-
1 ἔξω
a to the outside, outwardsτὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83
b prep. c. gen., outwithκαὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν O. 7.47
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν; P. 11.39 γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν his words are at one with his thoughts I. 6.72 ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω (Mitscherlich: ἔξωθεν codd.) fr. 124. 6. -
2 ἔξω
ἔξω adv. of place (s. ἔξωθεν; Hom.+).① pert. to a position beyond an enclosure or boundary, outsideⓐ funct. adverbiallyα. w. a verb not signifying motion δεδεμένον πρὸς θύραν ἔ. tied at the door outside Mk 11:4. ἔ. εἶναι (X., An. 2, 6, 3; 7, 2, 29) ἔ. ἐπʼ ἐρήμοις τόποις ἦν 1:45; ἑστάναι ἔ. stand outside (Gen 24:31; Dt 24:11; Sir 21:23) Mt 12:46f; Mk 3:31 (cp. vs. 32); Lk 8:20; 13:25; GEb 121, 33; w. πρός and dat. πρὸς τ. θύρᾳ ἔ. J 18:16; πρὸς τ. μνημείῳ ἔ. 20:11; καθῆσθαι ἔ. Mt 26:69; προσεύχεσθαι ἔ. pray outside Lk 1:10; ἔ. ἔχειν τι have someth. free of uncovered shoulders Hs 9, 2, 4; 9, 9, 5; 9, 13, 8. The verb is to be supplied in pass. like Rv 22:15.β. as a substitute for an adj. outer, outside (Pla., Phdr. 248a ὁ ἔξω τόπος. The same expr. BGU 1114, 5 [4 B.C.]; cp. POxy 903, 20 τὰς ἔξω θύρας). αἱ ἔ. πόλεις the foreign (lit. ‘outside’, i.e. non-Jewish) cities Ac 26:11; Hv 2, 4, 3. ὁ ἔ. ἡμῶν ἄνθρωπος our outer being (i.e. the body, as Zosimus 13: Hermet. IV p. 107, 16) 2 Cor 4:16 (s. ἄνθρωπος 5a); differently οἱ ἔ. ἄνθρωποι 2 Cl 13:1 (s. 3 below). τὸ ἔ. (opp. τὸ ἔσω) the outside (Thu. 7, 69, 4) 2 Cl 12:2, cp. vs. 4 (apocryphal saying of Jesus).ⓑ funct. as prep. w. gen. in answer to the question ‘where?’ outside (Thu. 8, 67, 2 al.; Num 35:5, 27; Jdth 10:18; 13:3; TestJob 28:8 ἔ. τῆς πόλεως; Jos., Ant. 13, 91; 101; Tat. 2, 1 ἀλαζονείας ἔ.) Lk 13:33. ἔ. τῆς παρεμβολῆς outside the camp Hb 13:11; 1 Cl 4:11 (cp. Ex 29:14 al.); Ac 28:16 v.l.; ἔ. τ. πύλης Hb 13:12 (Jos., Bell. 4, 360 ἔ. τῶν πυλῶν); ἔ. τῆς θύρας Hv 3, 9, 6; ἔ. τῆς οἰκίας 1 Cl 12:6 (cp. Josh 2:19).② pert. to a position outside an area or limits, as result of an action, out (Hom. et al.)ⓐ ἐξέρχεσθαι ἔ. go out(side) (Jos 2:19; cp. Ps 40:7) Mt 26:75; Lk 22:62; J 19:4, 5; Rv 3:12; ἐξῆλθεν ἔ. εἰς τὸ προαύλιον Mk 14:68. ἐξῆλθεν ἔ. πρὸς αὐτούς (cp. Gen 24:29; Judg 19:25) J 18:29. ἔ. ποιεῖν τινα take someone out Ac 5:34. ἄγειν J 19:4, 13. ἐξάγειν (Gen 15:5; Judg 19:25) Mk 8:23 v.l.; Lk 24:50; προάγειν Ac 16:30. βάλλειν (M. Ant. 12, 25 βάλε ἔξω) Mt 5:13; 13:48; Lk 14:35; J 12:31 v.l.; 15:6; 1J 4:18. ἐκβάλλειν (2 Ch 29:16) Lk 13:28; J 6:37; 9:34f; 12:31; Ac 9:40; Rv 11:2 v.l. δεῦρο ἔ. come out! J 11:43 (δεῦρο 1).ⓑ funct. as prep. w. gen in answer to the question ‘whither?’ out (fr. within), out of (Hom. et al.) ἀπελθεῖν ἔ. τ. συνεδρίου Ac 4:15. Likew. after ἐξέρχεσθαι (Polyaenus 3, 7, 3; cp. Jos., Ant. 8, 399) Mt 10:14; 21:17; Ac 16:13; Hb 13:13 (ἐξέρχ. ἔ. τ. παρεμβολῆς as Num 31:13); ἐκπορεύεσθαι Mk 11:19; ἀποστέλλειν τινά 5:10; ἐκφέρειν τινά (Lev 4:12) 8:23; βάλλειν τινά 2 Cl 7:4; ἐκβάλλειν τινά (Lev 14:40) Mt 21:39; Mk 12:8; Lk 4:29; 20:15; w. acc. to be supplied, Ac 7:58; ἀπορρίπτειν τινά Hv 3, 5, 5; σύρειν τινά Ac 14:19; ἕλκειν τινά 21:30; προπέμπειν τινά 21:5 (on ἕως ἔ. cp. 1 Km 9:26).③ pert. to noninclusion in a group, on the outside, as subst. w. art. outsider οἱ ἔξω those who are outside (2 Macc 1:16; Petosiris, Fgm. 6 l. 206=the foreigners; fig. Thu. 5, 14, 3) of those who did not belong to the circle of the disciples Mk 4:11. Of non-Christians gener. (Iambl., Vi. Pyth. 35, 252 of non-Pythagoreans; Simplicius in Epict. p. 132, 6 those who are not ascetics) 1 Cor 5:12f; Col 4:5; 1 Th 4:12. οἱ ἔ. ἄνθρωποι those on the outside (as Lucian, De Merc. Cond. 21) 2 Cl 13:1.—DELG s.v. ἐξ. M-M. TW. -
3 έξω
ἔξωout: indeclform (adverb)ἔσσομαιsum.aor ind mp 2nd sg (homeric ionic)——————ἔχωcheck: fut ind act 1st sg -
4 ἔξω
ἔξω: outside, without, Il. 17.205, Od. 10.95; often of motion, forth, οἳ δ' ἴσαν ἔξω, Il. 24.247; freq. w. gen.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔξω
-
5 ἔξω
I of Place,1 with Verbs of motion, out or out of,ἔ. ἰών Od.14.526
;χωρεῖν ἔ. Hdt.1.10
;πορεύεσθαι Pl.Phdr. 247b
;βλέπειν D.18.323
; ἔ. τοὺς χριστιανούς (sc. φέρε) Luc.Alex.38, etc.b as Prep., c. gen.,ἔ. χροὸς ἕλκε Il.11.457
;ἔ. βήτην μεγάροιο κιόντε Od.22.378
; ἔ. or γῆς ἔ. βαλεῖν, A.Th. 1019, S.OT 622, etc.: pleon. withἐκ, κραδίη δέ τοι ἔ. στηθέων ἐκθρῴσκει Il.10.94
;ἐκ τῆς ταφῆς ἐκφέρειν ἔ. Hdt.3.16
, cf. E.Hipp. 650: ἐκπλώσαντες ἔ. τὸν Ἑλλήσποντον sailing outside the H., Hdt.5.103;ἔ. τὸν Ἑλλ. πλέων 7.58
.2 without any sense of motion, outside, Od.10.95, etc.; τὸ ἔ. the outside, Th.7.69; τὸ ἔ. τῶν ὀμμάτων their prominency, Pl.Tht. 143e; τὰ ἔ. things outside the walls or house, Th.2.5, X.Oec.7.30; external things, Pl.Tht. 198c; τὰ ἔ. πράγματα foreign affairs, Th.1.68; οἱ ἔ. those outside, Id.5.14; of exiles, Id.4.66, cf. S.OC 444 (but in NT, the heathen, 1 Ep.Cor.5.12);ἡ ἔ. στηλέων θάλασσα ἡ Ἀτλαντὶς καλεομένη Hdt.1.202
, cf. Pl.Criti. 108e; ἡ ἔ. θάλασσα, opp. ἡ εἴσω, Aristid.Or.40(5).9; ἔ. τὴν χεῖρα ἔχειν keep one's arm outside one's cloak, Aeschin.1.25.b as Prep., c. gen., οἱ ἔ. γένους, opp. τὰ ἐγγενῆ, S.Ant. 660;ἔ. τῶν κακῶν οἰκεῖν Id.OT 1390
; ἔ. τοξεύματος out of range of arrows, Th.7.30; ἔ. βελῶν, τῶν β., X.Cyr.3.3.69, An.5.2.26; ἔ. τοῦ πολέμου unconcerned with the war, Th.2.65;τοῦ πάσχειν κακῶς ἔ. γενήσεσθε D.4.34
; τῶν ἔ. τοῦ πράγματος ὄντων persons unconcerned in the matter, Id.21.45, cf. ib.15; πράξεις ἔ. τῆς ὑποθέσεως λεγομένας away from the subject, Isoc.12.74;ἔ. τοῦ πράγματος Arist.Rh. 1354a22
; ἔ. τοῦ δικαστηρίου [ἔπαινοι] Luc.Hist.Conscr.59; ἔ. λόγου τίθεσθαι, θέσθαι, Plu.2.671a, Tim.36; ἔ. πάτου ὀνόματα out-of-the-way words, Luc.Hist.Conscr.44; ἔ. πίστεως beyond belief, Id.DMar.4.1; ἔ. φρενῶν out of one's senses, Pi.O7.47;ἔ. ἐλαύνειν τοῦ φρονεῖν E.Ba. 853
; ; ; οὐδὲν ἔ. τοῦ φυτεύσαντος δρᾷς unlike thy sire, S.Ph. 904; ἔ. τῆς ἀνθρωπείας.. νομίσεως alien to human belief, Th.5.105: prov., αἴρειν ἔ. πόδα πηλοῦ keep clear of difficulties, Suid.; soἔ. κομίζων πηλοῦ πόδα A.Ch. 697
;πημάτων ἔ. πόδα ἔχειν Id.Pr. 265
;ἔ. πραγμάτων ἔχειν πόδα E.Heracl. 109
.II of Time, beyond, over,ἔ. μέσου ἡμέρας X.Cyr.4.4.1
;ἔ. τῆς ἡλικίας D.3.34
;ἔ. πέντ' ἐτῶν Id.38.18
.III without, except, c. gen.,ἔ. σεῦ Hdt.7.29
, cf. 4.46;ἔ. ἤ.. Id.2.3
, 7.228;ἔ. τοῦ πλεόνων ἄρξαι
besides..,Th.
5.97, cf. 26; ἔ. τοῦ ἐφθακέναι ἀδικοῦντες except the being first to do wrong, Epist. Philipp. ap. D.18.39, cf. PSI6.577.17, PCair.Zen.225.4.IV τὰ κατὰ τὸν Φίλιππον ἔ. τελέως ἐστί, Philip is 'played out', Plb.5.28.4.— Cf. ἐξωτέρω, -τάτω. -
6 ἕξω
-
7 ἕξω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἕξω
-
8 ἔξω
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔξω
-
9 ἔξω
Βλ. λ. έξω -
10 ἕξω
Βλ. λ. έξω -
11 ἔξω
+ D56-23-4-16-10=109 Gn 9,22; 15,5; 19,17; 24,11.29*Am 4,5 ἔξω (from) outside-מחוץ for MT מחמץ from what is leavenedsee ἐξώτατος, ἐξώτερος, ἐξωτέρω→TWNT -
12 έξω
outΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έξω
-
13 'ξω
ἔξω, ἔξωout: indeclform (adverb)ἔξω, ἔσσομαιsum.aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
14 ἐξωτάτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωτάτω
-
15 ἐξωτέρω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωτέρω
-
16 ἐξωβάδια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωβάδια
-
17 ἐξώβλητος
ἐξώ-βλητος, ον,A outcast, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξώβλητος
-
18 ἐξωτεριαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωτεριαῖος
-
19 ἐξωτερικός
A external, belonging to the outside, τὰ ἐ. the exterior members, such as hands and feet, Arist. GA 786a26; ἐ. ἀρχή foreign dominion, Id.Pol. 1272b19; ἐ. πράξεις external activities, ib. 1325b22; ἐ. ἀγαθά ib. 1323b25; οἱ ἐ. persons outside the Pythagorean school, Iamb.VP32.226.II οἱ ἐ. λόγοι popular arguments or treatises, opp. οἱ κατὰ φιλοσοφίαν, Arist.EE 1217b22, Pol. 1278b31, Metaph. 1076a28, EN 1102a26, al.;ταῦτα -κωτέρας σκέψεως Id.Pol. 1254a33
; ἐ. λόγοι, opp. ἀκροαματικοί or ἐσωτερικοί (q. v.), Gell.20.5.2; ἐ. διάλογοι, opp. τὰ ἠθικά, τὰ φυσικὰ ὑπομνήματα, Plu.2.1115b; cf. ἐσωτερικός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωτερικός
-
20 ἐξωτικός
A foreign,οἰκονομίαι Iamb.VP21.97
; of a plant, PHolm.17.31; outlying, (vi A.D.); alien, opp. συγγενής, CIG 2686 ([place name] Iasos); of heirs, Just.Nov.22.20.2;ὑμνῳδοί IGRom.4.353
c11 (Pergam.); ἐ. ἑστιάσεις banquets in other men's houses, opp. ἰδιωτικαἱ, Epict.Ench.33.6(v.l.).3 Adv. - κῶς f.l. in Democr.179.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωτικός
См. также в других словарях:
έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔξω — out indeclform (adverb) ἔσσομαι sum. aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
έξω φρενών — περίφραση με σημασία επιθ. 1. (για πρόσωπα), που είναι έξω από τις φρένες του, έξω από τον εαυτό του, έξω από τη λογική, έξαλλος: Όταν τα άκουσε έγινε έξω φρενών. 2. (για πράγματα), εξωφρενικός, παράλογος, άνω ποταμών: Αυτά πουλες τώρα είναι έξω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἕξω — ἔχω check fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έξω Boυνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Έξω Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 19 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, ΒΑ του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης … Dictionary of Greek
Έξω Γωνιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 331 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται 9 χλμ. Ν του οικισμού της Θήρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Έξω Διδύμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 76 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου … Dictionary of Greek
Έξω Λακκώνια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται 7 χλμ. ΒΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου … Dictionary of Greek
Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… … Dictionary of Greek