Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πράγμασι

См. также в других словарях:

  • πράγμασι — πρά̱γμασι , πρᾶγμα deed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • Airenosinos — Información Idioma Ibero y/o protoeuskera, latín Región Valle de Arán, Pallars, valles periféricos Correspondencia ac …   Wikipedia Español

  • Andosinos — Saltar a navegación, búsqueda Airenosinos Andosinos Sordones Elisyces Iacetanos …   Wikipedia Español

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • περιστατικός — ή, ό / περιστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίστασις] το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν) α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να τό περιμένει κανείς, συμβάν β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές… …   Dictionary of Greek

  • προσθήκη — η, ΝΜΑ [προστίθημι] 1. πρόσθεση, προσάρτηση (α. «θα κάνω μία προσθήκη στο κείμενο» β. «ἐν προσθήκης μέρει» με τη μορφή παραρτήματος, Πλάτ. γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» ήταν είδος προσθήκης, Διον. Αλ.) 2. συμπλήρωση, επαύξηση 3. το μέρος που… …   Dictionary of Greek

  • προσκαθέζομαι — ΜΑ [καθέζομαι] 1. κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο 2. κάθομαι στα πόδια δασκάλου αρχ. 1. σταματώ μπροστά σε μια πόλη, πολιορκώ (α. «προσκαθεζόμενοι δὲ τὴν πόλιν προεῑπον», Θουκ. β. «τῇ πόλει προσκαθεζόμενοι», Πολ.) 2. παρακολουθώ επιμελώς… …   Dictionary of Greek

  • προσνέμω — Α [νέμω] 1. αφιερώνω σε κάποιον κάτι («τοὺς δὲ γυμνικούς, κατὰ τὸ πρέπον προσνέμοντας τοῑς θεοῑς», Πλάτ.) 2. προσθέτω 3. (σχετικά με τμήματα γης) προσαρτώ («καὶ τὴν τῶν Μεγαρέων πόλιν διαπραξάμενος προσένειμε τοῑς Ἀχαιοῑς», Πολ.) 4. (για βοσκό)… …   Dictionary of Greek

  • προσφυής — ές, ΝΜΑ [προσφύω] 1. ο φύσει συνενωμένος, δηλ. προσαρμοσμένος, σε κάτι («ὄνυχες προσφυεῑς τῇ σαρκί», Αδάμ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος («τοῑς πράγμασι προσφυὴς λέξις», Διον. Αλ.) αρχ. 1. προσκολλημένος σε κάτι 2. αχώριστος από κάποιον 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»