-
1 πρόσσω
πρόσσωpres subj act 1st sgπρόσσωpres ind act 1st sgπρόσωforwards: indeclform (adverb) -
2 πρόσσω
-
3 πρόσσω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πρόσσω
-
4 πρόσσοντα
πρόσσωpres part act neut nom /voc /acc plπρόσσωpres part act masc acc sg -
5 πρόσσουσα
πρόσσωpres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
6 πρόχθης
πρόσσωaor ind pass 2nd sg (homeric ionic) -
7 ὀπίσω
ὀπίσω [pron. full] [ῐ], [dialect] Ep. [full] ὀπίσσω, the former rare in Hom. and only in signf. 1 ; [dialect] Aeol. [full] ὐπίσσω Sapph.Supp.8.9:—Adv.:I of Place, backwards, opp. to πρόσω, Il.12.272 ; to προπρηνές, 3.218 ;ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω 5.443
;ἀ. πολλὸν ὀ. 16.710
;πάλιν εἶσιν ὀπίσσω Od.11.149
: in Prose also, τὸ ὀπίσω, [var] contr.τοὐπίσω, τὸ ὀ. φεύγειν Hdt.1.207
, cf. 8.108 ;ἄναγε εἰς τοὐπίσω Pl.R. 528a
, cf. Th.4.4, Arist.Fr. 106, etc.;[γνάμ]φθη δ' ὀπίσσω [φάσγα]νον B.12.53
; τὰ ὀ. the hinder parts, LXXJl.2.20 ;τοῦ προπύλου τὸ ὀ. μέρος SIG756.17
(Athens, i B. C.); τὴν ὀ. τοῦ προπύλου στέγην ib.12 ; ἐκ τοῦ ὀ. on the back (of the papyrus), BGU1002.16 (i B. C.);τἀπίλοιπα ὀ. PTeb.58.37
(ii B. C.).2 back, back again, of movement,ἀπήνυσαν οἴκαδ' ὀπίσσω Od.7.326
;ὀπίσω πάλιν οἴκαδε Pi.N.3.62
;ἂψ ὀ. Theoc.25.74
;ἀπίκοντο ὀ. Hdt.1.62
; ὀ. πορευόμενοι ib.75 ; ὀ. ἀναπλῶσαι ib.78 ; ἐν τῇ ὀ. κομιδῇ on his way back, Id.8.120, cf. 1.111, etc.3 back again, again, of action that reverses an action or occurrence, ἀνακτᾶσθαι ὀ. τὴν τυραννίδα ib.61, cf. 68, 2.14 ;ἀποδόντες ὀ. Id.5.92
.γ' ;σφραγίζεις λύεις τ' ὀπίσω E.IA38
(anap.).II of Time, hereafter, since the future is unseen and was therefore regarded as behind us, whereas the past is known and therefore before our eyes,ἡμῖν τεκέεσσί τ' ὀπίσσω πῆμα λίποιτο Il.3.160
; Τρῳαὶ δέ μ' ὀπίσσω πᾶσαι μωμήσονται ib. 411, cf. Hes. Op. 741, Th. 488 ;ἔς περ ὀπίσσω Od.20.199
((lyr.)) ; opp. toνῦν, τούτῳ δ' οὔτ' ἂρ νῦν φρένες ἔμπεδοι [εἰσίν], οὔτ' ἄρ' ὀπίσσω ἔσσονται Il.6.352
; toπροπάροιθε, σεῖο δ', Ἀχιλλεῦ, οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε [ἦν] μακάρτατος, οὔτ' ἄρ' ὀπίσσω [ἔσσεται] Od.11.483
; where ὀπίσσω and πρόσσω are opposed, πρόσσω must be the past and ὀπίσσω the future,οἶδε νοῆσαι ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω Il.1.343
;ἅμα πρόσσω καὶ ὀ. λεύσσει 3.109
;ὅρα πρόσσω καὶ ὀ. 18.250
, Od.24.452 ; so (ap.Arist.Metaph. 1000a30); οὔτ' ἐνθάδ' ὁρῶν οὔτ' ὀπίσω neither present nor future, S.OT 488(lyr.) ;τοὐπίσω σκοπεῖν E.Fr.49
;θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν Isid.Trag.2
; cf.ὄπισθεν 11.1
.2 ἐν τοῖσι ὀ. λόγοις in the books yet to come, in the following books, Hdt.1.75 ; cf.ὄπισθεν 11.2
. -
8 πρόσω
A f.l. for πρὸ ἕω in Th.4.103); poet. [full] πρόσσω; also [full] πόρσω, Pi., Trag.; later [dialect] Att. [full] πόρρω Pl., X., Com., Oratt. ( πρόσω should be restored in S.Fr.858.3 and πόρσω in E.Rh. 482): Th. never uses the word.—Regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. προσωτέρω, πορρωτέρω, προσωτάτω, πορρωτάτω, v. προσωτέρω: poet. [comp] Comp.πόρσιον Pi.O.1.114
: [comp] Sup.πόρσιστα Id.N.9.29
. Adv.: ([etym.] πρό).A abs.:I of Place, generally with a notion of motion, forwards, onwards, π. ἄγειν, φέρειν, Il.18.388, Od.9.542, etc.; [δοῦρα] ὄρμενα πρόσσω Il.11.572
; ἵπποι πρόσσω μεμαυῖαι ib. 615;πρόσω ἵεσθε 12.274
, etc.;π. πᾶς πέτεται 16.265
; π. κατέκυψε ib. 611;π. ἀΐξας 17.734
; π. τετραμμένος αἰεί ib. 598;νέμεσθαι π. Hdt.3.133
; παραγγεῖλαι, πέμψαι π., A.Ag. 294, 853; βῆναι, ἕρπειν π., S.Tr. 195, 547; μὴ πόρσω φωνεῖν speak no further, Id.El. 213 (lyr.);μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114
: with Art.,πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω Hdt.7.30
, cf. 9.57; also ἰέναι τοῦ π. X.An.1.3.1;ἤϊε αἰεὶ ἐς τὸ π. Hdt.3.25
.II of Distance, far off,παπταίνειν τὰ πόρσω Pi.P.3.22
; ;ὡς ἀπ' ὀμμάτων, πρόσω S.OC15
; πρόσω λεύσσειν to see at a distance, Id.Fr.858.3;πόρρω ποι ἀπεσκοποῦμεν Pl.R. 432e
;ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς E.Ph. 596
;ἡ δέ γ' Εὔβοια.. παρατέταται μακρὰ πόρρω πάνυ Ar.Nu. 212
;εἴτ' ἐγγύς, εἴτε πόρρω Pl. Prt. 356e
;πόρρω που ἐκτὸς ὄντι Id.R. 499c
, etc.; πόρρω ποιεῖν τι leave at a distance, Anaxil.22.18, cf. Herod.6.90 (dub.);πάνυ π. γενέσθαι X.Cyr.4.3.16
; τὰ σκέλη κινεῖν ταχὺ καὶ π., of a runner, Arist.Rh. 1361b24;οἱ πόρρω βάρβαροι Id.EN 1149a11
.2 too far, καὶ νῦν ἴσως πόρρω ἀποτενοῦμεν [τὸν λόγον] Pl.Grg. 458b;οὐ πόρρω ἐθελήσαιμ' ἂν πιεῖν Id.Smp. 176d
.III of Time, forward, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, v. ὀπίσω 11;χρόνος.. ἰὼν πόρσω Pi.O.10(11).55
; of continuance, A. Eu. 747; hereafter, Pi.P.3.111; ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as late as possible, Id.N.9.29; ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης far spent, Aeschin.3.122; μέχρι πόρρω till late, Arist.HA 581a26.B c. gen.:I of Place, further into,π. τοῦ ποταμοῦ προβαίνειν X.An.4.3.28
, cf. Hp.Mul.1.2: esp. metaph., προβήσεσθαι πόρρω μοχθηρίας will go far in wickedness, X.Ap.30; π. ἀρετῆς ἀνήκειν to have reached a high point of virtue, Hdt.7.237;οὕτω πόρρω σοφίας ἥκεις Pl.Euthd. 294e
;πόρρω σοφίας ἐλαύνειν Id.Euthphr.4b
, cf. Grg. 486a, Cra. 410e, Ly. 204b; π. τέχνης a past master, Ar. V. 192 (v. infr. 11);π. πάνυ ἐλάσαι τῆς πλεονεξίας X.Cyr.1.6.39
: also with Art.,προβήσομαι ἐς τὸ π. τοῦ λόγου Hdt.1.5
;ἐς τὸ π. οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων Id.3.56
; ἐς τὸ π. μεγάθεος τιμῶνται are honoured to a high point of greatness, i.e. very greatly, ib. 154.II of Distance, far from,οὐ π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.5.13
;οὐ π. Σπάρτης πόλις E.Andr. 733
;στάντες οὐ πόρρω τῶν βωμῶν Pl.Lg. 800d
, cf. X.An.3.2.22, etc.: metaph.,π. δικαίων A.Eu. 414
; πόρρω τέχνης,= οὐκ ἀπὸ τέχνης, i. e. φύσει, Ar.V. 192 (acc. to Sch., sed v. supr. B. 1);π. τοῦ χειρίσματος Hp.Art.11
;οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Pl.Phdr. 238d
; πόρρω που τῶν ἐμαυτῷ πεπολιτευμένων far below them, D.18.299;πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι Pl.Phd. 96e
;πόρρω τῶν πραγμάτων Isoc.4.16
;πόρρω τοῦ διαφθείρειν Id.15.240
; ; π. σαρκός very far (i. e. different) from, Arist.HA 504b11, cf. Pl.R. 581e: also folld. byἀπό, ἐξαναχωρέειν π. ἀπὸ τῶν φορτίων Hdt.4.196
; ;ἀπὸ τοῦ τείχους X.Cyr.5.4.49
; also οὕτω πόρρω εἶ περὶ τοῦ δικαίου so far out in your notions of right, Pl.R. 343c.III of Time, ὡς πρόσω ἦν τῆς νυκτός far into the night, Hdt.2.121.δ; ὡς π. τῆς νυκτὸς προελήλατο Id.9.44
;διαλέγεσθαι πόρρω τῶν νυκτῶν Pl.Smp. 217d
;λίαν π. ἔδοξε τῶν νυκτῶν εἶναι Id.Prt. 310c
;ἐκάθευδον μέχρι π. τῆς ἡμέρας X.HG7.2.19
;βιότου πόρσω E.Alc. 910
(lyr.);π. ἤδη ἐστὶ τοῦ βίου, θανάτου δὲ ἐγγύς Pl.Ap. 38c
;ὀψὲ καὶ π. τῆς ἡλικίας Plu.Dem.2
.2 οὐ π. ἑπτὰ ἡμερέων not longer than.., Hp.Epid.4.38. -
9 πόρσω
aI beyond, furtherοὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.20
c. art.,τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω P. 3.22
II of time τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (byz.: πρόσω codd.: πρόσσω Turyn: sc. χρόνος) O. 10.55ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.111
b πόρσιον, further, too farμηκέτι πάπταινε πόρσιον O. 1.114
-
10 πρόσω
aI beyond, furtherοὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.20
c. art.,τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω P. 3.22
II of time τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (byz.: πρόσω codd.: πρόσσω Turyn: sc. χρόνος) O. 10.55ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.111
b πόρσιον, further, too farμηκέτι πάπταινε πόρσιον O. 1.114
-
11 βλέπω
Aἔβλεπον Batr.67
: [tense] fut.βλέψομαι D. 25.98
, [dialect] Dor. inf.βλεψεῖσθαι IG4.951.75
(Epid.), later , Aristid.2.46J., etc.: [tense] aor. ἔβλεψα (v. infr.): [tense] pf. βέβλεφα ([etym.] ἀπο-) Antip.Stoic.3.254 (codd. Stob.); βέβλοφα ([etym.] ἐμ-) PLond.1.42.21 (ii A. D.):—[voice] Pass., [tense] aor. ἐβλέφθην ([etym.] προς-) Plu.2.68of: [tense] pf. βέβλεμμαι to be supplied in Ath.10.409c, cf. Eust. 1401.16:—chiefly in [tense] pres. and [tense] aor. [voice] Act. in early writers: [voice] Med. (exc. [tense] fut. ) and [voice] Pass. only late:—see, have the power of sight (dist. fr. ὁρῶ perceive, be aware of, cf. Plot.6.7.37), opp. τυφλός εἰμι, S.OT 302, cf. 348, OC73, Ar. Pl.15, etc.;βλέποντες ἔβλεπον μάτην A.Pr. 447
;βλέποντας ἀθλιωτάτους Alex.234
; μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ lest he see too clearly, S.OT 747; ὁ βλέπων the seer, Hebraism in LXX 1 Ki.9.9; ὀλίγον βλέπων short- sighted, POxy.39.9 (i A. D.).II look, ; (s. v.l.); ;ἐπί τι Th.7.71
;εἰς τὰ τούτων πρόσωπα D. 18.283
; πῶς βλέπων; with what face? S.Ph. 110;ὄμμασιν ποίοις β.
;Id.
OT 1371;β. ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω Pl.Cra. 428d
: with Adv., φιλοφρόνως, ἐχθρῶς β. πρός τινας, X.Mem.3.10.4, Smp.4.58: freq. folld. by noun in acc., φόβον β. look terror, i. e. to look terrible,Θυιὰς ὣς φόβον βλέπων A.Th. 498
; Com., ἔβλεψε νᾶπυ looked mustard, Ar.Eq. 631;ἀνδρεῖον.. καὶ βλέποντ' ὀρίγανον Id.Ra. 603
;βλεπόντων κάρδαμα Id.V. 455
; πυρρίχην βλέπων looking like a war-dancer, Id.Av. 1169; αἴκειαν βλέπων looking like one disgraced, ib. 1671; σκύτη β., of a slave, Eup.282, Ar.V. 643;β. ἀπιστίαν Eup.309
: also folld. by Adj., μέγα β. dub. in Semon.19;φθονερὰ β. Pi.N.4.39
;γλίσχρον β. Euphro 10.16
, cf. Men.Epit. 479, Jul.Caes. 309c: by inf.,ἁρπάζειν β. Men.Epit. 181
;ὀρχεῖσθαι μόνον β. Alex.97
: by part. neut., ;E.
Alc. 773.2 β. ἐς look to, rely on,εἰς ἔργον οὐδὲν γιγνόμενον βλέπετε Sol.11.8
; ;οὐκέτ' ἐστὶν εἰς ὅ τι βλέπω Id.Aj. 514
; ἔς σε δὴ βλέπω, ὅπως .. in the hope that.., Id.El. 954: metaph. also, have regard to,ἡ πολιτεία β. εἰς πλοῦτον Arist.Pol. 1293b14
; of aspects, οἰκίαι πρὸς μεσημβρίαν βλέπουσαι .., X.Mem.3.8.9;πέτρα βλέπουσα πρὸς νότον Str.4.1.4
;κάτω γὰρ οἱ ὀδόντες βλέπουσι Arist.HA 502a1
; ὅταν τὸ οὖθαρ βλέπῃ κάτω ib. 523a2.4 look to a thing, beware,ἀπό τινος Ev.Marc.8.15
; τι Ep.Phil.3.2: c. acc. pers.,β. ἑαυτούς Ev.Marc.13.9
; (i A. D.); β. ἵνα .. 1 Ep.Cor.16.10; β. ἑαυτοὺς ἵνα μὴ .. 2 Ep.Jo.8;βλέπετε τί ἀκούετε Ev.Marc.4.24
.III trans., see, behold, c. acc., S.Aj. 1042, etc.; ἐξ αὑτοῦ βλεπόμενον self- evident, S.E.M.1.184; τὰ βλεπόμενα the visible universe, LXX Wi.13.7.2 ζῇ τε καὶ β. φάος sees the light of day, A.Pers. 299, cf. E.Hel. 60;νόστιμον β. φάος A.Pers. 261
; βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ' ἔπειτα δὲ σκότον (i. e. being blind) S.OT 419: hence, without φάος, to be alive,ζῶντα καὶ βλέποντα A.Ag. 677
;βλέποντα κἀμπνέοντα S.Ph. 883
, cf. 1349, Aj. 962; of things, ἀληθῆ καὶ βλέποντα actually existing, A.Ch. 844.4 Astrol. of signs equidistant from the tropical points, to be in aspect,β. ἄλληλα Ptol.Tetr.36
, Heph.Astr.1.9. ( βλέφαρα occurs in Hom., but not βλέπω exc. in Batr. l.c.) -
12 κατακύπτω
A bend down, stoop,πρόσσω γὰρ κατέκυψε Il.16.611
, cf. Aristeas 91, Ev.Jo.8.8; to be bowed down by shame, AP12.8 ([place name] Strato).2 look down from a window, LXX 4 Ki.9.32; stoop down and look,εἰς τὸν βυθόν Arr.Epict.2.16.22
;κ. εἴσω τοῦ Χάσματος Luc.DMort.21.1
;κ. ἐς τὸ ἄστυ Id.Pisc.39
, cf. Icar.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακύπτω
-
13 λεύσσω
λεύσσω, by good authors used only in [tense] pres. and [tense] impf. (in codd. sts. with single ς, as also in IG (v.infr.), CIG3284 ([place name] Smyrna), Hsch.); [dialect] Ep. [tense] impf.Aλεῦσσον Od.8.200
; [dialect] Ion.λεύσσεσκον Emp.129.5
: [tense] fut. λεύσω dub. in AP15.7, Man.6.93: [tense] aor. opt. λεύσσειε ib. 487, λεύσσειεν ib. 620.—Poet. Verb, also used in Arc., IG5(2).16 (Tegea, iii B.C.), cf.Κλειτορίων.. λεύσει· ὁρᾷ AB1096
:— look or gaze upon, see, c. acc., Il. 1.120, al., Pi.P.4.145: c. Part.,πυρπολέοντας ἐλεύσσομεν Od.10.30
; of the gods, (lyr.);λεύσσετε.. οἷα πάσχω Id.Ant. 940
(anap.); used by Com. in mock Trag. phrases, Ar.Th. 1052, Ra. 992 (both lyr.).2 abs., look, gaze,λεύσσων ἐπὶ οἴνοπα πόντον Il.5.771
;Κυκλώπων ἐς γαῖαν ἐλεύσσομεν Od.9.166
;ἐς αὐτόν 8.171
, cf. S.OT 1254;στατὸν εἰς ὕδωρ Id.Ph. 716
(lyr.); (troch.);πρόσσω καὶ ὀπίσσω λ. Il. 3.110
; ὁ μὴ λεύσσων, like ὁ μὴ βλέπων, he that lives no more, S.Tr. 828 (lyr.); so c. acc.,εἰ λεύσσει φάος E.Ph. 1084
, cf. Tr. 269 (lyr.).3 c.acc. cogn.,λ. φονίου δέργμα δράκοντος A.Pers.81
(lyr.); λεπτά, δεινὸν λ. κόραις, E.Or. 224, 389; φόνον λεῦσσόν τε προσώπῳ and looked murder, Theoc.25.137. -
14 μέμονα
A mṇ-), cogn. with μένος (cf. Il.5.135, 136), μαίνομαι: [ per.] 1sg.μέμονα Il.5.482
; [ per.] 2sg.μέμονας 9.247
, al.; [ per.] 3sg. μέμονε, μέμονεν, 12.304, 18.176, al.; [ per.] 2 dualμέμᾰτον 8.413
; [ per.] 1pl.μέμᾰμεν 9.641
; [ per.] 2pl.μέμᾰτε 7.160
; [ per.] 3pl.μεμάᾱσι 10.208
, 236, al.; [ per.] 3sg. imper. μεμάτω [ᾰ] 20.355; inf.μεμονέναι Hdt. 6.84
;μεμάμεν Hsch.
: [tense] plpf. [ per.] 3sg. μεμόνει prob. cj. in Theoc.25.64 (μέμοινε, μέμαεν codd.); [ per.] 3pl.μέμᾰσαν Il.13.337
: mostly in [tense] pf. part.μεμᾰώς 5.301
, al. ( μεμᾱώς nom. sg. masc. only Il. 16.754); which in [dialect] Ep. and Lyr. retains ω in oblique cases, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, exc. where we have μεμᾱότες, μεμᾱότε [ā metri gr.], Il.2.818, 13.197; fem.μεμᾰυῖα 4.440
, al. ( μεμᾱότας is dub. l. in Pi.O.1.89):— to be furiously or very eager, c. [tense] pres. inf.,λάβε φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μεμαώς Il.18.156
; μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν ib. 176;μέμονέν τε μάχεσθαι Od.20.15
;μέμασαν δὲ μάχεσθαι Il.13.135
;ἀλεξέμεναι μεμαῶτα 1.590
;ἐρεσσέμεναι μεμαῶτες 9.361
;θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον Od.4.351
;τοῦ.. μεμάασιν ἀκουέμεν ὁππότ' ἀείδῃ 17.520
; μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι we would fain be, Il.9.641: c. [tense] aor. inf.,ἀποκτάμεναι μεμάασιν 20.165
; ;διαπραθέειν μεμαῶτες 9.532
;γούνων ἅψασθαι μεμαώς 21.65
;ἐξελθεῖν μεμαῶτα 22.413
; ;ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες Pi.N.1.43
: inf. omitted, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοί (sc. ἕταροί σοι γενέσθαι) Il.10.236: abs., rage, (lyr.); γαστέρα.. μεμαυῖαν ravenous, Od.17.286; βῆ μεμαώς he strode on eagerly, Il.10.339;ἕλκ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς 11.239
;ἆλτ' ἐπί οἱ μεμαώς 21.174
, cf. 22.326; ἐν πέτρᾳ μεμαώς, of a fisher, expectant, Theoc. 21.42: with Adv. of direction, πῇ μέματον; whither so fast? Il.8.413; πῇ μεμαυῖα κατ' Οὐλύμπου τόδ' ἱκάνεις; 14.298; πρόσσω μεμαυῖαι pressing forward, 11.615;ἀντικρὺ μεμαώς 13.137
;ἰθὺς μεμαῶτι 22.284
: so c. dat. instrum.,μεμαότες ἐγχείῃσι 2.818
.2 to be minded, purpose, intend: c. [tense] pres. inf., οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι has no mind to be chased, Il.12.304; ἀλλ' ἄνα, εἰ μέμονάς γε καὶ ὀψέ περ υἷας Ἀχαιῶν τειρομένους ἐρύεσθαι (perh. [tense] fut. inf.) 9.247; ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον; 24.657;ἢ καταλείψουσιν.. ἦε μένειν μεμάᾱσι 22.384
, cf. 10.208, 409, Od.5.375: c.[tense] aor. inf., πῇ τ' ἂρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον; Il.13.307;εἰ.. μέματον καταδῦναι ὅμιλον 10.433
: c. [tense] fut. inf., sts. with sense of hoping, expecting, presuming, πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας, κύον ἀδεές, ἀντἴ ἐμεῖο στήσεσθαι; 21.481; ἀλλ' ἄγε, πῶς μέμονας πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν; 7.36, cf. 2.543, 12.197, 200, 218; οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν εὐρυάγυιαν καλλείψειν (ἐκπέρσειν Zenod.
); 14.88, cf. 15.105;μέμονέν τε μάλιστα μητέρ' ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν Od.15.521
;σίτῳ ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες 24.395
: c. acc. cogn., μέμονεν δ' ὅ γε ἶσα θεοῖσι deems himself a match for.., Il.21.315; τί μέμονας; what wishest thou ? A.Th. 686 (lyr.): c. gen.,μεμαυἶ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Il.5.732
; μεμαότε θούριδος ἀλκῆς mindful of.., 13.197 (cf.μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς 5.718
);ἦ τινα καὶ Δαναῶν, ἀλκῆς μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι 17.181
(unless ἀλκῆς goes only with σχήσω), cf. 9.655, 20.256, Od.22.172: abs.,διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε Il.16.435
;δίδυμα μέμονε φρήν E.IT 655
(lyr.). -
15 ἅμα
A Adv. at once, at the same time, mostly of Time, freq. added toτε.. καί, ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλή Il.8.64
;ἅ. τ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρός 1.417
;σέ θ' ἅ. κλαίω καὶ ἐμέ 24.773
;σαυτόν θ' ἅ. κἀμέ S.Ph. 772
, cf. 119;ἄνους τε καὶ γέρων ἅ. Ant. 281
:—with καί only,ἅ. πρόσσω καὶ ὀπίσσω Il.3.109
; withτε.. τε, χειρῶν τε βίης θ' ἅ. ἔργον ἔφαινον Hes.Th. 677
.3 in Prose ἅ. δέ.. καί.., ἅ. τε.. καί.., ἅ... καί .. may often be translated by no sooner.. than..,ἅ. δὲ ταῦτα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Hdt.1.112
; ;ἅ. ἀκηκόαμέν τε καὶ τριηράρχους καθίσταμεν D.4.36
;ἅ. διαλλάττονται καὶ τῆς ἔχθρας ἐπιλανθάνονται Isoc.4.157
.b ἅ. μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον 'no sooner said than done', Il.19.242;ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐμήδετο h.Merc.46
;ταῦτα εἶπε καὶ ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134
, cf. 9.92: prov.,ἅμ' ἔπος ἅμ' ἔργον Diogenian.1.36
.c with part. and finite Verb in same sense,βρίζων ἅ... ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα A.Ch. 897
; ἅ. εἰπὼν ἀνέστη as soon as he had done speaking, he stood up, X.An.3.1.47; τῆς ἀγγελίας ἅ. ῥηθείσης ἐπεβοήθουν as soon as news was brought they assisted, Th.2.5;ἅ. γιγνόμενοι λαμβάνομεν Pl.Phd. 76c
;ἡμῖν ἅ. ἀναπαυομένοις ὁ παῖς ἀναγνώσεται Tht. 143b
.4ἅ. μέν.. ἔτι δέ.. X.Cyr.1.4.3
;ἅ. μέν.. πρὸς δέ.. Hdt.8.51
.II together, at once, both, without direct ref. to time, ἅ. πάντες orπάντες ἅ. Il.1.495
, al.;ἅ. ἄμφω h.Cer.15
;ἅ. κρατερὸς καὶ ἀμύμων Od.3.111
, etc.: of Place, Arist.Metaph. 1028b27.IV abs. with Verb, at one and the same time,αἱ πᾶσαι [νῆες] ἅ. ἐγίγνοντο ἐν ἑνὶ θέρει σ καὶ ν Th.3.17
, cf.οὐχ ἅ. ἡ κτῆσις παραγίγνεται D.23.113
.B Prep. with dat. (freq. with part. added), at the same time with, together with, ἅμ' ἠοῖ φαινομένηφι at dawn, Il.9.682, al.; ἅ. ἕῳ, ἅ. ἕῳ γιγνομένῃ, Th.1.48, 4.32; ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι or καταδύντι at sunrise or sunset, Il.18.136, 210, al.;ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt.3.86
, al.;ἅμ' ἡμέρᾳ E.El.78
, Th.2.94, etc., [dialect] Att.; ἅμ' ἦρι ἀρχομένῳ or ἅ. ἦρι at beginning of spring, Th.5.20, 2.2, etc.;ἅ. κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλάς
during the time of..,Hdt.
2.36;ἅ. τειχισμῷ Th.7.20
;ἅμα τῷ διαυγάζειν Plb.3.104.5
(without Art. ἅμα εὑρεθῆναι Ps.-Plu.Fluv.23.2).2 generally, together with,ἅ. τινὶ στείχειν Il.16.257
;ὀπάσσαι 24.461
, al.; ; ἅ. πνοιῇς ἀνέμοιο keeping pace with the wind, Od.1.98; repeated,ἅμ' αὐτῷ.. ἅμ' ἕποντο 11.371
;οἱ ἅ. Θόαντι Hdt.6.138
, cf. Th.7.57.II rarely c. gen., Herod.4.95, POxy. 903 (iv A. D.), Pythag.Sim.28, Olymp.Hist. p.453 D.; dub. in Thphr.Char.6.9. -
16 ὄρνυμι
ὄρνῡμι or [suff] ὀρνῑθ-ύω, poet. Verb: from the former come imper. ὄρνῠθι, ὄρνῠτε, Il.6.363, Od.10.457, al. ; inf.Aὀρνύμεναι Il.17.546
,ὀρνύμεν 9.353
, al.; and from the latter, [tense] pres.ὀρνύει Pi.O.13.12
, cf. Orph.L. 222 : [ per.] 3sg. and pl. [tense] impf. ὤρνυε, -υον, Od.21.100, Il.12.142 : [tense] fut.ὄρσω 21.335
, Pi.N.9.8, S.Ant. 1060 : [tense] aor.ὦρσα Il.5.629
, al., Hes.Th. 523, A. Pers. 496; [dialect] Ion. [ per.] 3sg.ὄρσασκε Il.17.423
: redupl. [tense] aor. 2ὤρορε 2.146
, Od.4.712, etc. (but ὤρορε stands for ὄρωρε, Il.13.78, Od.8.539):— [voice] Med. ὄρνῠμαι, used by Hom. in [ per.] 3sg.ὄρνυται Il.5.532
, al., imper. ὄρνυσθε ib. 102, al., part.ὀρνύμενος 20.158
, al.: [tense] impf. ὠρνύμην, used by Hom. in [ per.] 3sg. and pl.,ὤρνῠτο Il.3.267
, al.,ὤρνυντο Od.2.397
, al.: [tense] fut. [ per.] 3sg.ὀρεῖται Il.20.140
: [tense] aor. 2 ὠρόμην, [ per.] 3sg.ὤρετο 12.279
,14.397, also very freq. ὦρτο, 5.590, al.; [ per.] 3pl. without augm.ὄροντο Od.3.471
(but v. ὄρομαι),ὀρέοντο Il.2.398
,23.212 (unless this is [tense] impf.); imper. ὄρσο or ὄρσεο, 5.109, al., 3.250, al.; [dialect] Ion. [var] contr.ὄρσευ 4.264
, 19. 139; subj.ὄρηται Od.16.98
,al. ; inf.ὄρθαι Il.8.474
; part.ὀρόμενος A. Th.87
, 115 (both lyr.),ὄρμενος Il.11.326
, al., and in lyr. passages of Trag., A.Ag. 1408 (cf. 429), Supp. 422, S.OT 177: to the [voice] Med. also belongs the [tense] pf. ὄρωρα, used by Hom. only in [ per.] 3sg. ὄρωρε (v. supr.), subj.ὀρώρῃ Il.9.610
, al.; and [tense] plpf.ὀρώρει 2.810
, al. (cf. ὄρομαι), alsoὠρώρει 18.498
, A.Ag. 653, S.OC 1622:—[voice] Pass., [tense] perf. ὀρώρεται, = ὄρωρε, Od. 19.377 ; subj.ὀρώρηται Il.13.271
: [ per.] 3pl. [tense] aor.ὦρθεν Corinn.Supp.1.21
. (Cf. Skt. ṛṇóti 'rush', [tense] aor. [ per.] 3sg. ārta = ὦρτο, Lat. orior; cf. also ἔρσεο, ἔρσῃ, and ἔρετο in Hsch.):—stir, stir up; esp.1 of bodily movement, urge on, incite,τινὰ ἐπί τινι Il.5.629
, 12.293; οἱ ἐπ' αἰετὸν ὦρσε let loose his eagle upon him, Hes.Th. 523;τινὰ ἀντία τινός Il.20.79
; rarely,τινὰ εἰς ἀυάταν Pi.P.2.29
: c. inf., Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι urged them on to fight, Il.13.794, cf. 17.273;τὴν.. ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον Od.23.222
;τόλμα μοι γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν Pi.O.13.12
, cf. P.4.170, S.Ant. 1060:—[voice] Med., with [tense] pf. ὄρωρα, move, stir oneself, εἰς ὅ κε.. μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ while my limbs have power to move, Il.9.610, cf. Od.18.133, etc.: used by Hom. in imper. ὄρσεο, up! arise! (like ἄγε and ἴθι) in exhorting, Il.3.250, al.;ὄρσο 5.109
,24.88;ἀλλ' ὄρσευ πόλεμόνδε 4.264
, 19.139: in hostile sense, rush on, rush furiously,ὦρτο δ' ἐπ' αὐτοὺς [Ἕκτωρ] 5.590
, 11.343;ὦρτο δ' ἐπ' αὐτῷ 21.248
; , etc.;ὄρνυται λαός A.Th.89
(lyr.), cf. 419(lyr.), S.OC 1320.2 make to arise, call forth,ἀπ' Ὠκεανοῦ.. Ἠριγένειαν ὦρσεν Od.23.348
, cf. 7.169; awaken, arouse from sleep,ὦρσεν.. Ἱπποκόωντα Il.10.518
; of animals, start, chase,ὦρσαν δὲ Νύμφαι.. αἶγας ὀρεσκῴους Od.9.154
;ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων.. ὄρσας ἐξ εὐνῆς Il.22.190
:— [voice] Med., arise, start up, esp. from bed,Ἠὼς ἐκ λεχέων.. ὤρνυθ' 11.2
;ὤρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφιν Od.2.2
, etc.;ἀπὸ θρόνου ὦρτο φαεινοῦ Il.11.645
; ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο attacked from.., 5.13 : abs.,ὀρνυμένοιο ἄνακτος Hes.Th. 843
: c. inf., rise to do a thing, set about it,οἱ δ' εὕδειν ὤρνυντο Od.2.397
(so c. part., ὄρσο κέων get thee to bed, 7.342);ὦρτο.. ἴμεν 7.14
, cf. Hes.Sc. 40;ὦρτο πέτεσθαι Il.13.62
, etc.; ὤρετο.. Ζεὺς νειφέμεν started or began to.., 12.279 ; without inf.,ὤρορε θεῖος ἀοιδός Od.8.539
.3 freq. used of things as well as persons, call forth, excite, of storms and the like , which the gods call forth,ὄρσας.. ἀνέμων.. ἀϋτμήν 11.407
, cf. Il.14.254, 21.335 ; , etc.;θεὸς χειμῶν' ἄωρον ὦρσε A.Pers. 496
:—and in [voice] Med., arise,ὀρώρει δ' οὐρανόθεν νύξ Od.5.294
, al. ;φλὸξ ὦρτο Il.8.135
;ὅτε τις χειμὼν.. ὄροιτο Od.14.522
;ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Il.23.214
;πῦρ ὄρμενον ἐξαίφνης 17.738
, cf. S.OT 177 (lyr.).b of human actions, passions, and the like ,ὄρσαι πόλεμον Il.4.16
;ἔριν Od.3.161
;ἐν δὲ κυδοιμὸν ὦρσε κακόν Il.11.53
;ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο 23.108
, al. ;μή μοι γόον ὄρνυθι Od.17.46
, cf. 10.457 ;ἐν φόβον ὦρσε Il.13.362
;ἐν μένος ὦρσεν 8.335
:—and in [voice] Med., ;καί μοι μένος ὤρορε 13.78
;ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται Od.1.347
;ἔριδος μέγα νεῖκος ὀρώρει Il.17.384
;τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483
, al.; δοῦρα ὄρμενα πρόσσω the darts flying on wards, 11.572 ;ὀρνυμένων πολέμων Pi.O.8.34
; ἀφρὸς ἀπὸ χροὸς ὤρνυτο started from the skin, Hes.Th. 191 ;ὠς λόγος ἐκ πατέρων ὄρωρεν Alc.71
. -
17 νοέω
νοέω ( νόος), imp. νόει, fut. νοήσω, aor. (ἐ) νόησα, mid. νοήσατο: think, be thoughtful or sensible, have in mind, intend, be (aor. become) aware, perceive; οὕτω νῦν καὶ ἐγὼ νοέω, ‘I think so too,’ Od. 4.148 ; τοῦτό γ' ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν, ‘that was not a right thought of hers,’ Od. 7.299 ; νοῆσαι ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω, ‘to direct his mind forward and backward,’ ‘take thought at once of the present and the future,’ Il. 1.343 ; μητρὶ ἐγὼ παράφημι, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ, ‘though she has a good mind of her own,’ Il. 1.577 ; καὶ μᾶλλον νοέω φρεσὶ τῖμήσασθαι, ‘I mean to prize thee still more,’ Il. 22.235; freq. ὀξὺ νοῆσαι, of ‘keenly noting’ an occurrence, often w. part., Il. 2.391, Il. 3.21, 30; common transitional phrase, ἄλλ(ο) ἐνόησεν, ‘had another idea,’ ‘thought again,’ ‘passed to a new plan.’ Mid., ‘thought to,’ w. inf., only Il. 10.501. Cf. νόος.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νοέω
-
18 πρόσω
Grammatical information: adv.Meaning: `forward, onward, further' etc. with the comp.form προσω-τέρω, - τάτω. Adv. πρόσω-θεν `from far away' (Ion. poet.), πρόσσοθεν (Ψ 533; after the other adv. in - οθεν; Schwyzer 628) (ep. ion. poet.).Other forms: ep. also πρόσσω.Etymology: Formation like ὀπίσ(σ)ω, so prob. as fixed instr. from *πρότι̯ω, with ti̯o-suffix from πρό, perh. as thematic enlargement of πρότι; s. Schwyzer 500 and on μέτασσαι. After Lasso de la Vega Emer. 22. 93 from πρόσ-ω, like εἴσ-ω. -- Cf. πόρσω, πόρρω.Page in Frisk: 2,602Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρόσω
См. также в других словарях:
πρόσσω — pres subj act 1st sg πρόσσω pres ind act 1st sg πρόσω forwards indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσσω — Α (ποιητ. τ.) επίρρ. βλ. πρόσω … Dictionary of Greek
πρόσσοντα — πρόσσω pres part act neut nom/voc/acc pl πρόσσω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσσουσα — πρόσσω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόχθης — πρόσσω aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακύπτω — (Α) 1. σκύβω προς τα κάτω («πρόσσω γὰρ κατέκυψε», Ομ. Ιλ.) 2. κοιτάζω προς τα κάτω 3. στρέφω τα μάτια στο έδαφος από ντροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κύπτω «σκύβω»] … Dictionary of Greek
πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… … Dictionary of Greek
πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… … Dictionary of Greek
τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… … Dictionary of Greek