-
21 καταλέχω
καταλέγω (A),------------------------------------καταλέγω (B),A recount, tell at length and in order, Hom., always in [tense] fut. or [tense] aor. 1,ταῦτα μάλ' ἀτρεκέως καταλέξω Il.10.413
, al.; τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον ib. 384, al.;πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον 24.407
: freq. in Hdt., as 4.83, 114; ἑξῆς κ. Ath.13.610b; κ. τὰς προσηγορίας ib.c:—[voice] Pass., τούτων ὦν τῶν καταλεχθέντων of those which have been recounted, Hdt.4.50, cf. 23, al.:—[voice] Med., Ps.-Hdt.Vit.Hom.21: folld. by interrog. Adv.,κατάλεξον ὅπως ἤντησας Od.17.44
, 3.97; κεῖνον ὀϊζυρὸν κατάλεξον, ἤ που ἔτι ζώει.. tell me the tale of that unhappy man, 4.832.b repeat, recite,τῶν Χρησμῶν Hdt.7.6
;τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλόν X.Smp.6.3
;τὰς πατρίους εὐχάς Herm.Hist.2
; καταλέγεσθαι· ὀδύρεσθαι τὸν τεθνεῶτα, Hsch.; cf.κατάλεγμα, καταλογή 111
.2 reckon up, tell in full tale,μνηστῆρας ἀριθμήσας κατάλεξον Od.16.235
; of a line of kings or ancestors,κατέλεγον οἱ ἱρέες ἐκ βύβλου.. βασιλέων τ καὶ λ οὐνόματα Hdt.2.100
;τοὺς αἰεὶ πατέρας Id.6.53
; κ. ἑωυτὸν μητρόθεν reckoned up his pedigree, Id.1.173;κ. τοὺς ἄρχοντας Pl.Hp.Ma. 285e
, cf.Ep. 327e, X.Mem.2.4.4:—later in [voice] Med., Ph.1.187, 2.593, Ath.11.504f.b reckon, count as, οὒς οἱ πολλοὶ πλουσίους κ. Pl.Lg. 742e, cf. X.An.2.6.27: so perh. in [voice] Pass.,Χήρα -έσθω 1 Ep.Ti.5.9
.3 with [tense] pf.κατείλοχα Paus.10.24.1
:—[voice] Pass., [tense] aor. (v. infr.): [tense] pf. κατείλεγμαι; [ per.] 3pl. [tense] plpf.κατειλέχατο J.AJ19.1.15
:— enumerate, draw up a list, hence, enrol, enlist,ἄνδρας οἳ δορυφόροι μὲν οὐκ ἐγένοντο Πεισιστράτου, κορυνηφόροι δέ Hdt.1.59
; στρατιώτας, ὁπλίτας, Ar.Ach. 1065, Lys. 394, etc.;ἱππέας Arist.Ath.49.2
;κ. εἰς ὁπλίτας Lys.15.7
;εἰς τὸν κατάλογον Ἀθηναίων Id.25.16
;ἐς τὰς ναῦς Th.3.75
: generally,τοὺς πεντακισχιλίους Arist.Ath.29.5
;κ. τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς D.S.4.39
: c. dat.,κ. τινὰ τοῖς δημοσίᾳ ἱππεύουσιν Philostr.VS1.22.3
,cf. 1.25.3 (nisi leg. ἐγκατ-): c. inf., τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποτροφεῖν κ. X.HG3.4.15:—in [voice] Med., enrol for oneself, δορυφόρους, ὁπλίτας, Hdt.1.98, Th.7.31:—[voice] Pass. ([tense] aor. 2 κατελέγην more common in [dialect] Att. than [tense] aor. 1, cf. IG22.896.9, Pl.Lg. 762e, 943a), to be enlisted or enrolled, Hdt.7.1; τῶν τρισχιλίων κ. to be enrolled of their number, Lys.30.8;κ. στρατιώτης Id.9.4
;κατειλεγμένος ἱππεύειν Id.16.13
;καταλεγεὶς τῶν τριηράρχων Is.7.5
;ὁ κατειλεγμένος D.39.8
; εἰς τὴν σύγκλητον κ. Plu.Pomp.13; ἀγορανόμον -λεγέντα, = Lat. adlectum inter aedilicios, Ann.Epigr.1905.120.4 later, select, :—[voice] Med., τὸν πλωτικὸν [ βίον] Pl.Ax. 368b.II = μηνύειν, τῷ βασιλεῖ τὴν ἐπιβουλήν J. AJ15.3.2: c. gen., inform against, ib.19.6.3; accuse, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλέχω
-
22 κατανοσφίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατανοσφίζομαι
-
23 κιβωτός
κῑβωτός, ἡ,A box, chest, coffer, Hecat.368 J., Simon.239, Eup.228.4, Ar.Eq. 1000, V. 1056 (anap.), Lys.12.10, Thphr.Char.18.4, IG22.1388.73; κ. δίθυρος, τετράθυρος, ib.12.330; ἱερά, δημοσία κ., Inscr.Délos 442 A 2,75 (ii B.C.); Noah's ark, LXX Ge.6.14; the ark of Moses, ib.Ex.25.9(10), al.; πέπτωκεν εἰς κ. has been deposited in the archives, UPZ 126 (iii B.C.), etc.; opp. κίστη (q.v.). (Perh. a v.l. in Il.24.228, cf. Sch.adloc. Suid. cites [full] κίβος as the radic. form.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιβωτός
-
24 κτερίζω
Aκτεριῶ Il.18.334
: [tense] aor.ἐκτέρῐσα 24.38
, Simon.109: ([etym.] κτέρεα):—poet. Verb, = κτερεΐζω, οὔ σε πρὶν κτεριῶ Il. 18.334;τὸν δὲ κτεριοῦσιν Ἀχαιοί 22.336
;ἔμ', εἴ κε θάνω, κτεριοῦσί γε δῖοι' Ἀχαιοί 11.455
;τάφῳ κ. τινά S.Ant. 204
; τούσδ' εἷς τάφος ἐκτέρισε Simon.l.c.: abs., E.Hel. 1244;δημοσίᾳ κ. IG2.1678
(iv B.C.), cf. Sammelb. 2119 (iii B.C.).2 c. acc. cogn.,τοί κέ μιν ὦκα ἐν πυρὶ κήαιεν καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσαιεν Il.24.38
, cf. Od.3.285.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτερίζω
-
25 λεωφόρος
λεωφόρος, ον,A v. λαοφόρος. [full] λῇ, [full] λῇς, etc., v. λῶ. [full] ληβόλε· λιθοβόλε, ἄξιε λιθασθῆναι, Hsch. [full] ληβολία· δημοσία κοπρία, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεωφόρος
-
26 λιχνεύω
II desire greedily, covet,τὰ δημόσια D.H.8.73
;δόξαν Plu. Comp.Dem.Cic.2
:—[voice] Med., desire eagerly to do, c. inf., Id.2.347a; to be greedy,λ. εἰς ὅρασιν Lib.Descr.30.3
: c. gen., σαρκὸς ἀνθρωπείου λ. Sch.Il.Oxy.221 ix 35:—[voice] Pass., to be lusted after, Nic.Dam. 1 J. codd. (dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιχνεύω
-
27 λουτρόν
λουτρόν, τό, in Hom. always [full] λοετρόν, but [var] contr. form in h.Cer.50, Hes.Op. 753; [dialect] Dor. [full] λωτρόν, Hsch.: ([etym.] λούω):—A bath, bathing-place, Hom., always in pl., θερμὰ λοετρά hot bath, Il.22.444, al.; laterθερμὰ λουτρά A.Ch. 670
, S.Tr. 634 (lyr.), CratesCom.15, etc.;θερμὰ Νυμφᾶν λουτρά Pi.O.12.19
; also calledἩράκλεια λουτρά Ar.Nu. 1051
;λοετρὰ Ὠκεανοῖο Il.18.489
, Od.5.275; σίτοισι καὶ λουτροῖσι in matters of eating and washing, Hdt.6.52;λουτρῷ χρωμένους Plu.2.1109b
: sg. first in Hes. l.c.;τραπέσθαι πρὸς τὸ λ. Pl.Phd. 115a
, cf. X.Oec.9.7: in pl., bathing-establishment, τὰ δημόσια λ. POxy. 1252 B22 (iii A. D.), etc.2 water for bathing or washing, ; ἐν λουτροῖς while bathing, X.Cyr.7.5.59; λοῦσαί τινα λουτρόν give one a bath, wash one with water, S.Ant. 1201, Ar.Lys. 469; λουτρὸν παρέχειν ib. 377; λοῦσθαι λουτρόν bathe, A.Fr. 366 (note);λουτρόν ἐστιν, οὐ πότος Alex.9
; νυμφικὰ λουτρά the conveying of water to the bride (cf. λουτροφόρος), Poll.3.43; in NT, of baptism, Ep.Eph. 5.26;λ. παλιγγενεσίας Ep.Tit.3.5
.II in Poets, = σπονδαί, libations to the dead, S.El.84, 434, E.Ph. 1667, cf. Hsch. s.v. χθόνια λ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λουτρόν
-
28 μεταχειρίζω
μεταχειρ-ίζω, [tense] aor. - εχείρισα Hdt.3.142, etc.: but more freq. in [voice] Med. [suff] μεταχειρ-ίζομαι: [dialect] Att. [tense] fut. - ιοῦμαι Lys.24.10, Pl.R. 410b: [tense] aor. - εχειρισάμην Ar.Eq. 345, etc., rarely - εχειρίσθην Pl.Phdr. 277c: [tense] pf. - κεχείρισμαι (v. infr. 6):—A take in hand, handle,σκῆπτρον E.Fr.912.7
(anap.), cf. Phld. Rh.1.225 S.:—[voice] Med., Hdt.2.121.ά, Pl.Phdr. 240e: always c. acc. (the gen. in Id.R. 417a belongs only to ἅπτεσθαι, and in Id.Prm. 130d ὧν <τι> shd. be read).2 have in hand, administer, [ χρήματα] Hdt.3.142:—[voice] Med.,Πηνελόπης ἱστὸν μεταχειριζομένης Pl.Phd. 84a
, cf. Luc.Ind.29;τὰς μεγίστας ἀρχὰς μ. Pl.Ti. 20a
.3 manage, conduct, τὰ περὶ τὰς ναῦς, τὸν πόλεμον, τὰ δημόσια, Th.1.13, 4.18, 6.16; πρᾶγμα ὀξέως μ. ib.12:—[voice] Med.,μεταχειρίσασθαι πρᾶγμα Ar.Eq. 345
; ; ὁ νοῦς τὸ σῶμα μ. governs it, X.Mem.1.4.17.4 practise, pursue an art, study, etc., μεταχειρίζεσθαι μουσικήν, φιλοσοφίαν, παιδείαν, Pl.Plt. 268b, R. 497d, Lg. 670e, cf. Men. 81a, X.Vect.5.4, etc.5 c. acc. pers., deal with, : usu. with Adv. added, handle, treat,χαλεπῶς τινας μ. Th.7.87
:—[voice] Med.,τινὰς ὠμῶς μεταχειρίζεσθαι D.24.171
(soὡς ἀλυπότατα μ. πάθος Lys.24.10
); treat, of physicians, Pl.R. 408d.b dispatch, kill, Hadr.Rh.p.45 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταχειρίζω
-
29 μισθοφορέω
A receive wages or pay, esp. in the public service, serve for hire, Ar.Av. 584, V. 683, X.Oec.1.4, etc.;δημοτικὸν τὸ μισθοφορεῖν πάντας Arist.Pol. 1317b35
;παρά τινος Luc.Apol.11
: c. acc. rei, receive as pay,τρεῖς δραχμάς Ar.Ach. 602
;τὰ δημόσια μ. χρήματα Id.Ec. 206
; ; μ. τὰ τούτων receive pay from their purse, Lys.27.11.b freq. of mercenary soldiers, IG12.99.22, Ar. Av. 1367, etc.;μ. τισί X.Cyr.8.8.20
; παρά τινι ib.3.2.25, D.23.149; μ. ἐν τοῖς ἀδυνάτοις, as if he were a pauper, Aeschin.1.103; μ. ἐν τῷ ξενικῷ κεναῖς χώραις, i.e. to draw pay without filling up the vacancies, Id.3.146.2 bring in rent or profit, οἰκία -φοροῦσα, ἀνδράποδα -φοροῦντα, Is.8.35;εἴ τῳ ζεῦγός ἐστιν ἢ ἀνδράποδον -φοροῦν X.Ath. 1.17
:—[voice] Pass., to be let for hire, Id.Vect.3.5.II causal, engage for pay, take into service,στρατιὰν ἐπί τινα Phalar.Ep.186.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισθοφορέω
-
30 οἰκία
οἰκί-α, [dialect] Ion. [full] οἰκίη, Cret. and [dialect] Locr. [full] ϝοικία, Leg.Gort.5.26, Berl.Sitzb. 1927.8 (v B. C.), cf. IG14.636 ([place name] Petelia):—ἡ,A building, house, dwelling, Hdt.1.17, 114, etc. ;ἡ οἰκία ἡ δημοσία IG12.94.36
; οἰκία ἱερά ib.363.24; κατ' οἰκίαν at home, Pl.La. 180d ;ἰδίᾳ καὶ κατ' οἰκίας Id.Lg. 788a
; ἔτυχεν ἐπὶ τῆς οἰ. was at home, X.Eph.5.4 : in Com. and Attic Prose much more freq. than οἶκος : sts. opp. οἶκος as house to set of apartments or room,τᾶν οἰκιᾶν τιμὰν κομιζέσθω τῶ οἴκω ἑκάστω δύο μνᾶς SIG306.16
(Tegea, iv B. C.), cf. PTeb.46.9 (cf. 18) (ii B. C.), 38.14, 15 (ii B. C.), PFay.31.11 (ii A. D.).2 in [dialect] Att. law, οἶκος was distd. from οἰκία, the former being the property left at a person's death, his estate, the latter the dwelling-house only, as stated by X.Oec.1.5, cf. Hdt.7.224, Jul.Gal.Fr.12, etc.3 distd. from συνοικία, as one's own apartments from those let out to lodgers, Aeschin.1.124.II household, domestic establishment, Pl.Grg. 520e ; δὔ οἰκίας ᾤκει, i. e. he kept two establishments, D.39.26, cf. Arist.Pol. 1265b26 ; more primitive than the πόλις, ib. 1252b17, EN 1162a18, al. ; ὁ ἐπὶ τῆς οἰκίας the house-steward, PCair.Zen.150.16 (iii B. C.).IV house or family from which one is descended,οἰκίης ἀγαθῆς Hdt.1.107
; οἰκίης οὐ φλαυροτέρης ib.99 ;οἰκίης οὐκ ἐπιφανέος Id.2.172
;τῇ Κύρου οἰκίῃ συγγενέες Id.3.2
, cf. Pl.Grg. 472b ;ἐκ τῶν μεγίστων οἰ. Eup.117.5
, cf. And.1.126, Th.8.6, etc. ;περὶ ὀλίγας οἰ. αἱ.. τραγῳδίαι συντίθενται Arist.Po. 1453a19
;ἡ Μακεδόνων οἰ. Plb.2.37.7
;ἡ βασιλικὴ οἰ. D.S. 18.57
.V medical school,ἐξ οἰκίας Ἡροφίλου Erot.Praef.
, cf. Gal. 17(2).145. -
31 παρανομέω
Aπαρενόμουν Lys.3.17
, D.17.22, Aeschin.3.77 : [tense] fut.- ήσω Luc.Tim.45
: [tense] aor.παρενόμησα Hdt.7.238
, Th.3.67, Luc. Am. 20, laterπαρην- Plu.Demetr.37
: [tense] pf.παρανενόμηκα D.59.126
, laterπαρηνόμηκα D.S.16.61
: [tense] plpf.παρενενομήκεσαν X.HG2.1.31
:—[voice] Pass., [tense] aor.παρενομήθην Th.5.16
, etc.: [tense] pf.παρανενόμημαι D.44.31
,54.2 ; part.παρηνομημένος SIG167.38
(Mylasa, iv B.C.):—transgress the law, actunlawfully, Th.3.65, al.; κοινῇτι π. ib.82 ; , etc.: c. acc. cogn., παρανομίαν π. Them. Or.1.15b.2 commit a crime or outrage, τι Antipho 5.15, And.4.21, Aeschin.l.c., Arist.Pol. 1307b31 ;ἐς τὸν νεκρὸν ταῦτα παρενόμησε Hdt.7.238
, cf. Lys. 3.17 ;εἰς θεούς D.59.126
;εἰς τὸ μαντεῖον D.S.16.61
; alsoπ. τὸ θεῖον καὶ πάτριον ἀξίωμα τῆς εὐσεβείας Plu.2.166b
;περὶ σφᾶς Th.8.108
; π. τὰ δημόσια act illegally in public matters, Id.2.37 :—[voice] Pass., κάθοδος παρανομηθεῖσα a return illegally procured, Id.5.16.II [voice] Pass., to be ill-used, D.35.45,44.31, PSI4.330.8(iii B.C.) ;εἰς τὸ σῶμα Plu. Tim. 13
; ἡ φύσις παρανομεῖται, ἡ συνήθεια παρανενόμηται, Id.2.755c, 1070c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρανομέω
-
32 πενθέω
Aπενθείετον Il.23.283
; [dialect] Ep. inf.πενθήμεναι Od.18.174
, 19.120 : [tense] fut. : [tense] aor. , Aeschin. 3.211 : [tense] pf.πεπένθηκα Luc.Demon.25
, ([etym.] συμ-) D.60.33 : ([etym.] πένθος):— bewail, lament, esp. for persons,νέκυν πενθῆσαι Il.19.225
, cf. Trag.Adesp.331 ;πενθέειν τινα ὡς τεθνεῶτα Hdt.4.95
;π. γόοις A.Pers. 545
(anap.) ;π. τινὰς δημοσίᾳ Lys. 2.66
;π. τινὰ τριχί A.Ch. 173
;ἐπί τινι π. καὶ κείρασθαι Aeschin.3.211
: abs., mourn, go into mourning, Pl. Phdr. 258b, etc.: c. acc. cogn.,πενθεῖ νέον οἶκτον A.Supp.64
:—[voice] Pass., to be mourned for, Isoc.10.27 ;πένθος ἀμφί τινι πενθεῖται Arr. Tact.33.4
. -
33 περιηχέω
A ring all round,περιήχησεν δ' ἄρα χαλκός Il.7.267
, cf. Iamb.Myst.2.8: c. acc. loci,θόρυβος π. τὴν οἰκίαν Plu.2.720c
:—[voice] Pass.,τηγάνοισι περιηχούμενοι Com.Adesp.140
;νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Luc.VH1.6
.II [voice] Pass., to be noised abroad, to be celebrated, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10: c. inf.,περιηχήθησάν τινα κατέχειν δημόσια Cod.Just.10.11.8
Intr.2 get wind of a fact, POxy.1119.7 (iii A. D.), PFlor.36.24 (iv A. D.). -ή, ἡ, noise all around, Choerob. Rh.p.249S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιηχέω
-
34 περιφανής
περιφαν-ής, ές,A seen all round, of a city, Th.4.102 ; π. ζῷα figures standing free and unattached, opp. those in relief, Callix.2, cf.1.2 conspicuous, notorious, S.Aj.66, etc.;π. τὰ πράγματα Ar.Lys. 756
;π. ἀδίκημα Lys.9.22
; τὰ δημόσιά που καὶ π. Pl.Phlb. 31e;μεγάλη καὶ π. ἀναισχυντία D.27.38
;τεκμήριον Lys.22.11
([comp] Sup.);πενία Antiph.167
; περιφανές [ἐστι], ὡς .. X.HG7.2.17: [comp] Comp. - φανέστερος, [comp] Sup. - έστατος, ib.7.3.8, Ar.Eq. 206, etc. Adv. - νῶς conspicuously, notably, evidently, S.Aj.81, Ar.Eq. 1186, Pl. 948, Th.6.60, Lys.16.8, Pl.Men. 91d, Ep. 346a: [comp] Comp. - έστερον D.27.7: [comp] Sup. - έστατα Is.8.17 codd. [suff] περιφαν-τάζομαι, frame an imaginative notion of a thing, Simp.in Epict.p.112 D., in Cael.313.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφανής
-
35 πίστις
Aπίστῑ Hdt.3.74
, 9.106 : [dialect] Ion. nom. and acc. pl. πίστῑς v.l. in Id.3.8 ; dat.πίστισι Id.4.172
: ([etym.] πείθομαι):— trust in others, faith, first in Hes., ;πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831
;π. ἴσχειν τινί S.OC 950
;τῷ θεῷ πίστιν φέροις Id.OT 1445
, etc.: generally, persuasion of a thing, confidence, assurance, Pi.N.8.44 ( πιστόν Sch.), etc.; ἡ βεβαιοτάτη π., ἀταραξία καὶ π. βέβαιος, Epicur.Ep.1p.19, 2p.36U.; σωφροσύνης π. ἔχειν περί τινος to be persuaded of his probity, D.18.215 ;π. περὶ θεῶν ἔχειν Plu.2.1101c
.2 in subjective sense, good faith, trustworthiness, honesty, Thgn.1137, A.Pers. 443, Hdt.8.105 ;θνῄσκει δὲ π., βλαστάνει δ' ἀπιστία S.OC 611
.b of things, credence, credit,τὰν π. σμικρὰν παρ' ἔμοιγ' ἔχει E.El. 737
(lyr.);πίστιν τὰ τοιαῦτα ἔχει τινά Arist.EN 1179a17
;π. λαβεῖν Plb.1.35.4
.c καλῇ π., = Lat.bona fide, PGnom.180 (ii A.D.), etc.; αἱ κατὰ πίστιν γεινόμεναι κληρονομίαι, = Lat. hereditates fideicommissariae, ib.56.3 in a commercial sense, credit, π. τοσούτων χρημάτων ἐστί τινι παρά τισι he has credit for so much money with them, D.36.57, cf. 44; εἰς πίστιν διδόναι [τί τινι] Id.32.16;εἰ ἕξω ἐλπίδα πίστεως Astramps.Orac.68p.6H.
b position of trust or trusteeship, ἐν πίστει κληρονόμος ἀπολειφθείς left in trust, as guardian, Plu.Cic.41, cf. 2c supr.;ἐν πίστει ὤν τῷ βασιλεῖ IG22.646.11
.4 Theol., faith, opp. sight and knowledge, 1 Ep.Cor.13.13, etc.II that which gives confidence: hence,1 assurance, pledge of good faith, guarantee,οὐκ ἀνδρὸς ὅρκοι π. ἀλλ' ὅρκων ἀνήρ A.Fr. 394
, cf. S.El. 887, E.Hipp. 1055; : distd. from ὅρκοι and δεξιαί, Arist.Rh. 1375a10, cf. E.Med.22;ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν S. Ph. 813
; δός μοι χερὸς σῆς π. Id.OC 1632 ;ὅρκους παρασχών, πίστιν οὐ σμικράν, θεῶν E.Hipp. 1037
, cf. Med. 414 (lyr.); πίστιν καὶ ὅρκια ποιέεσθαι make a treaty by exchange of assurances and oaths, Hdt.9.92, cf. And.1.107;οἷσιν.. οὔτε π. ὄθ' ὅρκος μένει Ar.Ach. 308
; ποιέεσθαι τὰς πίστῑς ([dialect] Ion. for πίστεις) Hdt.3.8 ;πίστεις ποιήσασθαι πρός τινας Th.4.51
;ἀλλήλοις X.HG1.3.12
; πίστιν δοῦναι to give assurances, Hdt.9.91, cf. Th.4.86, 5.45 ;ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δότε Ar.Lys. 1185
; ἔδοσαν πίστιν καὶ ἔλαβον interchanged them, X.Cyr.7.1.44; ;π. παρά τινος λαβεῖν Lys.12.9
; π. πρός τινας δοῦναι c. inf., Id.19.32 ; πίστι τε λαβεῖν (or καταλαβεῖν) καὶ ὁρκίοισί τινα bind by assurances and oaths, Hdt.3.74, 9.106;θεῶν πίστεις ὀμόσαι Th.5.30
; πίστιν ἐπιθεῖναι or προσθεῖναι, D.29.26, 49.42, 54.42 : c. gen. objecti, φόβων π. an assurance against.., E.Supp. 627 (lyr.).2 means of persuasion, argument, proof, φρὴν παρ' ἡμέων (sc. τῶν αἰσθήσεων)λαβοῦσα τὰς πίστεις Democr.125
;τοὺς δεομένους πίστεως αἰσθήσει κεκραμένης Plot. 4.7.15
; esp. of proofs used by orators, Antipho 5.84, 6.28, Pl.Phd. 70b, Isoc.3.8, etc.: in Arist., opp. a demonstrative proof ([etym.] ἀπόδειξις) , π. ἔντεχνοι, ἄτεχνοι, Rh. 1355b35, 1375a22: also, generally,π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς APo. 90b14
, al.;π. ἡ διὰ συλλογισμοῦ Top. 103b7
; ἡ τῶν λόγων π. (cf. λόγος IV. 1) Pol. 1326a29;ὁ ἀναιρῶν ταύτην τὴν π. οὐ πολὺ πιστότερα ἐρεῖ EN 1173a1
.III that which is entrusted, a trust,πίστιν ἐγχειρίζειν τινί Plb.5.41.2
, cf. 16.22.2, IG7.21.12 (Megara, ii B.C.), 5 (1).26.6 (Amyclae, ii/i B.C.), BMus.Inscr.422.7 (Priene, ii B.C.); σὴ π. given in trust to thee, IG14.2012A 23 (Sulp.Max.).IV political protection or suzerainty, Lat. fides,Αἰτωλοὶ.. δόντες αὑτοὺς εἰς τὴν Ῥωμαίων π... τῷ τῆς π. ὀνόματι πλανηθέντες Plb.20.9.10
, cf. 3.30.1 ;πάντες εἰς τὴν [τῆς συγκλήτου] π. ἐνδεδεμένοι Id.6.17.8
.2 in Egypt, safe-conduct, safeguard, UPZ119.32 (pl., ii B.C.); δοῦναί μοι ἔγγραπτον π. ib.124.30 (ii B.C.).V Pythag. name for ten, Theol.Ar.59, 60.VI personified, = Lat. Fides, Plu.Num.16, App. BC1.16, D.C.45.17 ; π. δημοσία, = Fides publica, D.H.2.75. -
36 πληγή
A blow, stroke,πεπληγὼν πληγῇσιν Il.2.264
, etc.;πᾶν ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται Heraclit.11
, cf. Pl.Criti. 109b, Erasistr. ap. Ps.-Dsc.Ther.18;ἡ π. τοῦ τραύματος Pl.Lg. 877b
: freq. joined with Verbs of cogn. signf.,πέπληγμαι καιρίαν πληγήν A.Ag. 1343
;τύπτει τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί Ar.Ra. 636
; τύπτεσθαι τῇ δημοσίᾳ μάστιγι ν πληγάς Lexap.Aeschin.1.139;πολλὰς πληγὰς μαστιγούσθω Pl.Lg. 914b
(but in such phrases πληγήν or πληγάς is freq. omitted,τρίτην ἐπενδίδωμι A.Ag. 1386
;τυπτόμενος πολλάς Ar. Nu. 972
, cf. D.19.197;ὀλίγας παῖσαι X.An.5.8.12
; , cf. 879e, 2 Ep.Cor.11.24): the person struck is said πληγὰς λαβεῖν, Ar.Ra. 673;ὑπὸ τῶν ῥαβδούχων Th.5.50
, etc.;πληγῶν δεῖσθαι Ar.Nu. 493
;πληγὴν ἔχω Anaxandr.72
;ὑπὸ τὴν π. τοῦ ἀκοντίου ὑπελθεῖν Antipho3.4.4
; καιρίῃ (sc. πληγῇ)τετύφθαι Hdt.3.64
; ;εἰληφέναι καὶ δεδωκέναι πληγάς D.54.14
; π. ἐμβαλεῖν, ἐντείνειν τινί, X.An.1.5.11, 2.4.11, etc.; ;ἐντρίβειν τινί Luc.Ind.25
, cf. Somn.14;προστρίβεσθαι Ar.Eq.5
;τὰς ἐξ ἀνθρώπων πληγὰς μαστιγοῦν τινα Aeschin.1.59
;πληγὴν ἐπὶ πληγῇ φέρειν Plb.2.33.6
;π. παρὰ πληγήν Ar.Ra. 643
; πληγαῖς ζημιοῦν, κολάζειν, Th.8.74, Pl.Lg. 762c, etc.;δίκη ὕβρεως ἢ πληγῶν PHal.1.115
(iii B.C.); πληγῆς ἄρχειν strike the first blow, Antipho 4.2.2; τὰς π. στέγειν, of the shell of a tortoise, Ar.V. 1295.2 stroke by lightning, Hes.Th. 857 (pl.); πλαγαὶ σιδάρου strokes of axe or sword, Pi.P.4.246, O.10(11).37;κλυδωνίου.. πληγαῖς A.Th. 796
; στέρνων πλαγαί beating of breasts, S.El. 90 (anap.); π. τῶν ὀδόντων strokes from boars' tusks, X.Cyn.10.5; spearing of fish, Pl.Lg. 824 (pl.); of pig-sticking,οἱ κάπροι οἱ πρὸς τὴν π... ὠθούμενοι Id.Euthd. 294d
: in sg., fight with clubs, Hdt.2.63.3 stroke or impression on the ears or eyes, Pl.Ti. 67b, Plu. 2.490c, etc.;αἱ νοήσεις τύποι ἔσονται· εἰ δὲ τοῦτο, καὶ ἐπακτοὶ καὶ πληγαί Plot.5.5.1
.5 beat of the pulse, Gal.9.464.6 metaph., blow, stroke of calamity, esp. in war,ἐν μιᾷ π. κατέφθαρται.. ὄλβος A.Pers. 251
, cf. Hell.Oxy.16.2; ἐν πληγαῖς ὄντες ibid.;πληγὴν ὑπήνεγκεν ἡ πόλις Arist.Pol. 1270a33
;πληγῇ περιπεπτωκέναι Plb.14.9.6
;πληγαὶ βιότου A.Eu. 933
(anap.); π. Διός α heaven-sent plague, Id.Ag. 367 (lyr.), S.Aj. 137 (anap.); μὴ 'κ θεοῦ π. τις ἥκει ib. 279;δμαθέντες πλαγαῖσι ποντίαισιν A.Pers. 908
(lyr.); of the ten plagues of Egypt, J.BJ5.9.4. -
37 ποιέω
ποιέω, [dialect] Dor. [full] ποιϝέω IG4.800 ([place name] Troezen), etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.Aποίεον Il. 20.147
; [var] contr.ποίει 18.482
; [dialect] Ion.ποιέεσκον Hdt.1.36
, 4.78: [tense] fut. ποιήσω: [tense] aor. ἐποίησα, [dialect] Ep.ποίησα Il.18.490
: [tense] pf. πεποίηκα:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.ποιεέσκετο Hdt.7.119
: [tense] fut.ποιήσομαι Il.9.397
: in pass. sense, Hp.Decent.11, Arist.Metaph. 1021a23: [tense] aor. ἐποιησάμην, [dialect] Ep.ποι- Od.5.251
, al.: [tense] pf. πεποίημαι in med. sense, And.4.22, Decr. ap. D. 18.29:—[voice] Pass., [tense] fut. ποιηθήσομαι ([etym.] μετα-) D.23.62, v. supr.;πεποιήσομαι Hp.Mul.1.11
,37: [tense] aor.ἐποιήθην Hdt.2.159
, etc. (used as [voice] Med. only in compd. προς-): [tense] pf.πεποίημαι Il.6.56
, etc.:—[dialect] Att. [full] ποῶ (EM 679.24), etc., is guaranteed by metre in Trag. and Com., as , , , etc., and found in cod. Laur. of S., cod. Rav. of Ar., also IG12.39.6 ([etym.] ποήσω), 82.9 ([etym.] ποεῖ), 154.7 ([etym.] ἐποησάτην), etc.; but ποι- is always written before -οι, -ου, -ω in Inscrr.: πο- also in [dialect] Aeol. ,75, Sapph. Supp.1.9, al., and Arc. ποέντω, = ποιούντων, IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.); cf. ποιητής.A make, produce, first of something material, as manufactures, works of art, etc. (opp. πράττειν, Pl.Chrm. 163b), in Hom. freq. of building, π. δῶμα, τύμβον, Il.1.608,7.435;εἴδωλον Od.4.796
; π. πύλας ἐν [πύργοις] Il.7.339; of smith's work, π. σάκος ib. 222;ἐν [σάκεϊ] ποίει δαίδαλα πολλά 18.482
, cf. 490, 573: freq. in Inscrr. on works of art, Πολυμήδης ἐποίϝηh' (= ἐποίησε ) (vi B.C., cf. Class.Phil.20.139); (vi/v B.C.), etc.; ἐποίησε Τερψικλῆς ib.3b(Milet., vi B.C.), etc.;τίς.. τὴν λίθον ταύτην τέκτων ἐποίει; Herod.4.22
; εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα made from trees, i.e. of cotton, Hdt.7.65;ναὸν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀργυρίου X.An. 5.3.9
;πλοῖα ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα Hdt.2.96
;καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ βοῶν X.An.4.5.14
: c. gen. materiae,πωρίνου λίθου π. τὸν νηόν Hdt.5.62
;ἔρυμα λίθων λογάδην πεποιημένον Th.4.31
;φοίνικος αἱ θύραι πεποιημέναι X.Cyr.7.5.22
: rarely to be made with.., 1.4; also τῶν τὰ κέρεα.. οἱ πήχεες ποιεῦνται the horns of which are made into the sides of the lyre, Hdt.4.192; also δέρμα εἰς περικεφαλαίας πεποίηται Sch.Patm.D.in BCH1.144:—[voice] Med., make for oneself, as of bees, οἰκία ποιήσωνται build them houses, Il.12.168, cf. 5.735, Od.5.251, 259, Hes.Op. 503; [ῥεῖθρον] π., of a river, Thphr. HP3.1.5; also, have a thing made, get it made,ὀβελούς Hdt.2.135
;στεφάνους οὓς ἐποιησάμην τῷ χορῷ D.21.16
, cf. X.An.5.3.5; τὸν Ἀπόλλω, i.e. a statue of A., Pl.Ep. 361a;αὑτοῦ εἰκόνας Plu. Them.5
, cf. Inscr.Prien.25.9 (iii B.C.?).2 create, bring into existence,γένος ἀνθρώπων χρύσεον Hes.Op. 110
, cf. Th. 161, 579, etc.; the creator,Pl.
Ti. 76c;ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε D.4.11
:—[voice] Med., beget,υἱόν And.1.124
;ἔκ τινος Id.4.22
; παῖδας ποιεῖσθαι, = παιδοποιεῖσθαι, X.Cyr.5.3.19, D.57.43; conceive,παιδίον π. ἔκ τινος Pl.Smp. 203b
:—[voice] Act. in this sense only in later Gr., Plu.2.312a; of the woman, παιδίον ποιῆσαι ib.145d.3 generally, produce, ὕδωρ π., of Zeus, Ar.V. 261: impers., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα, = ἐὰν ὕη, Thphr.CP1.19.3; π. γάλα, of certain kinds of food, Arist.HA 522b32; ἄρρεν π., of an egg, Ael.VH1.15; μέλι ἄριστον π., of Hymettus, Str.9.1.23; π. καρπόν, of trees, Ev.Matt.3.10 (metaph. in religious sense, ib.8); of men, κριθὰς π. grow barley, Ar. Pax 1322;π. σίτου μεδίμνους D.42.20
; π. πενίαν, πλοῦτον, of the stars, Plot.2.3.1.b Math., make, produce, τομήν, σχῆμα, ὀρθὰς γωνίας, Archim. Sph.Cyl.1.16,38, Con.Sph.12; :—[voice] Pass., πεποιήσθω ὡς.. let it be contrived that.., Archim. Sph.Cyl.2.6.d π. τὸ πρόβλημα effect a solution of the problem, Apollon.Perg.Con.2.49,51; π. τὸ ἐπίταγμα fulfil, satisfy the required condition, Archim.Sph.Cyl.1.2,3.4 after Hom., of Poets, compose, write, π. διθύραμβον, ἔπεα, Hdt.1.23, 4.14;π. θεογονίην Ἕλλησι Id.2.53
; π. Φαίδραν, Σατύρους, Ar.Th. 153, 157; π. κωμῳδίαν, τραγῳδίαν, etc., Pl.Smp. 223d;παλινῳδίαν Isoc.10.64
, Pl.Phdr. 243b, etc.; : abs., write poetry, write as a poet,ὀρθῶς π. Hdt.3.38
;ἐν τοῖσι ἔπεσι π. Id.4.16
, cf. Pl. Ion 534b: folld. by a quotation,ἐπόησάς ποτε.. Ar.Th. 193
; ; , etc.b represent in poetry, , cf. 364c, Smp. 174b; ποιήσας τὸν Ἀχιλλέα λέγοντα having represented Achilles saying, Plu.2.105b, cf. 25d, Pl. Grg. 525d, 525e, Arist.Po. 1453b29.c describe in verse,θεὸν ἐν ἔπεσιν Pl.R. 379a
; ἐποίησα μύθους τοὺς Αἰσώπου put them into verse, Id.Phd. 61b;μῦθον Lycurg.100
.d invent,καινοὺς θεούς Pl.Euthphr.3b
; ὑπὸ ποιητέω τινὸς ποιηθὲν [τοὔνομα] Hdt.3.115;πεποιημένα ὀνόματα Arist.Rh. 1404b29
, cf.Po. 1457b2; opp. αὐτοφυῆ, κύρια, D.H.Is.7, Pomp. 2.II bring about, cause,τελευτήν Od.1.250
;γαλήνην 5.452
;φόβον Il.12.432
;σιωπὴν παρὰ πάντων X.HG6.3.10
;τέρψιν τοῖς θεωμένοις Id.Mem.3.10.8
;αἰσχύνην τῇ πόλει Isoc.7.54
, etc.; also of things,ἄνεμοι αὐτοὶ μὲν οὐχ ὁρῶνται· ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά X.Mem.4.3.14
;ταὐτὸν ἐποίει αὐτοῖς νικᾶν τε μαχομένοις καὶ μηδὲ μάχεσθαι Th.7.6
, cf. 2.89.b c. acc. et inf., cause or bring about that..,σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι [ἐς] οἶκον Od.23.258
;π. τινὰ κλύειν S.Ph. 926
;π. τινὰ βλέψαι Ar.Pl. 459
, cf. 746;π. τινὰ τριηραρχεῖν Id.Eq. 912
, cf. Av.59; π. τινὰ αἰσχύνεσθαι, κλάειν, ἀπορεῖν, etc., X.Cyr.4.5.48, 2.2.13, Pl.Tht. 149a, etc.: with ὥστε inserted, X.Cyr.3.2.29, Ar.Eq. 351, etc.: folld. by a relat. clause,π. ὅκως ἔσται ἡ Κύπρος ἐλευθέρη Hdt.5.109
, cf. 1.209;ὡς ἂν.. εἰδείην ἐποίουν X.Cyr.6.3.18
:—also [voice] Med., ἐποιήσατο ὡς ἐν ἀσφαλεῖ εἶεν ib.6.1.23.2 procure,π. ἄδειάν τε καὶ κάθοδόν τινι Th.8.76
;ὁ νόμος π. τὴν κληρονομίαν τισί Is.11.1
; λόγος ἀργύριον τῷ λέγοντι π. gets him money, D.10.76:—[voice] Med., procure for oneself, gain,κλέος αὐτῇ ποιεῖτ' Od.2.126
;ἄδειαν Th.6.60
;τιμωρίαν ἀπό τινων Id.1.25
;τὸν βίον ἀπὸ γεωργίας X.Oec.6.11
, cf. Th.1.5.3 of sacrifices, festivals, etc., celebrate,π. ἱρά Hdt.9.19
, cf. 2.49 ([voice] Act. and [voice] Pass.);π. τὴν θυσίαν τῷ Ποσειδῶνι X.HG4.5.1
; π. Ἴσθμια ib.4.5.2;τῇ θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ π. Th.2.15
;παννυχίδα π. Pl.R. 328a
; π. σάββατα observe the Sabbath, LXXEx.31.16; π. ταφάς, of a public funeral, Pl. Mx. 234b;π. ἐπαρήν SIG38.30
(Teos, v B.C.); also of political assemblies,π. ἐκκλησίαν Ar.Eq. 746
, Th.1.139;π. μυστήρια Id.6.28
([voice] Pass.);ξύλλογον σφῶν αὐτῶν Id.1.67
:—[voice] Med.,ἀγορὴν ποιήσατο Il.8.2
;ἢν θυσίην τις ποιῆται Hdt.6.57
(v.l.);δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34
;π. ἀγῶνα Id.4.91
;π. ἐκκλησίαν τοῖς Γρᾳξὶ περὶ μισθοῦ Ar.Ach. 169
.4 of war and peace, πόλεμον π. cause or give rise to a war,πόλεμον ἡμῖν ἀντ' εἰρήνης πρὸς Αακεδαιμονίους π. Is.11.48
; but π. ποιησόμενοι about to make war (on one's own part), X.An.5.5.24; εἰρήνην π. bring about a peace (for others), Ar. Pax 1199;σπονδὰς π. X.An.4.3.14
;ξυμμαχίαν ποιῆσαι Th.2.29
; but εἰρήνην ποιεῖσθαι make peace (for oneself), And.3.11;σπονδὰς ποιήσασθαι Th.1.28
, etc.:—[voice] Pass.,ἐπεποίητο συμμαχίη Hdt.1.77
, etc.5 freq. in [voice] Med. with Nouns periphr. for the Verb derived from the Noun, μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην submit a plea, Od.21.71; ποιέεσθαι ὁδοιπορίην, for ὁδοιπορέειν, Hdt.2.29;π. ὁδόν Id.7.42
, 110, 112, etc.; π. πλόον, for πλέειν, Id.6.95, cf. Antipho 5.21; π. κομιδήν, for κομίζεσθαι, Hdt.6.95; θῶμα π. τὴν ἐργασίην, for θωμάζειν, Id.1.68; ὀργὴν π., for ὀργίζεσθαι, Id.3.25; λήθην π. τι, for λανθάνεσθαί τινος, Id.1.127; βουλὴν π., for βουλεύεσθαι, Id.6.101; συμβολὴν π., for συμβάλλεσθαι, Id.9.45; τὰς μάχας π., for μάχεσθαι, S.El. 302, etc.; καταφυγὴν π., for καταφεύγειν, Antipho 1.4; ἀγῶνα π., for ἀγωνίζεσθαι, Th.2.89; π. λόγον [τινός] make account of.., Hdt.7.156; but τοὺς λόγους π. hold a conference, Th.1.128; also simply for λέγειν, Lys.25.2, cf. Pl.R. 527a, etc.; also π. δι' ἀγγέλου, π. διὰ χρηστηρίων, communicate by a messenger, an oracle, Hdt.6.4, 8.134.III with Adj. as predic., make, render so and so, ποιῆσαί τινα ἄφρονα make one senseless, Od.23.12; [δῶρα] ὄλβια ποιεῖν make them blest, i.e. prosper them, 13.42, cf. Il.12.30;τοὺς Μήδους ἀσθενεῖς π. X.Cyr.1.5.2
, etc.;χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου π. Pl.R. 411b
: with a Subst., ποιῆσαι ἀθύρματα make into playthings, Il. 15.363;ποιεῖν τινα βασιλῆα Od.1.387
;ταμίην ἀνέμων 10.21
;γέροντα 16.456
;ἄκοιτίν τινι Il.24.537
;γαμβρὸν ἑόν Hes.Th. 818
; [μύρμηκας] ἄνδρας π. [καὶ] γυναῖκας Id.Fr.76.5
;πολιήτας π. τινάς Hdt.7.156
;Ἀθηναῖον π. τινά Th.2.29
, etc.;π. τινὰ παράδειγμα Isoc.4.39
: hence, appoint, instal,τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Ἀαρών LXX 1 Ki.12.6
;δώδεκα Ev.Marc.3.14
:—[voice] Med., ποιεῖσθαί τινα ἑταῖρον make him one's friend, Hes. Op. 707, cf. 714; π. τινὰ ἄλοχον or ἄκοιτιν take her to oneself as wife, Il.3.409, 9.397, cf. Od.5.120, etc.; π. τινὰ παῖδα make him one's son, i.e. adopt him as son, Il.9.495, etc.; θετὸν παῖδα π. adopt a son, Hdt. 6.57: without υἱόν, adopt,ἐπειδὴ οὐκ ἦσαν αὐτῷ παῖδες ἄρρενες, π. Λεωκράτη D.41.3
, cf. 39.6,33, 44.25, Pl.Lg. 923c, etc.;π. τινὰ θυγατέρα Hdt.4.180
: generally,ἅπαντας ἢ σῦς ἠὲ λύκους π. Od.10.433
;π. τινὰ πολίτην Isoc.9.54
; ;τὰ κρέα π. εὔτυκα Hdt. 1.119
; τὰ ἔπεα ἀπόρρητα π. making them a secret, Id.9.45, etc.; also ἑωυτοῦ ποιέεται τὸ.. ἔργον makes it his own, Id.1.129; .IV put in a certain place or condition, etc.,ἐμοὶ Ζεὺς.. ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα ποίησ' Od.14.274
; ; , cf. 71;ἐν αἰσχύνῃ π. τὴν πόλιν D.18.136
;τὰς ναῦς ἐπὶ τοῦ ξηροῦ π. Th.1.109
;ἔξω κεφαλὴν π. Hdt.5.33
;ἔξω βελῶν τὴν τάξιν π. X.Cyr.4.1.3
;ἐμαυτὸν ὡς πορρωτάτω π. τῶν ὑποψιῶν Isoc.3.37
; of troops, form them,ὡς ἂν κράτιστα.. X.An.5.2.11
, cf. 3.4.21; in politics,ἐς ὀλίγους τὰς ἀρχὰς π. Th.8.53
; and in war, π. Γετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ bring it under his power, D.18.48;μήτε τοὺς νόμους μήθ' ὑμᾶς αὐτοὺς ἐπὶ τοῖς λέγουσι π. Id.58.61
:—[voice] Med.,ποιέεσθαι ὑπ' ἑωυτῷ Hdt.1.201
, cf.5.103, etc.;ὑπὸ χεῖρα X.Ages.1.22
; π. τινὰς ἐς φυλακήν, τὰ τῶν ξυμμάχων ἐς ἀσφάλειαν, Th.3.3, 8.1;τινὰς ἐς τὸ συμμαχικόν Hdt.9.106
; τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς π. put the small vessels in the middle, Th.2.83, cf. 6.67; π. τινὰ ἐκποδών (v. ἐκποδών); ὄπισθεν π. τὸν ποταμόν X.An. 1.10.9
.2 Math., multiply, π. τὰ ιβ ἐπὶ τὰ έ, τὰ ζ ἐφ' ἑαυτὰ π., Hero Metr.1.8, 2.14.V [voice] Med., deem, consider, reckon a thing as.., συμφορὴν ποιέεσθαί τι take it for a misfortune, Hdt.1.83, 6.61; δεινὸν π. τι esteem it a grievous thing, take it ill, Id.1.127, etc. (rarely in [voice] Act.,δεινὰ π. 2.121
.έ, Th.5.42); μέγα π. c. inf., deem it a great matter that.., Hdt.8.3, cf. 3.42, etc.;μεγάλα π. ὅτι.. Id.1.119
; ἑρμαῖον π. τι count it clear gain, Pl.Grg. 489c;οὐκέτι ἀνασχετὸν π. τι Th.1.118
: freq. with Preps., δι' οὐδενὸς π. deem of no account, S.OC 584; ἐν ἐλαφρῷ, ἐν ὁμοίῳ π., Hdt.1.118,7.138;ἐν σμικρῷ μέρει S.Ph. 498
;ἐν ὀλιγωρίᾳ Th.4.5
;ἐν ὀργῇ D.1.16
; ἐν νόμῳ π. consider as lawful, Hdt. 1.131; ἐν ἀδείῃ π. consider as safe, Id.9.42;παρ' ὀλίγον π. τι X. An.6.6.11
; περὶ πολλοῦ π., Lat. magni facere, Lys.1.1, etc.; περὶ πλείονος, περὶ πλείστου π., Id.14.40, Pl.Ap. 21e, etc.; περὶ ὀλίγου, περὶ ἐλάττονος, Isoc.17.58, 18.63;περὶ παντός Id.2.15
(rarelyπολλοῦ π. τι Pl.Prt. 328d
); πρὸ πολλοῦ π. c. inf., Isoc.5.138.VI put the case, assume that..,ποιήσας ἀν' ὀγδώκοντα ἄνδρας ἐνεῖναι Hdt.7.184
, cf. 186, X.An.5.7.9: without inf., ἐν ἑκάστῃ ψυχῇ ποιήσωμεν περιστερεῶνά τινα (sc. εἶναι) Pl.Tht. 197d:—[voice] Pass., πεποιήσθω δή be it assumed then, ib.e; those who are reputed..,Id.
R. 498a, cf. 538c, 573b:—but for τὸν φιλόσοφον ποιώμεθα νομίζειν ib. 581d read τί οἰώμεθα..;VII of Time, οὐ π. χρόνον make no long time, i. e. not to delay, D.19.163 codd.; μακρότερον ποιεῖς you are taking too long, PCair.Zen.48.4 (iii B.C.); μέσας π. νύκτας let midnight come, Pl.Phlb. 50d, cf. AP11.85 (Lucill.); ἔξω μέσων νυκτῶν π. τὴν ὥραν put off the time of business to past midnight, D.54.26; τὴν νύκτα ἐφ' ὅπλοις ποιεῖσθαι spend it under arms, Th.7.28(s.v.l.);ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά LXXPr.13.23
, cf. To.10.7; (ii B.C.), cf. PSI4.362.15 (iii B.C.);τὰς ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι π. D.S.1.35
; tarry, stay,μῆνας τρεῖς Act.Ap. 20.3
, cf. AP11.330 (Nicarch.).VIII in later Greek, sacrifice, ; καρπώσεις ὑπέρ τινος ib.Jb.42.8: without acc., π. Ἀστάρτῃ sacrifice to Ashtoreth, ib.3 Ki.11.33.IX make ready, prepare, as food, μοσχάριον ib.Ge.18.7 sq.; π. τὸν μύστακα trim it, ib.2 Ki.19.24(25).X ποιεῖν βασιλέα play the king, ib.3 Ki.20 (21).7.B do, much like πράσσω, οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν D. 4.5; , cf. 18.62;ἄριστα πεποίηται Il.6.56
;πλείονα χρηστὰ περὶ τὴν πόλιν Ar.Eq. 811
;τὰ δίκαια τοῖς εὐεργέταις D.20.12
;ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134
fin.; ποιέειν Σπαρτιητικά act like a Spartan, Id.5.40;οὗτος τί ποιεῖς; A. Supp. 911
, etc.;τὸ προσταχθὲν π. S.Ph. 1010
; π. τὴν μουσικήν practise it, Pl.Phd. 60e, etc.; πᾶν or πάντα π., v. πᾶς D. 111.2, etc.: Math., ὅπερ ἔδει ποιῆσαι, = Q.E.F., Euc.1.1, etc.2 c. dupl. acc., do something to another, κακά or ἀγαθὰ ποιεῖν τινα, first in Hdt.3.75, al.; ἀγαθόν, κακὸν π. τινά, Isoc.16.50, etc.;μεγάλα τὴν πόλιν ἀγαθά Din.1.17
; alsoεὖ ποιεῖν τὸν εὖ ποιοῦντα X.Mem.2.3.8
; τὴν ἐκείνου (sc. χώραν)κακῶς π. D.1.18
; in LXX with Prep.,π. κακὸν μετά τινων Ge. 26.29
;ταῦτα τοῦτον ἐποίησα Hdt.1.115
; , cf. Nu. 259; also of things, ἀργύριον τωὐτὸ τοῦτο ἐποίεε he did this same thing with silver, Hdt.4.166: less freq. c. dat. pers.,τῷ τεθνεῶτι μηδὲν τῶν νομιζομένων π. Is.4.19
;ἵππῳ τἀναντία X.Eq.9.12
codd., cf. Ar.Nu. 388, D.29.37: c. dat. rei,τί ποιήσωμεν κιβωτῷ; LXX 1 Ki.5.8
:—in [voice] Med.,φίλα ποιέεσθαί τισι Hdt.2.152
,5.37.3 with an Adv., ὧδε ποίησον do thus, Id.1.112; πῶς ποιήσεις; how will you act? S.OC 652;πῶς δεῖ ποιεῖν περὶ θυσίας X.Mem.1.3.1
;ποίει ὅπως βούλει Id.Cyr.1.4.9
;μὴ ἄλλως π. Pl.R. 328d
; πρὸς τοὺς πολεμίους πῶς ποιήσουσιν; ib. 469b; ὀρθῶς π. ib. 403e; εὖ, κακῶς π. τινά, v. supr. 2: freq. c. part.,εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος Hdt.5.24
, cf. Pl.Phd. 60c;καλῶς ποιεῖς προνοῶν X.Cyr.7.4.13
;οἷον ποιεῖς ἡγούμενος Pl.Chrm. 166c
; καλῶς ποιῶν almost Adverbial,καλῶς γ', ἔφη, ποιῶν σύ Id.Smp. 174e
;καλῶς ποιοῦντες.. πράττετε D.20.110
, cf. 1.28; fortunately,Id.
23.143.4 in Prose (rarely in Poetry, A.Pr. 935), used in the second clause, to avoid repeating the Verb of the first, ἐρώτησον αὐτούς· μᾶλλον δ' ἐγὼ τοῦθ' ὑπὲρ σοῦ ποιήσω I will do this for you, D.18.52, cf. 292, Hdt.5.97, Is.7.35.II abs., to be doing, act,ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀγών Hdt.7.11
; ποιεῖν, as a category, opp. πάσχειν, Arist.Cat. 2a3, cf. GC 322b11, Ph. 225b13.b of medicine, operate, be efficacious, Pl.Phd. 117b;λουτρὰ κάλλιστα ποιοῦντα πρὸς νόσους Str. 5.3.6
; πρὸς στραγγουρίαν, πρὸς τοὺς δαιμονιζομένους, Thphr.HP7.14.1, Ps.-Plu.Fluv.16.2: freq. in Dsc., , al.;εἰς τὰ αὐτά 2.133
: c. dat.,στομαχικοῖς Gal.13.183
: abs., ἄκρως π. ib.265; also of charms, PMag.Osl.1.361.2 Th. has a peculiar usage, ἡ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους good-will made greatly for, on the side of, the L., 2.8: impers., ἐπὶ πολὺ ἐποίει τῆς δόξης τοῖς μὲν ἠπειρώταις εἶναι, τοῖς δέ.. it was the general character of the one to be landsmen, of the others.., 4.12: the former passage is imitated by Arr.An.2.2.3, App.BC1.82, D.C.57.6. -
38 προπομπή
προπομπ-ή, ἡ,A sending forward,αἱ π. τῶν γραμματηφόρων Plu.Galb.8
.II escort,π. δόντες μεγαλοπρεπῆ X.Ages.2.27
, cf. Plb.20.11.8, Plu.Num. 14;π. δημοσία Longin.28.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπομπή
-
39 πρόσκαιρος
πρόσκαιρος, ον,A occasional, extraordinary,ἑορτή IG22.1368.44
; αἱ π. ἐπιβολαί the additional taxes, PLond.3.979.19(iv A.D.);τὰ δημόσια τέλη κανονικά τε καὶ π. τούτων PMasp.168.36
(vi A.D.).4 πρόσκαιρον, τό, agreement having temporary validity, Sammelb.6000v.35 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκαιρος
-
40 σικχαίνω
A loathe, dislike, c. acc.,σικχαίνω πάντα τὰ δημόσια Call.Epigr.30.4
: abs., Plb.38.5.7, Arr.Epict.3.16.7, M.Ant.5.9, etc.II [voice] Med., Aq.Ex.1.12, prob. cj. in Euph.21: [tense] aor. ἐσικχάνθην Sch.Ar.Ra. 442.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σικχαίνω
См. также в других словарях:
δημοσία — δημοσίᾱ , δημόσιος belonging to the people fem nom/voc/acc dual δημοσίᾱ , δημόσιος belonging to the people fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσίᾳ — δημοσίᾱͅ , δημόσιος belonging to the people fem dat sg (attic doric aeolic) δημοσίᾳ indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοσιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασκληπιείου. * * * η ο δημόσιος αυτοκινητόδρομος σε αγροτική περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. δημοσία < (αρχ. επίθ.) δημοσία… … Dictionary of Greek
δημοσιά — η δημόσιος, φαρδύς δρόμος που διασχίζει την ύπαιθρο: Κάθε απόγευμα, η δημοσιά γεμίζει από τα κοπάδια που επιστρέφουν στο χωριό μετά τη βοσκή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημόσια αρχή — Κάθε δημόσια λειτουργία του κράτους, προορισμένη, σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους, να εκπληρώνει τους σκοπούς της πολιτείας άμεσα ή έμμεσα και να εκτελεί το έργο της διοίκησης. Μπορεί να αποτελείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Η δ.α.… … Dictionary of Greek
δημόσια υπηρεσία — Η οργανωμένη επιχείρηση που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση εκείνων που κυβερνούν, για την εξυπηρέτηση του κοινού. Κατά μία εκδοχή το κράτος αποτελεί ομάδα δ.υ. που συνεργάζονται μεταξύ τους και οι οποίες έχουν οργανωθεί και ελέγχονται κατά τη… … Dictionary of Greek
δημόσια επιχείρηση — Με την ευρεία έννοια ο όρος αναφέρεται σε κάθε επιχείρηση, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, της οποίας φορέας από οικονομική άποψη είναι το κράτος ή άλλος οργανισμός δημοσίου δικαίου. Με την έννοια αυτή, δ.ε. θεωρούνται όχι μόνο οι δημόσιες… … Dictionary of Greek
Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού — (ΔΕΗ). Βλ. λ. ηλεκτρισμός. Tο 1950 δημιουργήθηκε μία από τις σημαντικότερες δημόσιες επιχειρήσεις της χώρας μας, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ)· στη φωτογραφία, ο υδροηλεκτρικός σταθμός του Λούρου την εποχή έναρξης της λειτουργίας του, το … Dictionary of Greek
δημόσια πίστη — Η εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημόσια εξουσία και στα πολιτειακά όργανα. Η διατάραξη ή ο κλονισμός αυτής της πίστης αποτελεί σοβαρό ποινικό αδίκημα, όταν γίνεται με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων ή με φήμες που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες… … Dictionary of Greek
δημόσια συνάθροιση — Η συγκέντρωση ενός αριθμού προσώπων για την υποστήριξη μιας άποψης και την επιτυχία ενός σκοπού, συνήθως πολιτικού ή συνδικαλιστικού χαρακτήρα, χωρίς να αποκλείεται και ο πολιτιστικός ή και εθνικός. Για την επιτυχία της δ.σ. πρέπει να υπάρχει… … Dictionary of Greek
δημοσία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασκληπιείου. * * * βλ. δημόσιος … Dictionary of Greek