Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καταλέχομαι

См. также в других словарях:

  • καταλέχομαι — (Α) είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λέχομαι «πλαγιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταλέγω — (I) καταλέγω (Α) βλ. καταλέχομαι. (II) (AM καταλέγω) κατατάσσω κάποιον με άλλους, συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ, καταγράφω κάποιον μσν. 1. περιγράφω 2. λέω τραγούδι 3. (αμτβ.) διηγούμαι μσν. αρχ. 1. διηγούμαι κάτι, ιστορώ 2. κατηγορώ… …   Dictionary of Greek

  • λέχομαι — (Α) 1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ. β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • παρακαταλέχομαι — Α κοιμάμαι, πλαγιάζω κοντά σε κάποιον («τῇ ὅ γε παρακατέλεκτο χόλον θυμαλγέα πέσσων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καταλέχομαι «κατακλίνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταλέχω — Α 1. κοιμάμαι με κάποιον 2. (το μέσ.) συγκαταλέχομαι ξαπλώνω μαζί με άλλον ή άλλους ή δίπλα σε άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταλέχομαι «είμαι ξαπλωμένος κάτω, κατακλίνομαι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»