Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(βελέων

См. также в других словарях:

  • βελέων — βέλος missile neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PARTHIA — I. PARTHIA Asiae regio, perampla, ab occasu Mediâ, ab Aquilone Hyrcaniâ, ab ortu Arianâ, a meridie Carmaniae desertis terminata. Parthenen Qu. Curtius vocat. l. 6. 2. c. ubi docet Parthos Scitharum progeniem esse, quod et Dionys. testatur.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

  • ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… …   Dictionary of Greek

  • υπάγω — ὑπάγω, ΝΜΑ [άγω] μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ) νεοελλ. 1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα») 2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • ere-s-2 (ers-, r̥s-, eres-), and rē̆ s-, rō̆ s- —     ere s 2 (ers , r̥s , eres ), and rē̆ s , rō̆ s     English meaning: to flow     Deutsche Übersetzung: “fließen”; von lebhafter Bewegung ũberhaupt, also “umherirren” and “aufgebracht, aufgeregt sein”     Material: 1. O.Ind. rása ḥ “juice,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»