-
1 καταλέχομαι
A = κατάκεισο, Hsch. (cf. λέγω A); [dialect] Ep. only in [voice] Med. and [voice] Pass. [tense] fut. and [tense] aor.:—lie down, go to bed: [tense] aor. 1κατελέξατο Il.9.690
, Od.10.555: non-thematic [tense] aor. (or [tense] impf.) [voice] Pass.κατέλεκτο Il.9.662
, etc.; part.καταλέγμενος Od.22.196
; inf.καταλέχθαι 15.394
: [tense] fut.καταλέξομαι Hes.Op. 523
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλέχομαι
-
2 καταλέχω
καταλέγω (A),------------------------------------καταλέγω (B),A recount, tell at length and in order, Hom., always in [tense] fut. or [tense] aor. 1,ταῦτα μάλ' ἀτρεκέως καταλέξω Il.10.413
, al.; τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον ib. 384, al.;πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον 24.407
: freq. in Hdt., as 4.83, 114; ἑξῆς κ. Ath.13.610b; κ. τὰς προσηγορίας ib.c:—[voice] Pass., τούτων ὦν τῶν καταλεχθέντων of those which have been recounted, Hdt.4.50, cf. 23, al.:—[voice] Med., Ps.-Hdt.Vit.Hom.21: folld. by interrog. Adv.,κατάλεξον ὅπως ἤντησας Od.17.44
, 3.97; κεῖνον ὀϊζυρὸν κατάλεξον, ἤ που ἔτι ζώει.. tell me the tale of that unhappy man, 4.832.b repeat, recite,τῶν Χρησμῶν Hdt.7.6
;τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλόν X.Smp.6.3
;τὰς πατρίους εὐχάς Herm.Hist.2
; καταλέγεσθαι· ὀδύρεσθαι τὸν τεθνεῶτα, Hsch.; cf.κατάλεγμα, καταλογή 111
.2 reckon up, tell in full tale,μνηστῆρας ἀριθμήσας κατάλεξον Od.16.235
; of a line of kings or ancestors,κατέλεγον οἱ ἱρέες ἐκ βύβλου.. βασιλέων τ καὶ λ οὐνόματα Hdt.2.100
;τοὺς αἰεὶ πατέρας Id.6.53
; κ. ἑωυτὸν μητρόθεν reckoned up his pedigree, Id.1.173;κ. τοὺς ἄρχοντας Pl.Hp.Ma. 285e
, cf.Ep. 327e, X.Mem.2.4.4:—later in [voice] Med., Ph.1.187, 2.593, Ath.11.504f.b reckon, count as, οὒς οἱ πολλοὶ πλουσίους κ. Pl.Lg. 742e, cf. X.An.2.6.27: so perh. in [voice] Pass.,Χήρα -έσθω 1 Ep.Ti.5.9
.3 with [tense] pf.κατείλοχα Paus.10.24.1
:—[voice] Pass., [tense] aor. (v. infr.): [tense] pf. κατείλεγμαι; [ per.] 3pl. [tense] plpf.κατειλέχατο J.AJ19.1.15
:— enumerate, draw up a list, hence, enrol, enlist,ἄνδρας οἳ δορυφόροι μὲν οὐκ ἐγένοντο Πεισιστράτου, κορυνηφόροι δέ Hdt.1.59
; στρατιώτας, ὁπλίτας, Ar.Ach. 1065, Lys. 394, etc.;ἱππέας Arist.Ath.49.2
;κ. εἰς ὁπλίτας Lys.15.7
;εἰς τὸν κατάλογον Ἀθηναίων Id.25.16
;ἐς τὰς ναῦς Th.3.75
: generally,τοὺς πεντακισχιλίους Arist.Ath.29.5
;κ. τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς D.S.4.39
: c. dat.,κ. τινὰ τοῖς δημοσίᾳ ἱππεύουσιν Philostr.VS1.22.3
,cf. 1.25.3 (nisi leg. ἐγκατ-): c. inf., τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποτροφεῖν κ. X.HG3.4.15:—in [voice] Med., enrol for oneself, δορυφόρους, ὁπλίτας, Hdt.1.98, Th.7.31:—[voice] Pass. ([tense] aor. 2 κατελέγην more common in [dialect] Att. than [tense] aor. 1, cf. IG22.896.9, Pl.Lg. 762e, 943a), to be enlisted or enrolled, Hdt.7.1; τῶν τρισχιλίων κ. to be enrolled of their number, Lys.30.8;κ. στρατιώτης Id.9.4
;κατειλεγμένος ἱππεύειν Id.16.13
;καταλεγεὶς τῶν τριηράρχων Is.7.5
;ὁ κατειλεγμένος D.39.8
; εἰς τὴν σύγκλητον κ. Plu.Pomp.13; ἀγορανόμον -λεγέντα, = Lat. adlectum inter aedilicios, Ann.Epigr.1905.120.4 later, select, :—[voice] Med., τὸν πλωτικὸν [ βίον] Pl.Ax. 368b.II = μηνύειν, τῷ βασιλεῖ τὴν ἐπιβουλήν J. AJ15.3.2: c. gen., inform against, ib.19.6.3; accuse, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλέχω
См. также в других словарях:
καταλέχομαι — (Α) είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λέχομαι «πλαγιάζω»] … Dictionary of Greek
καταλέγω — (I) καταλέγω (Α) βλ. καταλέχομαι. (II) (AM καταλέγω) κατατάσσω κάποιον με άλλους, συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ, καταγράφω κάποιον μσν. 1. περιγράφω 2. λέω τραγούδι 3. (αμτβ.) διηγούμαι μσν. αρχ. 1. διηγούμαι κάτι, ιστορώ 2. κατηγορώ… … Dictionary of Greek
λέχομαι — (Α) 1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ. β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον… … Dictionary of Greek
παρακαταλέχομαι — Α κοιμάμαι, πλαγιάζω κοντά σε κάποιον («τῇ ὅ γε παρακατέλεκτο χόλον θυμαλγέα πέσσων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καταλέχομαι «κατακλίνομαι»] … Dictionary of Greek
συγκαταλέχω — Α 1. κοιμάμαι με κάποιον 2. (το μέσ.) συγκαταλέχομαι ξαπλώνω μαζί με άλλον ή άλλους ή δίπλα σε άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταλέχομαι «είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι»] … Dictionary of Greek