Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνοχή

См. также в других словарях:

  • ἀνοχή — holding back fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοχή — η (AM ἀνοχή) [ανέχω] η ανεκτικότητα, η επιείκεια, η μακροθυμία φρ. «ἐν τῇ ανοχῇ τοῡ Θεοῡ»(Κ.Δ.) «ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου) «η ανοχή των ξένων θρησκευμάτων» «ψήφος ανοχής προς την κυβέρνηση νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ανοχή — η 1. μακροθυμία, συγκατάβαση: Έδειχνε σχεδόν πάντα μεγάλη ανοχή απέναντί του. 2. το επιτρεπόμενο περιθώριο διαφοράς σε βάρος ή διαστάσεις σε νομίσματα χωρίς αυτά να θεωρούνται λειψά. 3. φρ., «ψήφος ανοχής», υπερψήφιση της κυβέρνησης όχι από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοχῇ — ἀνοχέω raise up pres subj mp 2nd sg ἀνοχέω raise up pres ind mp 2nd sg ἀνοχέω raise up pres subj act 3rd sg ἀνοχῆι , ἀνοχεύς suspensory membrane masc dat sg (epic ionic) ἀνοχή holding back fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοχή, κατασκευαστική — Ένα σύνολο τιμών που καθορίζεται από δύο όρια (ανώτερο και κατώτερο), μέσα στο οποίο μπορεί να κυμανθεί η διαφορά μεταξύ της διάστασης του σχεδίου ενός προς κατασκευή τεμαχίου και της διάστασης που πραγματικά επιτεύχθηκε κατά την κατασκευή. Η… …   Dictionary of Greek

  • ἀνοχῆι — ἀνοχῇ , ἀνοχέω raise up pres subj mp 2nd sg ἀνοχῇ , ἀνοχέω raise up pres ind mp 2nd sg ἀνοχῇ , ἀνοχέω raise up pres subj act 3rd sg ἀνοχεύς suspensory membrane masc dat sg (epic ionic) ἀνοχῇ , ἀνοχή holding back fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοχαῖς — ἀνοχή holding back fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοχαί — ἀνοχή holding back fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοχήν — ἀνοχή holding back fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»