-
1 περιμάκης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιμάκης
-
2 περιμήκετος
περιμήκ-ετος, ον, poet. for sq.,A very tall or high,ἐλάτη Il.14.287
;Τηΰγετος Od.6.103
: c. gen.,π. ἄλλων Arat.250
. -ης, ες, [dialect] Dor. [full] περιμάκης [ᾱ], ες, AP6.125 (Mnasalc.): ([etym.] μῆκος):— very tall or long,κοντός Od.9.487
;ῥάβδος 10.298
;ἱστοί 13.107
;δοῦρα 12.443
; ; very high,πέτρη Il.13.63
;ὄρος Od.13.183
; very large, huge,οἴκημα Hdt.2.100
; ἀνδρόσφιγγες ib. 175 ; λίθους μεγάθεϊ περιμήκεας ib. 108 ;ἄγκυραι Id.7.36
: [comp] Comp. -μηκέστερος Ael.Tact.2.7
: but [comp] Sup. -μήκιστος Plu.2.1077b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιμήκετος
См. также в других словарях:
περιμάκης — ίμακες, Α βλ. περιμήκης … Dictionary of Greek
περιμήκης — ίμηκες, και δωρ. τ. περιμάκης, Α 1. πολύ μακρύς (α. «περιμήκεα κοντόν», Ομ. Οδ. β. «περιμήκεϊ ῥάβδῳ», Ομ. Οδ.) 2. πολύ ψηλός («περίμηκες ὄρος», Ομ. Οδ.) 3. πολύ μεγάλος, υπέρογκος («οἴκημα περίμηκες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μήκης (<… … Dictionary of Greek