых… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Дура-Европос — План Дура Европоса …   Википедия

  • SPARTUM — Graece Σπαρτον, apud Veteres usurpatum reperitur, de herbis omnibus ad vitilia, nexilia et extilia aptis, ut sunt linum, cannabis, iunci, genistae, aliaque id genus. Quod vel ex Dioscoride patet, ubi Σπαρτίον describens genistam exprimit, vitibus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αντίξοος — η, ο (Α ἀντίξοος, οον κ. ἀντίξους, ουν) ενάντιος, αντίθετος, εχθρικός νεοελλ. φρ. «αντίξοες περιστάσεις» δυσκολίες, αναποδιές αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίξοον η αντίθετη πλευρά 2. φρ. «δοῡρα ἀντίξοα» πελεκημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • βαπτιστήριο — Η λέξη προέρχεται μάλλον από το baptisterium, τη μεγάλη δηλαδή δεξαμενή του λουτρού των ρωμαϊκών κατοικιών, που χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα στις αρχές του χριστιανισμού για την τέλεση του μυστηρίου της βάπτισης. Τα πρώτα οικοδομήματα, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»