-
1 κόλερος
2 κολερά· νόθα, νωθρά, Hsch. (Accent varies in codd.;κόλερον Theognost.Can.131
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόλερος
-
2 κόλερον
κόλεροςshort-wooled: masc acc sgκόλεροςshort-wooled: neut nom /voc /acc sg -
3 κόλερα
κόλεροςshort-wooled: neut nom /voc /acc pl -
4 κολέραι
κολέρᾱͅ, κόλεροςshort-wooled: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
κόλερος — κόλερος, α, ον και κολερός, ά, όν (Α) (για πρόβατα) αυτός που έχει κοντό τρίχωμα («εἰσὶ δ εὐχειμερώτεραι αἱ πλατύκερκοι ὄϊες τῶν μακροκέρκων, καὶ αἱ κολεραὶ τῶν δασέων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + ερος (< εἶρος «μαλλί»), πρβλ. έπ ερος,… … Dictionary of Greek
κόλερον — κόλερος short wooled masc acc sg κόλερος short wooled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλερα — κόλερος short wooled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλος — κόλος, ον (Α) 1. κολοβός, βραχύς, κοντός («πῆλ αὐτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του είναι κομμένα 3. φρ. «κόλος μάχη» ονομασία τού Θ τής Ιλιάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
κολέραι — κολέρᾱͅ , κόλερος short wooled fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)