Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

νέας

См. также в других словарях:

  • νεάς — νεάς, ἡ (Α) νέα, νεαρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. άς (πρβλ. λεπρ άς, πικρ άς)] …   Dictionary of Greek

  • Νέας Ζηλανδίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησσίας που εδρεύει στο Γουέλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας. Ιδρύθηκε το 1970 με την έκδοση του Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Νέας Ζίχνης, δήμος — Δήμος (2.421 κάτ.) του νομού Σερρών, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγίου Χριστοφόρου, Αγριανής, Αναστασίας, Γαζώρου, Δήμητρας, Δραβήσκου, Θολού, Μαυρολόφου,… …   Dictionary of Greek

  • Νέας Κούταλης, δήμος — Νέος δήμος (473 κάτ.) του νομού Λέσβου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγκαρυώνων, Καλλιθέας, Κοντιά, Λιβαδοχωρίου, Νέας Κούταλης, Πεδινού, Πορτιανού και Τσιμανδρίων, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα την Καλαμαριά. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 17 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 40 κληρικοί. Στον τομέα της πνευματικής δράσης λειτουργούν 7 ενοριακά κέντρα νεότητας, τμήμα νεανικής και …   Dictionary of Greek

  • Νέας Σμύρνης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τη Νέα Σμύρνη. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 37 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 86 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι,… …   Dictionary of Greek

  • Νέας Τίρυνθος, δήμος — Νέος δήμος (3.680 κάτ.) του νομού Αργολίδος που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Αδριανού, Νέας Τίρυνθος και Νέου Ροεινού, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Τίρυνς …   Dictionary of Greek

  • νεᾶς — νεᾶ̱ς , νεάω plough up pres ind act 2nd sg (doric) νεᾶ̱ς , νεάζω to be young fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέας — Νέᾱς , Νέη fem acc pl Νέᾱς , Νέη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέας — ναῦς ship fem acc pl (epic ionic) νέᾱς , νέα fem acc pl νέᾱς , νέα fem gen sg (attic doric aeolic) νέᾱς , νέος young fem acc pl νέᾱς , νέος young fem gen sg (attic doric ionic aeolic) νέᾱς , νεάω plough up pres ind act 2nd sg (attic) νέᾱς …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέας Αγχιάλου, δήμος — Δήμος (6. 409 κάτ.) του νομού Μαγνησίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αϊδινίου και Μικροθηβών, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Νέα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»