-
1 καταβρίθω
A to be heavily laden, weighed down by a thing,ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι Hes.Op. 234
;ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔραζε Theoc.7.146
.II trans., weigh down, outweigh, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβρίθω
-
2 καταβρίθει
καταβρί̱θει, καταβρίθωto be heavily laden: pres ind mp 2nd sgκαταβρί̱θει, καταβρίθωto be heavily laden: pres ind act 3rd sg -
3 καταβεβριθυίαι
-
4 καταβεβριθυῖαι
-
5 καταβεβρίθασι
καταβεβρί̱θᾱσι, καταβρίθωto be heavily laden: perf ind act 3rd pl -
6 καταβεβρίθασιν
καταβεβρί̱θᾱσιν, καταβρίθωto be heavily laden: perf ind act 3rd pl -
7 καταβριθόμεναι
καταβρῑθόμεναι, καταβρίθωto be heavily laden: pres part mp fem nom /voc pl -
8 καταβριθόμενος
καταβρῑθόμενος, καταβρίθωto be heavily laden: pres part mp masc nom sg -
9 καταβρίθειν
καταβρί̱θειν, καταβρίθωto be heavily laden: pres inf act (attic epic) -
10 καταβρίθεσθαι
καταβρί̱θεσθαι, καταβρίθωto be heavily laden: pres inf mp -
11 καταβρίθοι
καταβρί̱θοῑ, καταβρίθωto be heavily laden: pres opt act 3rd sg -
12 καταβρίθονται
καταβρί̱θονται, καταβρίθωto be heavily laden: pres ind mp 3rd pl -
13 καταβρίθοντες
καταβρί̱θοντες, καταβρίθωto be heavily laden: pres part act masc nom /voc pl -
14 καταβρίθοντος
καταβρί̱θοντος, καταβρίθωto be heavily laden: pres part act masc /neut gen sg
См. также в других словарях:
καταβρίθω — (Α) 1. είμαι πολύ βαριά φορτωμένος («εἰροκόποι δ ὄϊες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) 2. καταβαρύνω, καταπιέζω («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», Θεόκρ.) 3. καταστρατηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βρίθω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek
καταβρίθει — καταβρί̱θει , καταβρίθω to be heavily laden pres ind mp 2nd sg καταβρί̱θει , καταβρίθω to be heavily laden pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταβεβριθυῖαι — καταβεβρῑθυῖαι , καταβρίθω to be heavily laden perf part act fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβρίθασι — καταβεβρί̱θᾱσι , καταβρίθω to be heavily laden perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβρίθασιν — καταβεβρί̱θᾱσιν , καταβρίθω to be heavily laden perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβριθόμεναι — καταβρῑθόμεναι , καταβρίθω to be heavily laden pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβριθόμενος — καταβρῑθόμενος , καταβρίθω to be heavily laden pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρίθειν — καταβρί̱θειν , καταβρίθω to be heavily laden pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρίθεσθαι — καταβρί̱θεσθαι , καταβρίθω to be heavily laden pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρίθοι — καταβρί̱θοῑ , καταβρίθω to be heavily laden pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)