-
1 Ανδρος
-
2 Ἄνδρος
-
3 ανδρος
-
4 Ανδρος
ἡ Андрос ( самый северный остров из группы Киклад) Her., Aesch., Thuc. -
5 ανδρός
-
6 ἀνδρός
-
7 ἀνδρός
ἀνήρ, ἀνδρόςGrammatical information: m.Meaning: `man' (Il.).Other forms: acc. ἄνδρα (Hom. also ἀνέρα, from where ἀνέρος etc.; on the inflexion s. Schwyzer 568β). Atano s. belowCompounds: As first member ἀνδρο-: - κμητος, κτασία; ἀνδραποδον s.v. - As second member - ήνωρ: ῥηξ-, φθεισ- (Hom.); in PN 'Aγ-, Myc. Atano \/Antānōr\/; fem. ἀντι-άνειρα, κυδι-. With - ανδρος: ἄν-, ἕλ-; PN esp. in Asia Minor and Cyprus: ` Ηγησ-, Τερπ-; Hom. Άλεξ-. For the question whether this name is really Greek cf. Myc. arekasadara \/Aleksandrā\/, kesadara \/Kessandrā\/ (note that Myc. -e- shows that this is a substr. name). So the forms are already Myc., but it is still not excluded that they are of non-Greek origin (s. Sommer Nominalkomp. 160ff.) - Kuiper MAWNed. NR. 14: 5 thinks that - ήνωρ and νῶρ-οψ contain an old abstract *ἄνερ, *ἄναρ `vital energy' (IE * h₂ner-; also in Skt. sū-nára- etc.).Derivatives: Demin. ἀνδρίον (Com.); from here, with unclear ντ-Suffix, ἀνδριάς, - άντος `statue' (Pi.), cf. Kretschmer Glotta 14, 84ff., Schwyzer 526: 3 u. 4. ἀνδρ(ε)ών m. `man's apartment' (Hdt.). -Abstracts: ἀνδρεία (- ηίη, - ία) `manliness, courage' (A.); ἀνδροτής, - τῆτος s.s.v. ἠνορέη `id.', Ion. for Aeol. ἀ̄νορέα (\< - ρία), (Kretschmer Glotta 24, 245f.), from a compound (cf. εὑανορία Pi.), s. Leumann Hom. Wörter 109f., 123 m. Lit.; - Adjec.: ἀνδρεῖος (Ion. ἀνδρήϊος, cf. Chantr. Form. 52, Schwyzer 468: 3) `manly, courageous', ἀνδρόμεος `human' (Il.; - μεος = Skt. - maya-?).Etymology: ἀνήρ is identical with Arm. ayr, gen. ar̄n `man', Skt. nā́ (stem nar-), NPhryg. αναρ, Ital. ner- in Osc. ner-um `virorum', Lat. Sab. Ner-ō etc. (s. W.-Hofmann s. neriōsus), W. ner `chief', Alb. njer `man'. - Not here Hitt. innar-, in innarau̯atar etwa `(Lebens)kraft, hoheitliche Macht'. - On δρώψ s.s.v. ἄνθρωπος. - Cf. νωρει̃.Page in Frisk: 1,107-108Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνδρός
-
8 ἀνδρὸς
мужамужем человека мужчины ἀνδρόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνδρὸς
-
9 ἀνδρός
мужа[над] мужчиной ἀνδρὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνδρός
-
10 Άνδρος
-
11 Άνδρος
ηAndros n -
12 ἀνδρός
-
13 ἀνδρός-αιμον
ἀνδρός-αιμον, τό, Mannsblut, Diosc., eine Pflanze, Hypericum montanum.
-
14 πεντε-και-δέκ-ανδρος
πεντε-και-δέκ-ανδρος, von funfzehn Männern, Inscr.
-
15 πολύ-ανδρος
πολύ-ανδρος, viele Männer habend, menschenreich; Ἀσία, Aesch. Pers. 73; Πέρσαι, 525; Ag. 678; Sp.
-
16 σχιζο-γύ-ανδρος
σχιζο-γύ-ανδρος, ὁ, nach Hesych. = συκοφάντης, wahrscheinlich aus com.
-
17 σάκ-ανδρος
σάκ-ανδρος, ὁ, die weibliche Schaam, kom. Ausdruck des Ar., Lys. 824.
-
18 φαίδρ-ανδρος
φαίδρ-ανδρος, Männer, Menschen reinigend, λιβάς Ath. X, 449 aus Antiphan., scheint verderbt.
-
19 φίλ-ανδρος
φίλ-ανδρος, 1) den Mann, den Gatten liebend; Luc. Halc. 8; Plut. Thes. 16 u. öfter. – 2) Männer liebend; Soph. frg. 356; γυναῖκες φίλανδροι καὶ μοιχεύτριαι Plat. Conv. 191 e; – auch πέδον, Aesch. Spt. 902.
-
20 χῑλί-ανδρος
χῑλί-ανδρος, tausend Mann stark, von tausend Mann, πόλις Plat. Polit. 292 e.
См. также в других словарях:
Ἄνδρος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άνδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ανία, εγγονός του Απόλλωνα και της Κρέουσας, επώνυμος της νήσου Άνδρου, που του την έδωσε ο Ραδάμανθυς. Όταν οι κάτοικοι της Άνδρου επαναστάτησαν, μετανάστευσε στην Ίδη της Τροίας, όπου έχτισε την Άντανδρο. II Το… … Dictionary of Greek
Άνδρος — Sp Ándras Ap Άνδρος/Andros L s. ir g tė Graikijoje (Kikladose, ss.) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. — ἀνδρὸς δ’οἶνος ἔδειξε νοον. См. Вся правда в вине … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀνδρός — ἀνήρ nar masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνὴρ ἐγὼ καὶ πάντα μοι τ’ἀνδρός μέλει. — См. Я человек, ничто человеческое мне не чуждо … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνδρω — Ἄνδρος fem nom/voc/acc dual Ἄνδρος fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βογιατζίδης, Ιωάννης — (Άνδρος 1878 – 1961).Ιστορικός. Καθηγητής της ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού τηςΕλληνικής Γλώσσας από το 1914 και διευθυντής του περιοδικού Αθηνά από το 1923, ο Β. υπήρξε πολυγραφότατος. Έργα… … Dictionary of Greek
Γιαννιός, Νικόλαος — (Άνδρος 1885 – Αθήνα 1958). Δημοσιογράφος και κοινωνιολόγος. Μετά τη φοίτησή του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε φιλολογία. Στην Αθήνα, αργότερα, πήρε ενεργό μέρος στους κοινωνικούς αγώνες και… … Dictionary of Greek
Καΐρη, Ευανθία — (Άνδρος 1799 – 1866).Λόγια. Ήταν αδελφή και μαθήτρια του Θεόφιλου Καΐρη (βλ. λ.), κόρη του Νικολάου Καΐρη και της Ασημίνας Καμπανάκη. Αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της στις Κυδωνίες, δίδαξε στη Σύρο και στην Άνδρο. Το 1814, όταν ήταν 15 ετών,… … Dictionary of Greek