Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἶες

См. также в других словарях:

  • οἶες — ὄις sheep masc/fem nom/voc pl (attic epic) ὄις sheep masc/fem nom pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄιες — ὄις sheep masc/fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) ὄις sheep masc/fem nom pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Существительное в праиндоевропейском языке — Существительное  часть речи праиндоевропейского языка. Существительное в праиндоевропейском языке обладало категориями рода, числа и падежа[1][2]. Так же, как и глаголы, существительные могли быть тематические (у которых между основой и… …   Википедия

  • PASTOR — I. PASTOR Consul cum Aeliano, An. Urb. Cond. 915. II. PASTOR Presbyter castiffimus, qui studiô castitatis servandae matrem ad se venientem cellâ clausâ repulit. III. PASTOR alius gregis dominus, alius mercenarius, μιςθωτὸς Graece, Iohann. c. 10.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VERVEX — apud Iuvenalem, Sat. 3. v. 294. Su or, et elixi vervecis labra comedit: ab ariete differt, ut cantherius ab equo, caper ab hirco. Est enim mas inter oves, cui testiculi adempti, sen inversi sunt, unde et nomen. Galli, Italique a monte, montonem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταβρίθω — (Α) 1. είμαι πολύ βαριά φορτωμένος («εἰροκόποι δ ὄϊες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) 2. καταβαρύνω, καταπιέζω («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», Θεόκρ.) 3. καταστρατηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βρίθω «είμαι γεμάτος»] …   Dictionary of Greek

  • κόλερος — κόλερος, α, ον και κολερός, ά, όν (Α) (για πρόβατα) αυτός που έχει κοντό τρίχωμα («εἰσὶ δ εὐχειμερώτεραι αἱ πλατύκερκοι ὄϊες τῶν μακροκέρκων, καὶ αἱ κολεραὶ τῶν δασέων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + ερος (< εἶρος «μαλλί»), πρβλ. έπ ερος,… …   Dictionary of Greek

  • μαλλός — μαλλός, ὁ (ΑM) τρίχωμα προβάτου, έριο, μαλλί («εἰροπόκοι δ ὄιες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) μσν. μτφ. βρύα αρχ. 1. βόστρυχος, πλόκαμος («στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῑς», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μαλλοί λαός τής Ινδίας ο… …   Dictionary of Greek

  • όις — ὄϊς, ϊος και οἶς, κρητικός τ. οις και, ποιητ. τ. οἶις, ὁ, ἡ (Α) πρόβατο («ὥς τ ὄϊες... ἐν αὐλῇ μυρίαι ἐστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄ(F)is ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *oui s «πρόβατο» και συνδέεται με αρχ. ινδ. avih, λατ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»