-
1 πόρον
πόροςmeans of passing a river: masc acc sgπόρωfurnish: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)πόρωfurnish: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
2 πόρος
πόρος (-ῳ, -ον.)a ford, crossingβαρυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου, ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41
b strait, crossing βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον i. e. the Adriatic N. 4.53 ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν i. e. the Hellespont fr. 189.c channel, courseἈλφεοῦ πόρῳ κλιθείς O. 1.92
Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων πόρον τ' Ἀλφεοῦ O. 2.13
πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Εὐρώτα πόρον δεῖ σάμερον ἐλθεῖν O. 6.28
τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ O. 10.48
met.,δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται, ἑλίσσων βίου πόρον I. 8.15
-
3 πόρος
A means of passing a river, ford, ferry, Θρύον Ἀλφειοῖο π. Thryum the ford of the Alphëus, Il.2.592, h.Ap. 423, cf. h.Merc. 398;πόρον ἷξον Ξάνθου Il.14.433
;Ἀξίου π. A.Pers. 493
; ἀπικνέεται ἐς τὸν π.τῆς διαβάσιος to the place of the passage, Hdt.8.115;π. διαβὰς Ἅλυος A.Pers. 864
(lyr.);τοῦ κατ' Ὠρωπὸν π. μηδὲν πραττέσθω IG12.40.22
.2 narrow part of the sea, strait,διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο Hes.Th. 292
;παρ' Ὠκεανοῦ.. ἄσβεστον π. A.Pr. 532
(lyr.); π. Ἕλλης ([dialect] Dor. Ἕλλας), = Ἑλλήσποντος, Pi.Fr. 189, A.Pers. 875(lyr.), Ar.V. 308(lyr.); Ἰόνιος π. the Ionian Sea which is the passage-way from Greece to Italy, Pi.N.4.53;πέλαγος αἰγαίου πόρου E.Hel. 130
; Εὔξεινος, ἄξενος π. (cf.πόντος 11
), Id.Andr. 1262, IT 253; διάραντες τὸν π., i.e. the sea between Sicily and Africa, Plb.1.37.1; ἐν πόρῳ in the passage-way (of ships), in the fair-way, Hdt.7.183, Th. 1.120, 6.48;ἐν π. τῆς ναυμαχίης Hdt.8.76
;ἕως τοῦ π. τοῦ κατὰ τὸν ὅρμον τὸν Ἀφροδιτοπολίτην PHib.1.38.5
(iii B.C.).3 periphr., πόροι ἁλός the paths of the sea, i.e. the sea, Od.12.259;Αἰγαίου πόντοιο πλατὺς π. D.P.131
;ἐνάλιοι π. A.Pers. 453
; π.ἁλίρροθοι ib. 367, S.Aj. 412(lyr.); freq. of rivers, π. Ἀλφεοῦ, Σκαμάνδρου, i.e. the Alphëus, Scamander, etc., Pi.O.1.92, A.Ch. 366(lyr.), etc.;ῥυτοὶ π. Id.Eu. 452
, cf. 293; Πλούτωνος π. the river Pluto, Id.Pr. 806: metaph., βίου π. the stream of life, Pi.I.8(7).15;π. ὕμνων Emp.35.1
.4 artificial passage over a river, bridge, Hdt.4.136, 140, 7.10.γ;
aqueduct,IG
7.93(Megara, V A.D., restd.), Epigr.Gr.1073.4 ([place name] Samos).5 generally, pathway, way, A.Ag. 910, S.Ph. 705(lyr.), etc.; track of a wild beast, X.Cyr.1.6.40; αἰθέρα θ' ἁγνὸν πόρον οἰωνῶν their pathway, A.Pr. 284(anap.); ἐν τῷ π.εἶναι to be in the way, Sammelb.7356.11(ii A.D.): metaph.,πραπίδων πόροι A.Supp.94
(lyr.).6 passage through a porous substance, opening, Epicur.Ep.1pp.10,18 U.; esp. passage through the skin, οἱ πόροι the pores or passages by which the ἀπορροαί passed, acc. to Empedocles,πόρους λέγετε εἰς οὓς καὶ δι' ὧν αἱ ἀπορροαὶ πορεύονται Pl.Men. 76c
, cf. Epicur. Fr. 250, Metrod. Fr.7,Ti.Locr.100e;νοητοὶ π. S.E.P.2.140
; opp. ὄγκοι, Gal. 10.268; so of sponges, Arist. HA 548b31; of plants, Id.Pr. 905b8, Thphr.CP1.2.4, HP1.10.5.b of other ducts or openings of the body, π. πρῶτος, of the womb, Hp. ap. Poll.2.222; πόροι σπερματικοί, θορικοὶ π., Arist.GA 716b17, 720b13; π. the ovaries.Id.
HA 570a5, al.; τροφῆς π., of the oesophagus, Id.PA 650a15, al.; of the rectum, Id.GA 719b29; of the urinal duct, ib. 773a21; of the arteries and veins, Id.HA 510a14, etc.c passages leading from the organs of sensation to the brain,ψυχὴ παρεσπαρμένη τοῖς π. Pl.Ax. 366a
;οἱ π. τοῦ ὄμματος Arist.Sens. 438b14
, cf. HA 495a11, PA 656b17; ὤτων, μυκτήρων, Id.GA 775a2, cf. 744a2; of the optic nerves, Heroph. ap. Gal.7.89.II c. gen. rei, way or means of achieving, accomplishing, discovering, etc.,οὐκ ἐδύνατο π. οὐδένα τούτου ἀνευρεῖν Hdt.2.2
;οὐδεὶς π. ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος Id.3.156
;τῶν ἀδοκήτων π. ηὗρε θεός E.Med. 1418
(anap.); π. ὁδοῦ a means of performing the journey, Ar. Pax 124;π. ζητήματος Pl.Tht. 191a
; but also π. κακῶν a means of escaping evils, a way out of them, E.Alc. 213 (lyr.): c. inf.,πόρος νοῆσαι Emp.4.12
;π. εὐθαρσεῖν And.2.16
;π. τις μηχανή τε.. ἀντιτείσασθαι E.Med. 260
: with Preps.,π. ἀμφί τινος A.Supp. 806
codd. (lyr.); περί τινος dub. in Ar.Ec. 653;πόροι πρὸς τὸ πολεμεῖν X. An.2.5.20
.2 abs., providing, means of providing, opp. ἀπορία, Pl. Men. 78d sq.; contrivance, device,οἵας τέχνας τε καὶ π. ἐμησάμην A.Pr. 477
; δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον ib.59, cf. Ar.Eq. 759;μέγας π. A.Pr. 111
;τίνα π. εὕρω πόθεν; E.IA 356
(troch.).3 π. χρημάτων a way of raising money, financial provision, X.Ath.3.2, HG1.6.12, D.1.19, IG7.4263.2 (Oropus, iii B.C.), etc.;ὁ π. τῶν χρ. D.4.29
, IG12(5).1001.1 (Ios, iv B.C.); without χρημάτων, SIG284.23 (Erythrae, iv B.C.), etc.;μηχανᾶσθαι προσόδου π. X.Cyr.1.6.10
, cf. PTeb.75.6 (ii B.C.): in pl., 'ways and means', resources, revenue,πόροι χρημάτων D. 18.309
: abs.,πόρους πορίζειν Hyp.Eux.37
, cf. X.Cyr.1.6.9 (sg.), Arist. Rh. 1359b23; πόροι ἢ περὶ προσόδων, title of work by X.: sg., source of revenue, endowment, OGI544.24 (Ancyra, ii A.D.), 509.12,14 (Aphrodisias, ii A.D.), etc.b assessable income or property, taxable estate, freq. in Pap., as BGU1189.11 (i A.D.), etc.; liability, PHamb.23.29 (vi A.D.), etc.III journey, voyage,μακρᾶς κελεύθου π. A. Th. 546
;παρόρνιθας π. τιθέντες Id.Eu. 770
, cf. E.IT 116, etc.; ἐν τῷ π. πλοῖον ἀνατρέψαι on its passage, Aeschin.3.158.IV Π personified as father of Ἔρως, Pl.Smp. 203b. -
4 Ἀλφεός
Ἀλφεός, -ειός a river flowing past the Olympic sanctuary ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας (sc. Φερενίκου, Hieron's horse) O. 1.20 Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ.) O. 1.92 ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ (sc. Ζεύς) O. 2.13 ( Ἡρακλέης)1πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
Εἰλατίδᾳ ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ, λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν (sc. Ἴαμος.) O. 6.58ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον O. 7.15
ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
θάλλει δ ἀρεταῖσιν σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.18
( Ἡρακλέης) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσε ὡς ἐντοπίῳ θεῷ. Σ.) O. 10.48πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.35
ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία (ἀπὸ γὰρ καταδυσέων ἀφανῶν εἰς τὴν Ἀρέθουσαν ἀναφαίνεται. Σ.) N. 1.1 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ i. e. from Olympic games N. 6.18εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
-
5 Ἀλφειός
Ἀλφεός, -ειός a river flowing past the Olympic sanctuary ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας (sc. Φερενίκου, Hieron's horse) O. 1.20 Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ.) O. 1.92 ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ (sc. Ζεύς) O. 2.13 ( Ἡρακλέης)1πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
Εἰλατίδᾳ ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ, λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν (sc. Ἴαμος.) O. 6.58ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον O. 7.15
ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
θάλλει δ ἀρεταῖσιν σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.18
( Ἡρακλέης) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσε ὡς ἐντοπίῳ θεῷ. Σ.) O. 10.48πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.35
ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία (ἀπὸ γὰρ καταδυσέων ἀφανῶν εἰς τὴν Ἀρέθουσαν ἀναφαίνεται. Σ.) N. 1.1 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ i. e. from Olympic games N. 6.18εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
-
6 ἄνθρωπος
aσκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις O. 3.18
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται O. 7.24
ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.44
φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες O. 7.54
παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.23
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις O. 11.1
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68
μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.82
ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
εἴ τιν' ἀνθρώπων P. 3.86
Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, —γινώσκομεν P. 3.112
ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.217
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v. l. ἄνθρωποι) P. 8.96εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37
Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]ἄνθρωπ[ο Pae. 21.18
πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —I gods. —θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10
“ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” P. 9.40Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10
εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.II heroes. ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.III animals.πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
c a man, anyone καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳνοῆσαι N. 5.18
d woman “ καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98 “ τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” P. 9.33 -
7 ἄπειρος
a continent “ αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” i. e. Libya. P. 4.48b world νιν (= Κυράναν) πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν i. e. Libya, with Asia and Europe one third of the world P. 9.8c mainland Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ), βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον ( Ἀπείρῳ i. e. Epirus Σ, fort. recte, λέγεται δὲ ὅτι μετὰ τὰ ἐν Ἰλίῳ ταύτης τῆς Ἠπείρου ἦρξεν ὁ Νεοπτόλεμος) N. 4.51------------------------------------ᾰπειρος, -ον1 inexperienced, ignorantκαὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροισιν, ἐμπείρων δέ τις ταρβεῖ fr. 110. c. gen.,ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70
κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι sc. the gods fr. 143. 2.------------------------------------1 infinite, boundless ἔνθεν τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ (v. l. ἀπείρον) fr. 130. 1. ad Θρ. 7. -
8 Ἀρεία
ᾰρεία a place on the R. Heloros in S. E. Sicily. βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου ἔνθ Ἀρεας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (ἄδηλον εἴτε Ἀρείας εἴτε Ῥείας λεκτέον. Σ.: ἐνθ' Ἀρέας Bothe: ἔνθα Ῥέας Boeckh: περὶ τοῦτον τὸν ποταμὸν συνέστη Ἱπποκράτει τῷ Γελώων τυράννῳ πρὸς τοὺς Συρακουσίους πόλεμος. Σ.) N. 9.41 -
9 ἄρχω
ἄρχω (ἄρχει; ἄρχε; ἄρχειν: impf. ἆρχε: aor. ἄρξαι: med. ἄρχονται; ἀρχομένου, -μενοι, -μένοις, -μεναι: fut. ἄρξεται dub.: impf. ἄρχετο: aor. ἄρξατο.)1 act., rulea abs.ἇς Οἰνόμαος ἆρχε O. 10.51
b c. dat.ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν Παλίου P. 3.4
c c. gen. “βασιλεύς, ὅστις ἄρχει ναός” Jason P. 4.230 [Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων (coni. Bowra: ὀργαῖς πάσαις ὃς ἱππείαν ἔσοδον codd.) P. 6.50]2 act. and med., begina abs.ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3
“ ἅμα πρώτοις ἄρξεται” (codd.: ῥάξεται coni. Wil.: loc. susp., cf. von der Mühll, M. H., 1964, 50f.) O. 8.45 καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury) Πα... τί κάλλιον ἀρχομένοις ἢ καταπαυομένοισιν ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; (v. l. - ομένοισιν) fr. 89a. 1.b c. acc.ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον N. 3.10
c c. gen. “ φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο” (v. l. ἄρχεται.) P. 4.30ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, Διὸς ἐκ προοιμίου N. 2.3
βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.53
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν (sc. Μοῖσαι) N. 5.25 [ ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (expectes ἄρχ-, Snell:? was a beginning for) fr. 140a. 67 (41). v. ἔρχομαι]d c. dat., begin withτὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
e begin, start upon ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις ἐς πλόον ἀρχομένοις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (v. l. ἐρχομένοις) P. 1.34f frag. ]ἀρχομ[ Πα. 7B. 8. -
10 βίος
βῐος (βίου, -ῳ, -ον)1 lifea span, length of life.μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
ταύτας δὲ μήποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον (i. e. = γονέας πεπρωμένον βίον διάγοντας) P. 6.27 δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται, ἑλίσσων βίου πόρον (Tricl: βιότου codd.) I. 8.15ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.117
μηδἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν sc. the initiate in the Eleusinian mysteries fr. 137. [ βίου (codd.: βιότου Donaldson) I. 4.5].b way of life. ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον sc. Tantalos O. 1.59βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς P. 8.75
c livelihood. ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβό-μεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.10
-
11 βίοτος
βῐοτος (-ου, -ῳ, -ον)1 lifeλοιπὸν ἀμφὶ βίοτον O. 1.97
λέγοντι βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.29
ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63
ἀπήμαντον ἄγων βίοτον O. 8.87
ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23
παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26
εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98
θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος (Donaldson: βίου codd.) I. 4.5 [ ἑλίσσων βιότου πόρον codd.: βίου Tricl.) I. 8.15] ]το βιότωλτ;ιγτ; φαος[ (Wil.: βροτῷ Lodi: cf. O. 10.23) ?fr. 334a. 7. -
12 δεῖ
δεῑ impers.1 it is necessary πρὸς Πιτάναν δὲ πὰρ Εὐρώτα πόρον δεῖ σάμερον ἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ (cf. χρή, v. 27) O. 6.28 -
13 δώδεκα
1 twelve τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (cf.βωμοὺς ἓξ διδύμους O. 5.5
) O. 10.49 “ δώδεκα δὲ πρότερον ἁμέρας” P. 4.25 ἀκηράτοις ἁνίαις ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δωδεκάδρομον, δ(υ) ωδεκαδρόμων codd.: with its race of twelve rounds) P. 5.33τετραορίας δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.28
κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. -
14 Δωδώναθεν
1 from Dodona Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ)βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.53
-
15 ἑλίσσω
a act., met., unroll δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται, ἑλίσσων βίου πόρον (κυλίων καὶ προιών. Σ.) I. 8.15b med. & pass.I roll, tumbleψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον O. 10.9
τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.55
II circleτεαὶ γὰρ ὧραι ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς ἑλισσόμεναι O. 4.2
c be excercised νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὐρίσκοντι (Boeckh: ελισσ- codd. Clem. Alex.) fr. 227. 1. -
16 Ἕλλα
Ἕλλα daughter of Athamas and Nephele. πανδείματοι μὲν ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν fr. 189. test., Strabo 2. 91. 9: ὥς φησιν ἐν τοῖς ὕμνοις Πίνδαρος, διὰ παρθένιον Ἕλλας πορθμόν fr. 33a = fr. 51. Schr. v. Ἡρακλέης test. -
17 Ἕλωρος
Ἕλωρος a river in Sicily. βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (περὶ τοῦτον τὸν ποταμὸν συνέστη Ἵπποκράτει τῷ Γελώων τυράννῳ πρὸς Συρακοσίους πόλεμος. Σ.) N. 9.40 -
18 ἔνθα
a rel. conj., whereπαρὰ Κρόνου τύρσιν. ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν O. 2.70
( Ἰστρίαν)ἔνθα Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ δέξατ O. 3.26
( Ἀλφεὸν)ἔνθα τραφεῖσ' γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35
πέτραν ἀλίβατον Κρονίου. ἔνθα οἱ ὤπασε θησαυρὸν O. 6.65
νομόν, ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς O. 7.33
( νᾶσος)ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν O. 7.71
( Αἴγιναν)ἔνθα Σώτειρα ἀσκεῖται Θέμις O. 8.21
( Λοκρῶν)ἔνθα συγκωμάξατ O. 11.16
( Πυθῶνι) ἔνθαποτὲ χρῆσεν P. 4.4
( ἐπ' Ἀξείνου στόμα)ἔνθ' ἕσσαντ τέμενος P. 4.204
ἐς Φᾶσιν ἔνθα βίαν μεῖξαν P. 4.212
Λαμνιᾶν τ' ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων. ἔνθα καὶ ἐπεδείξαντο P. 4.253
ὁδόν, ἔνθα πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών P. 5.93
ὀμφαλὸν Πυθιόνικος ἔνθ' ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται P. 6.5
“Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον. ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσεις” P. 9.54 ( ἐν Πυθῶνι)ἔνθα νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν P. 9.73
Ἀμφιτρύωνος σάματι, πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο P. 9.82
ἐπ' αὐλείαις θύραις ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται N. 1.21
Κύπρῳ, ἔνθα Τεῦκρος ἀπάρχει N. 4.46
( Νεμέᾳ)ἔνθα πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76
( Ἰσθμὸν)ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι δέκονται N. 5.38
Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2
ἀμφ' ἀκταῖς Ἑλώρου, ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (ἔνθα Ῥείας Σγρ·) N. 9.41 ( ἀέθλων)Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις N. 10.24
ἀέθλων. ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις I. 4.69
προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.35
( Οἰνοπίαν)δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν I. 8.21
( Δᾶλος) ἔνθα τεκοῖσ' εὐδαίμον ἐπόψατο γένναν fr. 33d. 9.ἰήιε, Δάλἰ Ἄπολλον. Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ Pae. 5.44
κρημνόν, ἔνθα λέγο[ντι] Ζῆνα καθεζόμενον κορυφαῖσιν ὕπερθε φυλάξαι Pae. 12.8
( Θήβαι)] ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν φάμα Κάδμον [λαχεῖν] Δ. 2. 2. ]εοι μοῖῤ ἔνθα[ Θρ. 7. 11. ( Λακεδαίμων) ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 1. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται fr. 238. Ὀρχομενῶ. ἕνθα ποτε[ ?fr. 333a. 9.b whither ( δῶμα Διὸς)ἔνθα δευτέρῳ χρόνῳ ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.43
μαντίων θῶκον, ὦ παῖδες Ἁρμονίας, ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν P. 11.7
, cf. O. 11.16c then ἔνθ' Ἀλεξίδαμος παρθένον κεδνὰν ἆγεν P. 9.121d introducing indirect quest., whereδέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν, ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι P. 4.242
-
19 ἔξοχος
a standing out, juttingβουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.52
b outstanding, supremeπερὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.51
“ Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον” P. 9.53Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν N. 1.60
ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται pr. N. 2.18 ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται i. e. of those things in which a man is superior N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι (“das wünscht jeder als das Vornehmste zu nennen” Schadewaldt, 268̆{1}) N. 4.92ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν N. 6.47
Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται pr. fr. 106. 4.c n. pl. pro prep. c. gen.ὁ δὲ χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος ἔξοχα πλούτου O. 1.2
Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων more than among all other men Sandys O. 8.23φιλεῖν δὲ Κάρρωτον ἔξοχ' ἑταίρων P. 5.26
d adv., ἐξόχως, especiallyυἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων O. 9.69
-
20 Εὐρώτας
Εὐρώτας river of Sparta. πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Εὐρώτα πόρον δεῖ σάμερον ἐλθεῖν (αὕτη ἡ Πιτάνη ἡ τοῦ Εὐρώτα. Σ.) O. 6.28 ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας i. e. at Thebes and Sparta I. 1.29 Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις (sc. γέρας ἔχει) I. 5.33
См. также в других словарях:
πόρον — πόρος means of passing a river masc acc sg πόρω furnish aor ind act 3rd pl (homeric ionic) πόρω furnish aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пора — I пора отверстие (в коже, поверхности) . Через нем. Роrе – то же (с XVIII в.; см. Шульц–Баслер 2, 596) из лат. роrum от греч. πόρος пора, проход . II пора укр. пора время, пора, возраст , болг. пора возраст , польск. роrа случай, пора .… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ACHILLEA — I. ACHILLEA alias Achillis, idos, Achillis cursus, peninsula est non procul ab ostiô Borysthenis, ad formam gladii in transversum porrecta, ab exercitatione Achillis nomen habens. Dionysius Perieg. Ταῦροι θ᾿ οἱ ναίουϚιν Α᾿χιλλῆος δρόμον αἰπυν´.… … Hofmann J. Lexicon universale
AEPY — urbs guit sub ditione Nestoris, quam bene munitam dixit Homer. Il. 2. v. 592. Non longe autem aberat a Thryo oppido Elidis in Peloponneso, Psophidi urbi finitima. Stat. l. 4. Theb. v. 180. Quos Thryon, et summis ingestum montibus Aepy. Meminit… … Hofmann J. Lexicon universale
BOSPHORUS — I. BOSPHORUS sive potius Bosporus, cum Graece Βόςπορος dicitur, ἀπὸ τȏυ βοὸς καὶ πόρου nomen arcessit, quod vel bos traicere possit natandô. Testis interpres Apollonii, Βόςπορος inquit, ὀνομάζεται διὰ τὸ δοκεῖν τὴν Ἰὼ βοῦν οὖσαν διαπορέυεςθαι τὸ… … Hofmann J. Lexicon universale
EPIRUS — regio Graeciae finitima ad Ort. Acheloo fluv. discreta: ad Occas. Acrocerauniis montibus, quâ mari Adriatico incumbunt: Ad Septentr. Macedoniae parte terminatâ: Ad Merid. Ionio mari abluta. Primum Molossia dicta, deinde Chaonia, a Chaone Heleni… … Hofmann J. Lexicon universale
ERYTHEA vel ERYTHIA — ERYTHEA, vel ERYTHIA Ins. inter Gades et Hispaniam, quam sic describit Plin. l. 4. c. 22. Ab eo latere que Hispaniam spectat (Gadis ins.) passibus fere centum, altera ins. est longa 3. mill. passm. lata in qua prius opp. Gadium fuit. Vocatur ab… … Hofmann J. Lexicon universale
OCEANUS — I. OCEANUS Caeli et Vestae filius, maris Deus, maritus Tethyos, fluviorum, fontiumque omnium pater; sic dictus ab Ὠκὺς, quod est velox, quod praeter SErvium testatur Solinus c. 36. his verbis: Nam Ὠκεανὸς, inquit, quem Graeci sic nominant a… … Hofmann J. Lexicon universale
PHOENICE — I. PHOENICE insula parva maris Aegaei, Sigaeo promuntor. obiecta: et oppid. Epiri mediterraneum inter Antigoniam et Hecatompedum, Polyb. Liv. l. 29. c. 12. Ptolem. II. PHOENICE regio Syriae maritima, inter reliquam Syriam ad Boream, Eleutheriô… … Hofmann J. Lexicon universale
Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… … Dictionary of Greek
εξευμαρίζω — ἐξευμαρίζω (Α) [ευμαρίζω] 1. καθιστώ κάτι εύκολο, ανακουφίζω κάποιον («συμφορὰς δὲ τὰς ἐμὰς ἐξευμαρίζων», Ευρ.) 2. μέσ. παρασκευάζω («τίν ἐλπίδαἤ πόρον σωτηρίας ἐξευμαρίζει, πρέσβυ;», Ευρ.) … Dictionary of Greek