Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀζαλέος

См. также в других словарях:

  • αζαλέος — ἀζαλέος, α, ον (Α) 1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος 2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός 3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω το επίθημα l τού ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση… …   Dictionary of Greek

  • ἀζαλέος — dry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέον — ἀζαλέος dry masc acc sg ἀζαλέος dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέων — ἀζαλέος dry fem gen pl ἀζαλέος dry masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέοιο — ἀζαλέος dry masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέοις — ἀζαλέος dry masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέοισιν — ἀζαλέος dry masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέου — ἀζαλέος dry masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέους — ἀζαλέος dry masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέῳ — ἀζαλέος dry masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέα — ἀζαλέᾱ , ἀζαλέα dry fem nom/voc/acc dual ἀζαλέᾱ , ἀζαλέα dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀζαλέος dry neut nom/voc/acc pl ἀζαλέᾱ , ἀζαλέος dry fem nom/voc/acc dual ἀζαλέᾱ , ἀζαλέος dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»